Η ανώμαλη προσγείωση της Jupiter και τα σχέδια της Κarsten για το ελληνικό σταφύλι

της Ελένης Ριζάκη

Ανακατατάξεις και στην ελληνική αγορά επιτραπέζιου σταφυλιού προκαλεί η κατάρρευση της Jupiter, η οποία είχε σημαντική παρουσία στη χώρα μας, τόσο σε επίπεδο διακίνησης και εξαγωγών όσο και ανάπτυξης νέων ποικιλιών.

Η βρετανική εταιρεία που, μεταξύ άλλων, προμηθεύει με νωπά φρούτα μεγάλες αλυσίδες, όπως Tesco, Asda και Lidl, βρέθηκε σε δύσκολη θέση αδυνατώντας να διαχειριστεί τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία (αυξημένα κόστη ενέργειας και μεταφορών, πληθωρισμός, διακοπή εξαγωγών προς Ρωσία κ.ά.), αλλά και τα φιλόδοξα επενδυτικά ανοίγματα που είχε πραγματοποιήσει το τελευταίο διάστημα.

Όπως μεταδίδουν ξένα μέσα, πλέον βρίσκεται σε αναζήτηση αγοραστή, ενώ το ελληνικό κομμάτι των δραστηριοτήτων της έχει περάσει στη νοτιοαφρικανική Karsten με την οποία συνδεόταν και μετοχικά.

Όπως εξηγεί στην «ΥΧ» ο Δημήτρης Θεοδώρου, υπεύθυνος για τη δραστηριότητα της Karsten στην Ελλάδα και μέχρι πρόσφατα Regional Procurement Manager της Jupiter, «η εταιρεία έκανε πολύ μεγάλες επενδύσεις στη Νότια Αφρική, οι οποίες για διάφορους λόγους δεν χρηματοδοτήθηκαν όπως αναμενόταν, π.χ. με προγράμματα και με στήριξη από τις τοπικές τράπεζες κ.λπ. Έτσι, οι επενδύσεις δεν απέδωσαν, η εταιρεία επιβαρύνθηκε, δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει και, τελικά, έκλεισε. Η δραστηριότητα στην Ελλάδα μεταφέρθηκε στην Karsten, η οποία ήταν και μέτοχος της Jupiter».

Με τη σειρά του, ο Γιώργος Μπιτσάκος, Lead Source Development Manager της Τesco, αναφέρει ότι η Jupiter ήταν «μία από τις μεγαλύτερες και καλύτερες εταιρείες», που συνεργαζόταν η βρετανική αλυσίδα. «Ήταν αρνητική έκπληξη η συγκεκριμένη εξέλιξη. Πιθανότατα υπάρχουν και δικές τους ευθύνες, αλλά και πράγματα που δεν μπορούσαν να προβλέψουν, όπως ο κορωνοϊός και ο πόλεμος στην Ουκρανία», σχολιάζει στην «ΥΧ».

Το ευχάριστο είναι ότι η μεταβίβαση στην Karsten της δραστηριότητας που είχε αναπτύξει η Jupiter στην ελληνική επικράτεια έγινε oμαλά, δίχως να προσθέτει έναν ακόμα πονοκέφαλο στους Έλληνες συνεργάτες της που ήδη βιώνουν μια πολύ δύσκολη συγκυρία στη διεθνή αγορά. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Μπιτσάκος, «δεν δημιουργήθηκε κάποιο θέμα με το ελληνικό σταφύλι. Οι παραγωγοί και οι εξαγωγείς της Ελλάδας πήγαν στην Karsten, γιατί το ελληνικό ‘‘κομμάτι’’ της Jupiter ήταν το υγιές. Έτσι, συνεχίζουν να προμηθεύουν τη βρετανική αγορά».

Συνεχίζεται το πρότζεκτ των Arra

Η Jupiter απορροφούσε ένα σημαντικό κομμάτι της παραγωγής επιτραπέζιων σταφυλιών της Β. Ελλάδας που, σύμφωνα με παραγωγούς της περιοχής, έφτανε τα 120 ψυγεία ανά σεζόν. Προμηθευόταν και διοχέτευε στην αγγλική αγορά ποικιλίες, όπως τα Thomson, Crimson, Βlack Magic, αλλά και σουλτανίνα. Επιπλέον, είχε επενδύσει στην καλλιέργεια των ποικιλιών Arra στη Βορειοανατολική Ελλάδα, οι οποίες επίσης προορίζονταν για εξαγωγή κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία.

Μόλις τον περασμένο Ιούλιο, ο ιδρυτής του Jupiter Group, Mark Tweddle (φωτό), δήλωνε ότι «είναι υπέροχο να βλέπουμε τις νέες ποικιλίες να ευδοκιμούν τόσο καλά στην Ελλάδα» και να προχωρούν στην εμπορική παραγωγή.

