Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού των προϊόντων αγροδιατροφής

Στο επίκεντρο βρέθηκε εκ νέου τις τελευταίες ημέρες το ζήτημα του πληθωρισμού και των τροφίμων. Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για ετήσια αύξηση του Δείκτη Τιμών Τροφίμων κατά 12,3% μεταξύ Ιουλίου 2022 και Ιουλίου 2023 καθιστά τα τρόφιμα τον κλάδο με τις πιο έντονα πληθωριστικές τάσεις. Η ανακοίνωση αυτή συνέπεσε με μια άλλη εξέλιξη, αυτήν της αύξησης της τιμής των αλεύρων αρτοποιίας κατά 2 ευρώ το σακί.

Ενδιαφέρουσα ήταν η τοποθέτηση του αρμόδιου υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος τόνισε ότι «ο Έλληνας αγρότης έχει μειωμένη παραγωγή λόγω των καιρικών συνθηκών, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, και αυτό μπορεί να αυξάνει τις τιμές όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο».

Αποτελεί, όμως, αυτό επαρκή εξήγηση για το τι ακριβώς συμβαίνει;

Σύμφωνα με την προχθεσινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, το γάλα αποτελεί το προϊόν με τη μεγαλύτερη αύξηση, καθώς τον τελευταίο μήνα η τιμή του στα ράφια αυξήθηκε κατά 5,3%, ενώ ο κλάδος συνολικά σε ετήσια βάση αυξήθηκε κατά 14,4%.

Ωστόσο, την ίδια περίοδο, με βάση τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, η τιμή που έλαβε ο Έλληνας κτηνοτρόφος για το αγελαδινό γάλα μειώθηκε τον Ιούλιο κατά 0,8% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα και κατά 9,9% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του περασμένου έτους.

Παρόμοια εξέλιξη καταγράφεται και στις τιμές των σιτηρών. Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η τιμή που έλαβε ο Έλληνας παραγωγός σιτηρών που χρησιμοποιούνται για άλευρα αρτοποιίας, μειώθηκε το διάστημα Ιούνιος 2022-Ιούνιος 2023 κατά 26,6%, ενώ η αντίστοιχη μείωση για την ΕΕ-27 συνολικά ήταν 38,3%, εξέλιξη που περιορίζει τα επιχειρήματα της βιομηχανίας για εισαγόμενο πληθωρισμό.

Ίσως, λοιπόν, στην προχθεσινή ρήση του αρμόδιου υπουργού Ανάπτυξης ότι προχωράμε «να διασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρχει κανένα περιθώριο αισχροκέρδειας από τους υπόλοιπους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας» να βρίσκεται και η αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού προβλήματος.