Αντίδοτο στον κορωνοϊό ψάχνει το εμπόριο αγροτικών προϊόντων

Στα τέλη του 2019, η κόντρα ΗΠΑ-Κίνας φάνταζε στα μάτια των αναλυτών η μεγαλύτερη απειλή για τις αγορές εμπορευμάτων και ο κυριότερος παράγοντας αποσταθεροποίησης των διεθνών εμπορικών ροών.

Η υπογραφή της συμφωνίας «πρώτης φάσης» στα μέσα του Ιανουαρίου, με όλους τους αστερίσκους, τις επιφυλάξεις και την αμοιβαία καχυποψία που τη συνόδευαν, φάνηκε να λειτουργεί αποσυμπιεστικά, αποκαθιστώντας μετά από καιρό την ηρεμία και την ομαλότητα στις αγορές.

Περίπου ενάμιση μήνα μετά, αυτό το κλίμα συγκρατημένης έστω αισιοδοξίας μοιάζει πολύ μακρινό, καθώς η εξάπλωση του κορωνοϊού (Covid-19) έχει κάνει ξανά τα σύννεφα της αβεβαιότητας να πυκνώνουν απειλητικά πάνω από την παγκόσμια οικονομία. Με τον αριθμό των νέων περιστατικών που εντοπίζονται σε ημερήσια βάση εκτός Κίνας να ξεπερνά πλέον για πρώτη φορά εκείνο των νέων κρουσμάτων εντός της χώρας απ’ όπου ξεκίνησε ο ιός, ο φόβος ότι η σημερινή επιδημία μπορεί γρήγορα να (μετ)εξελιχθεί σε πανδημία αίφνης φαντάζει πολύ ρεαλιστικός.

Πιέσεις στα εμπορεύματα

Όπως συμβαίνει συνήθως σε περιόδους αναταράξεων και ανασφάλειας, οι επενδυτές ποντάρουν στη σιγουριά των πολύτιμων μετάλλων (η Goldman Sachs δεν αποκλείει η τιμή του χρυσού να αναρριχηθεί σύντομα στα 1.850 δολάρια/ουγγιά) ή/και των κρατικών ομολόγων (των ισχυρών, βεβαίως, οικονομιών του πλανήτη), γυρίζοντας ταυτόχρονα την πλάτη στα εμπορεύματα, στις μετοχές και σε οποιοδήποτε άλλο asset εμπεριέχει ρίσκο.

«Θύματα» αυτής της στροφής έπεσαν, φυσικά, και οι αγορές αγροτικών εμπορευμάτων. Το παράδειγμα του βάμβακος είναι χαρακτηριστικό, με τη χρηματιστηριακή τιμή στις τελευταίες συνεδριάσεις να σημειώνει πτώση, που ξεπέρασε σωρευτικά το 4%, και τα συμβόλαια Μαΐου να προσγειώνονται την Τετάρτη στα 66,30 σεντς/λίμπρα, σχεδόν 7 σεντς κάτω δηλαδή από το μέχρι στιγμής υψηλό του έτους που είχε καταγραφεί στις 13 Ιανουαρίου. Εξίσου ισχυρές πιέσεις δέχτηκαν επίσης το καλαμπόκι, η σόγια και το σιτάρι.

Το εύρος των απωλειών αυτών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τις όποιες αλλαγές στα θεμελιώδη. Ο βασικότερος λόγος, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Commerzbank, έχει να κάνει με την ανησυχία για τις μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη ζήτηση: «Όσο περισσότερες χώρες και ήπειροι επηρεάζονται από τον ιό, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να επιβραδυνθούν η οικονομική δραστηριότητα και οι μετακινήσεις», σημειώνει η γερμανική τράπεζα. Βάσει ΑΕΠ, η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, ενώ σε επίπεδο εμπορικών συναλλαγών καταλαμβάνει την πρώτη θέση. Οποιαδήποτε, λοιπόν, βίαιη μεταβολή στους ρυθμούς κατανάλωσης και παραγωγής της κινεζικής κοινωνίας είναι φανερό ότι θα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο. Πόσω μάλλον αν προστεθούν στην εξίσωση τα προσκόμματα που δημιουργούν στη διακίνηση οι καραντίνες και τα υπόλοιπα μέτρα καταστολής που σπεύδουν να λάβουν οι χώρες τις οποίες «επισκέπτεται» ο ιός.

Λαμβάνοντας υπόψη τον μέχρι στιγμής αντίκτυπο του Covid-19, η Oxford Economics εκτιμά ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ της Κίνας θα υποχωρήσει το 2020 σε 5,6% από 6,1% το 2019. Μια τέτοια επιβράδυνση μπορεί να αφαιρέσει από την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη 0,2 ποσοστιαίες μονάδες, ρίχνοντας τον ετήσιο ρυθμό της για φέτος στο 2,3%.