Πλέον, τα δικαιώματα των ποικιλιών έχουν περάσει στην Karsten, η οποία σκοπεύει να δώσει συνέχεια στο εγχείρημα. «Η νέα εταιρεία συνεχίζει με τις ίδιες ποικιλίες, ενώ του χρόνου θα επεκταθεί και σε καινούργιες. Είναι δοκιμαστικές ποικιλίες της σειράς Arra, τις αξιολογούμε και τα επόμενα δύο χρόνια θα προχωρήσουμε και σε μεγαλύτερες εκτάσεις», λέει ο κ. Θεοδώρου.

Νο1 πρόβλημα η υποκατανάλωση

Οι παραγωγοί με τους οποίους συνομίλησε η «ΥΧ» επιβεβαιώνουν ότι η μετάβαση από τη Jupiter στην Karsten έγινε ομαλά, γεγονός που συνέβαλε, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, «στην κανονική συνέχεια της δουλειάς». Βέβαια, υπήρξαν κάποιες φήμες ότι ορισμένοι καλλιεργητές δεν είχαν ενημερωθεί εγκαίρως, όπως επίσης και ότι εκκρεμούν κάποιες οικονομικές υποχρεώσεις απέναντί τους.

Μολαταύτα, ο κ. Θεοδώρου ξεκαθαρίζει πως «οι παραγωγοί ήταν ενήμεροι από πριν, η μετάβαση έχει γίνει ομαλά και οι συνθήκες είναι πολύ καλύτερες τώρα, γιατί η εταιρεία που έχει αναλάβει είναι εύρωστη. Οι πληρωμές γίνονται κανονικά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα».

Ωστόσο, αυτό που τονίστηκε από όλους όσους επικοινώνησε η «ΥΧ» ήταν ότι το βασικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα ο κλάδος είναι η περιορισμένη ζήτηση, καθώς όσο ο κόσμος συμπιέζεται οικονομικά δύναται να καταναλώσει μόνο τα απαραίτητα. Κατά συνέπεια, «premium», όπως τα χαρακτηρίζει ο κ. Θεοδώρου, φρούτα όπως το σταφύλι ή το κεράσι είναι αντιμέτωπα με το φαινόμενο της υποκατανάλωσης.

Πώς θα μπορούσε το πρόβλημα αυτό να ξεπεραστεί; «Βρίσκοντας νέες αγορές και προσπαθώντας να συνάψουμε συνεργασίες και με άλλα σούπερ μάρκετ, ώστε να απορροφάται ο όγκος. Ως προς αυτό το κομμάτι, τα έχουμε καταφέρει», απαντά ο κ. Θεοδώρου. «Το θέμα, όμως, είναι ότι συμπιέζονται πάρα πολύ τα περιθώρια κέρδους για τον παραγωγό, γιατί τα ενδιάμεσα κόστη είναι τεράστια. Ειδικά το κόστος μεταφοράς και παραγωγής είναι πάρα πολύ αυξημένο. Οι νέες αγορές, όπου στοχεύουμε, είναι και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εκτός αυτής», συμπληρώνει ο ίδιος.

«Τη δουλειά που κάνουμε εμείς με την ανάπτυξη ποικιλιών την κάνουν και στην Ισπανία και στην Ιταλία. Δεν είμαστε μόνοι μας στην αγορά, έχουμε έντονο ανταγωνισμό και από εκεί», προσθέτει ο κ. Μπιτσάκος. «Αν σε αυτό προσθέσουμε τη μειωμένη ζήτηση και τα αυξημένα κόστη, είναι ίσως η πιο δύσκολη χρονιά που έχω συναντήσει», καταλήγει.

Θύμα της επιτυχίας της;

Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι, υπό μία έννοια, η Jupiter έπεσε θύμα της επιτυχίας της, αδυνατώντας να υποστηρίξει τις καθ’ όλα εντυπωσιακές εξαγορές που πραγματοποίησε τα τελευταία χρόνια και οι οποίες συνέβαλαν στην αξιοθαύμαστη ανάπτυξή της. Το 2019, o όμιλος εξαγόρασε την ολλανδική Cool Fresh International, η οποία μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Jupiter Group Europe.

Έναν χρόνο νωρίτερα, απέκτησε πάνω από 8.000 στρέμματα με καλλιέργειες φρούτων στη Ν. Αφρική. Αμφότερες οι κινήσεις χρηματοδοτήθηκαν από ίδια κεφάλαια, ωστόσο, η πανδημία που ακολούθησε, σε συνδυασμό με την εκτόξευση των μεταφορικών και του υπόλοιπου κοστολογίου, συμπίεσαν δραματικά τα περιθώρια κερδοφορίας. Σύμφωνα με ξένα μέσα, νωρίτερα μέσα στο 2022 έγινε μια προσπάθεια να επαναδιαπραγματευτεί η συμφωνία εξαγοράς της Cool Fresh, η οποία ωστόσο δεν στέφθηκε με επιτυχία.