Εφόσον η πρόβλεψη αυτή επιβεβαιωθεί, θα πρόκειται για τη χαμηλότερη επίδοση από την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε πριν από μία δεκαετία. Δεν λείπουν φυσικά και ακόμα πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις, όπως αυτή της Moody’s, η οποία προειδοποιεί ότι, αν οι προσπάθειες περιορισμού του κορωνοϊού δεν στεφθούν με επιτυχία, η παγκόσμια οικονομία μπορεί να «γυρίσει» σε ύφεση.

Φόβοι για ντόμινο στο γάλα από το φρένο στις εισαγωγές

Ένα ενδεικτικό παράδειγμα του domino-effect, που μπορεί να προκαλέσει ο κορωνοϊός, μπορεί να εντοπιστεί στα γαλακτοκομικά. Σύμφωνα με τον Sandy Chen, αναλυτή Αγορών Γάλακτος της Rabobank, ακόμα και μια σχετικά μικρής διάρκειας (όχι άνω των 30 ημερών) «διατάραξη» της τροφοδοσίας της Κίνας, θα έχει πολύμηνες επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά.

Ειδικότερα, η τράπεζα εκτιμά ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, η ετήσια κατανάλωση των ακριβότερων γαλακτοκομικών προϊόντων υγρής μορφής θα μειωθεί από 2% έως 4%, ενώ εκείνη των τυροκομικών (η διάθεση των οποίων γίνεται κυρίως μέσα από το κανάλι της εστίασης) θα μειωθεί κατά τουλάχιστον 5%. Ενώ αρχικά η Rabobank προέβλεπε ότι οι εισαγωγές γάλακτος σε σκόνη θα αυξηθούν 3% στο πρώτο εξάμηνο του 2020 και 1% στο σύνολο του έτους, η νεότερη εκτίμηση θέλει την κατανάλωση γαλακτοκομικών στη χώρα να υποχωρεί κατά τουλάχιστον 1% σε ετήσια βάση, κάτι που αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση 11% των εισαγωγών.

Αν, μάλιστα, η πτώση της κατανάλωσης φτάσει το 5% (σενάριο που δεν μπορεί να θεωρηθεί απίθανο), τότε η μείωση στις εισαγωγές θα ανέλθει στο 25%. Φυσικά, οι ποσότητες αυτές θα πρέπει να «πέσουν» στην υπόλοιπη παγκόσμια αγορά, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις τιμές.

 

Οι ελλείψεις σε πρώτες ύλες και το δύσκολο ματσάρισμα με το βαμβάκι των ΗΠΑ στο Βιετνάμ

Oι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις παρακολουθούν με έκδηλη ανησυχία την εξάπλωση του ιού, έστω και αν μέχρι στιγμής δεν έχουν παρουσιαστεί σοβαρά προβλήματα στον εφοδιασμό ή στις εξαγωγές τους. Όπως αναφέρει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), Αθανάσιος Σαββάκης, για την ώρα έχουν καταγραφεί κάποιες περιπτώσεις όπου μεταφορικές αρνούνται να «περάσουν» από χώρες με αρκετά επιβεβαιωμένα κρούσματα του ιού (π.χ. Ιταλία) ή αδυνατούν, λόγω των αυξημένων ελέγχων, να τηρήσουν τα χρονοδιαγράμματα παράδοσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, σαφέστερη εικόνα των επιπτώσεων στη λειτουργία της βιομηχανίας θα υπάρχει τις επόμενες δύο εβδομάδες.

Εκτιμά, πάντως, ότι πιο «ευάλωτες» είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις που λόγω της δραστηριότητάς τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πρώτων υλών, όπως π.χ. οι βιομηχανίες αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Δεν θα πρέπει, επίσης, να αποκλειστούν και κάποιες ελλείψεις σε ανταλλακτικά και εξαρτήματα βιομηχανικού εξοπλισμού. Σύμφωνα με τον Αντώνη Σιάρκο, αντιπρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος, το Πεκίνο δεν συγκαταλέγεται στους βασικούς αγοραστές ελληνικού βάμβακος (σ.σ. οι κάπως αυξημένες ποσότητες που εξήχθησαν πέρυσι οφείλονταν κυρίως στο κενό που δημιούργησε ο εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ και στις εξαγωγές μεγάλων εμπορικών οίκων που διακίνουν το ελληνικό βαμβάκι).

Ωστόσο, σε περίπτωση που η κρίση δεν αποκλιμακωθεί, η πτώση της ζήτησης στην Κίνα αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση των αμερικανικών εισαγωγών. Κάτι τέτοιο πιθανότατα θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να στραφούν, με αντίστοιχα επιθετική τιμολογιακή πολιτική, σε γειτονικές αγορές, όπως το Βιετνάμ, στο οποίο τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να διεισδύσει το ελληνικό βαμβάκι. Τέλος δεν μπορούν να υποβαθμιστούν οι επιπτώσεις στον τουρισμό το πρώτο σημείο καμπής για τον οποίο, σύμφωνα με στελέχη του κλάδου οριοθετείται το Πάσχα.

Πιο «ευάλωτες» είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις που λόγω της δραστηριότητάς τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πρώτων υλών, όπως π.χ. οι βιομηχανίες αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής.