«Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1966): Η ταινία-ορόσημο για τη ζωή του κορυφαίου Ρώσου αγιογράφου του Μεσαίωνα
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο αξεπέραστος Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο πεδίο της επικής βιογραφίας, αντλώντας ελεύθερη έμπνευση από τη ζωή του κορυφαίου Ρώσου αγιογράφου του Μεσαίωνα· του Αντρέι Ρουμπλιόφ (περίπου 1360-1430), που εν έτει 1988 ανακηρύχθηκε άγιος από τη Ρωσική Εκκλησία, ως Άγιος Ανδρέας ο Εικονογράφος. Το αποτέλεσμα δεν είναι σε καμία περίπτωση μια πιστή βιογραφική ταινία, αλλά μια αφορμή για στοχασμό πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία. Δηλαδή, είναι μεν ρεαλιστική η απεικόνιση εκείνης της κρίσιμης καμπής της ρωσικής ιστορίας, που τελικά οδήγησε τη χώρα στην αυτοκρατορική εποχή του τσαρισμού, ωστόσο, η ταινία δεν εμβαθύνει στα ιστορικά γεγονότα ή τις εντυπωσιακές μάχες, αλλά στον αντίκτυπο που είχε όλο εκείνο το αντίξοο κλίμα στον ψυχισμό του Μοσχοβίτη καλόγερου-καλλιτέχνη και το έργο του.
Από την περιθωριοποίηση στην αναγνώριση
Οι ιδέες που περιεργάσθηκε η ταινία περιλαμβάνουν την εκφραστική ελευθερία σε τέχνη και θρησκευτική λατρεία, αλλά και ειδικότερα τη δημιουργία τέχνης υπό την (κατα)πίεση της εξουσίας. Φαίνεται ότι οι αρχές αυτές αντίβαιναν στον αυταρχισμό της ΕΣΣΔ, ο οποίος αποτυπωνόταν π.χ. στο δόγμα του κρατικού αθεϊσμού, με το οποίο η χώρα στόχευε επισήμως στην εξάλειψη των υφιστάμενων θρησκειών και την πρόληψη μελλοντικής εμφάνισης θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Η ταινία αντιμετωπίστηκε εχθρικά από την Κρατική Επιτροπή Κινηματογραφίας της ΕΣΣΔ (Goskino) και μετά από μία και μοναδική προβολή στη Μόσχα το 1966 έμεινε επί χρόνια χωρίς διανομή, προτού βρει «άσυλο» στο Φεστιβάλ των Καννών του 1969, όπου και κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Στη συνέχεια, απέκτησε διάφορες εκδοχές, λογοκριμένες και μη. Μεταξύ αυτών, εμείς θα εστιάσουμε σε εκείνη των 186 λεπτών, την οποία τελικά πρόκρινε και ο ίδιος ο Ταρκόφσκι.
Κυρίαρχα θέματα
Το εισαγωγικό κεφάλαιο της ταινίας μοιάζει φαινομενικά ξέχωρο από την κύρια πλοκή, όμως στην πραγματικότητα είναι μια πρώτη επαφή με ένα σημαντικό μοτίβο που απασχόλησε έντονα τον Ταρκόφσκι κατά τη διάρκεια της ταινίας. Σε αυτό επιχειρούμε να εστιάσουμε και εμείς με το παρόν κείμενο. Συνοπτικά, βλέπουμε τα εξής: Στο κωδωνοστάσιο μιας εκκλησίας, δίπλα σε ένα ποτάμι, ένας χωρικός, ονόματι Γιεφίμ (Νικολάι Γκλαζκόφ), προετοιμάζεται να πραγματοποιήσει πτήση με ένα αυτοσχέδιο αερόστατο, τη στιγμή που ένας μανιασμένος όχλος Τατάρων προσεγγίζει απειλητικά το σημείο διά του ποταμού. Παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες των βαρβάρων, ο Γιεφίμ διαφεύγει, κατακλύζεται από δέος, προϊούσης της εντυπωσιακής πανοραμικής θέας και της αίσθησης του πετάγματος, ωστόσο δεν μπορεί να αποτρέψει την ανώμαλη προσγείωση.
Η φιγούρα του χωριάτη θυμίζει αυτήν του Ίκαρου, από την ελληνική μυθολογία. Ενσαρκώνει την ιδέα της υπέρβασης, συμβολίζοντας εμμέσως το ελεύθερο πνεύμα που αψηφά την υποταγή σε αυτό που του επιβάλλεται. Όμως, η πτώση από τα σύννεφα είναι αναπόφευκτη και η κατάληξη, μοιραία, τραγική. Η μικρή παρουσία του Γιεφίμ προοικονομεί μια σειρά από ονειροπόλες ή δημιουργικές προσωπικότητες, των οποίων οι ελπίδες συνθλίβονται με σκληρό και άδοξο τρόπο σε έναν βίαιο και αυταρχικό κόσμο του οποίου τα νήματα κινούν οι αδαείς. Επιπλέον, προοικονομεί εμμέσως τη μοίρα της ίδιας της ταινίας και του σκηνοθέτη της, οι οποίοι αντιμετώπισαν τα σθεναρά εμπόδια της σοβιετικής γραφειοκρατίας.
Το έργο αντιμετωπίστηκε εχθρικά από την Κρατική Επιτροπή Κινηματογραφίας της ΕΣΣΔ και μετά από μία και μοναδική προβολή στη Μόσχα το 1966 έμεινε επί χρόνια χωρίς διανομή, προτού βρει «άσυλο» στο Φεστιβάλ των Καννών του 1969, όπου και κέρδισε
το βραβείο FIPRESCI
Ο παραπάνω προβληματισμός του Ταρκόφσκι υπογραμμίζεται από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο της κεντρικής πλοκής, όταν οι τρεις μοναχοί αναζητούν καταφύγιο από τη βροχή σε έναν αχυρώνα. Εκεί, μια ομάδα χωρικών ψυχαγωγείται από έναν γελωτοποιό (Ρόλαν Μπίκοφ). Ο τελευταίος είναι μια ανυπότακτη και αθυρόστομη φιγούρα, που περιλούζει βιτριολικά κάθε μορφή εξουσίας. Φυσικά, δεν διστάζει να χλευάσει τους καλόγερους κατά την έλευσή τους, κάτι που δεν φαίνεται να αρέσει καθόλου στον έναν εξ αυτών. Κάποια στιγμή, βλέπουμε τον Κύριλλο να αποχωρεί απαρατήρητος, και, λίγο αργότερα, μια ομάδα στρατιωτών –προφανώς μετά από υπόδειξη του ενοχλημένου μοναχού– καταφθάνει για να συλλάβει τον γελωτοποιό, ο οποίος ξυλοκοπείται και απομακρύνεται έχοντας χάσει τις αισθήσεις του.
Μάλιστα, οι «αρχές» καταστρέφουν και το μουσικό όργανο του αντισυμβατικού καλλιτέχνη, ολοκληρώνοντας το κάδρο του «διωγμού» του. Σε αυτόν τον στοχασμό (σ.σ. η καλλιτεχνική δημιουργία υπό τη σαρωτική και ασφυκτική εποπτεία ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος) μοιάζει να καθρεφτίζεται η μοίρα του ίδιου του Ταρκόσφκι, ο οποίος αντιμετώπισε ουκ ολίγα εμπόδια κατά την προβολή της ταινίας του στη Σοβιετική Ένωση.
Χαρακτήρες
Με τη σειρά τους, οι τρεις μοναχοί της ταινίας αντιπροσωπεύουν τρία διαφορετικά καλούπια δημιουργικών χαρακτήρων. Εν αντιθέσει με την υστεροβουλία του ζηλόφθονου Κυρίλλου και την παθητική εσωστρέφεια του Δανιήλ, ο εξαιρετικά ταλαντούχος Αντρέι είναι ένα αγνό και φύσει αισιόδοξο άτομο, το οποίο προσπαθεί να εκμαιεύσει το καλό από τους ανθρώπους και δεν επιθυμεί να τους εμπνεύσει φόβο μέσα από την τέχνη του.
Από την άλλη μεριά, ο πολυεπίπεδος χαρακτήρας του δάσκαλου Θεοφάνη συνδυάζει τον ουμανισμό του Αντρέι με στοιχεία του κυνισμού του Κυρίλλου. Για παράδειγμα, υπάρχει μια στιχομυθία κατά την οποία ο Θεοφάνης υποστηρίζει ότι η άγνοια του ρωσικού λαού οφείλεται στη βλακεία, με τον Αντρέι να αναρωτιέται πώς μπορεί να είναι κανείς ζωγράφος και να διατηρεί τέτοιες απόψεις.
Τέλος, ο νεαρός μαθητευόμενος του Αντρέι, Φόμα (Μιχαήλ Κονόνοφ), είναι προικισμένος με ταλέντο, αλλά δεν διαθέτει ίχνος καλλιτεχνικής φιλοδοξίας, καθώς εμμένει σε επιφανειακές πτυχές της εργασίας του παρά στην ουσία της έκφρασης μέσα από το έργο, ενώ βλέπει την τέχνη κυρίως ως μέσο βιοπορισμού. Αυτές οι αντιλήψεις είναι αφορμή για σύγκρουση ανάμεσα στον Φόμα και τον Θεοφάνη, καθώς βλέπουμε τον γέρο δάσκαλο να οργίζεται με τη στάση του μαθητευόμενου νέου.
Προκαταλήψεις
Εν έτει 1408, κατά τη διάρκεια της συλλογής καυσόξυλων στο δάσος, ο Αντρέι αντιλαμβάνεται ανεπαίσθητους ήχους από κάποιο μακρινό γλέντι. Αποσπώμενος από την ομάδα των υπόλοιπων μοναχών και προχωρώντας προς την κατεύθυνση του ήχου, προσεγγίζει τον υπαίθριο χώρο όπου μια σέχτα γυμνών ειδωλολατρών διεξάγει ένα παγανιστικό τελετουργικό. Ο Αντρέι τούς κατασκοπεύει κρυφά και ιντριγκάρεται από αυτά που βλέπει, αλλά τελικά πιάνεται επ’ αυτοφώρω. Καθώς βρίσκεται δεμένος στο δοκάρι μιας καλύβας, μια νέα γυναίκα τον προσεγγίζει και του εξηγεί ότι η ομάδα της βρίσκεται υπό διωγμόν. Εκείνος, φανερά σοκαρισμένος από τα όσα έχει δει, κατακεραυνώνει τη λαγνεία της και επικρίνει την παγανιστική «ερμηνεία» της αγάπης, η οποία γίνεται αντιληπτή με όρους πρωτόγονων σαρκικών ενστίκτων. Η γυναίκα «απαντά» στον αγιογράφο με ένα φιλί και τη φράση «η αγάπη είναι πάντα η ίδια», προτού τον απελευθερώσει.
Την επόμενη μέρα, ο Αντρέι εντοπίζει την ομάδα των μοναχών και όλοι μαζί αναχωρούν από το σημείο με τις βάρκες τους, όταν μια ορδή στρατιωτών εμφανίζεται στην όχθη του ποταμού κυνηγώντας αρκετούς από τους παγανιστές, συμπεριλαμβανομένης της κοπέλας που είχε βοηθήσει τον Αντρέι το προηγούμενο βράδυ. Εκείνη καταφέρνει να τους ξεφύγει, κολυμπώντας γυμνή στο ποτάμι. Όταν περνά ακριβώς δίπλα από τη βάρκα του Αντρέι, εκείνος και η ομάδα των μοναχών αποστρέφουν το βλέμμα ντροπιασμένοι, χωρίς να κάνουν την παραμικρή κίνηση για να τη βοηθήσουν. Οι παγανιστές είναι άλλο ένα παράδειγμα ανθρώπων που διώκονται για τις πεποιθήσεις τους και το συγκεκριμένο κεφάλαιο πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο πόσο ανοιχτόμυαλος και μπροστά από την εποχή του ήταν το 1966 ο Χριστιανός Ορθόδοξος σκηνοθέτης Ταρκόφσκι.
Ιδεαλισμός και δοκιμασίες
Τα βιώματα που ο Αντρέι περνά σαν δοκιμασίες κατά τη διάρκεια της ταινίας κλονίζουν την πίστη του αγνού ιδεαλιστή. Το καλοκαίρι του 1408, περιέρχεται σε τέλμα, εν μέσω του έργου της αγιογράφησης του καθεδρικού της πόλης Βλαντίμιρ, καθώς δεν θέλει να φιλοτεχνήσει την εικόνα της κρίσης. Όπως προείπαμε, ο ίδιος δεν αρεσκόταν σε συντριπτικά θέματα, που παρέπεμπαν σε κρίση και τιμωρία, αλλά προτιμούσε να αναδεικνύει πτυχές όπως η φώτιση και η συγχώρεση.
Παράλληλα με την αγιογράφηση του καθεδρικού, το συνεργείο των βοηθών του Αντρέι, το οποίο εργάζεται και στην έπαυλη του Ρώσου πρίγκηπα, έρχεται σε ρήξη μαζί του και αυτομολεί περνώντας στη δούλεψη του ανταγωνιστή –για την εξουσία– αδελφού του. Τότε, ο πρώην εργοδότης τους στήνει ενέδρα και τους τυφλώνει, καθιστώντας τους στο εξής ανήμπορους να εξασκήσουν την τέχνη τους. Λαμβάνοντας τα θλιβερά νέα, ο Αντρέι βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ακόμη ειδεχθές έγκλημα του αυταρχισμού ενάντια στην ελεύθερη βούληση και τη δημιουργία. Διανύοντας μια περίοδο συνεχών συγκρούσεων ανάμεσα στους πρίγκιπες που διεκδικούσαν τον τίτλο του Μεγάλου Πρίγκηπα στη Ρωσία, ο μοναχός θα συνειδητοποιήσει ότι όλη του τη ζωή δούλευε για λογαριασμό αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι απεδείχθησαν οι πλέον ανάξιοι εκπρόσωποι της εποχής του.
Κλονισμός και όρκος σιωπής
Λίγο αργότερα, ο Αντρέι θα γίνει μάρτυρας των αλυσιδωτών επιπτώσεων των προδοτικών ενεργειών εις βάρος του Ρώσου ηγέτη. Ο αδελφός του πρίγκηπα δεν θα διστάσει να συνεργαστεί με τους βαρβάρους για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Η εισβολή των συνδυασμένων στρατιωτικών δυνάμεων Ρώσων και Τατάρων θα οδηγήσει σε μαζική σφαγή και λεηλασία του Βλαντίμιρ. Ανάμεσα στο χάος, ο Αντρέι σκοτώνει έναν στρατιώτη, ο οποίος προσπαθεί να βιάσει μια ανυπεράσπιστη μουγγή κοπέλα.
Ο ίδιος ο Ρουμπλιόφ δεν αρεσκόταν σε συντριπτικά θέματα, που παρέπεμπαν σε κρίση και τιμωρία, αλλά προτιμούσε να αναδεικνύει πτυχές όπως η φώτιση και η συγχώρεση
Ο ίδιος εξωθείται σε μια τέτοια ενέργεια, προκειμένου να υπερασπιστεί την έννοια του αγνού ενάντια στην ωμότητα που βλέπει να εξαπλώνεται παντού. Μάλιστα, αυτή η πρωτοβουλία έρχεται σε αντίθεση με την προγενέστερη αδράνειά του μπροστά στο θέαμα της κυνηγημένης νεαρής παγανίστριας. Πλέον, είναι αηδιασμένος με όλα: Τους καιροσκόπους άρχοντες, τα πολεμοχαρή ένστικτα, την απανθρωπιά, την άβουλη μάζα, αλλά και τις ίδιες του τις πράξεις. Έχοντας οδηγηθεί σε ένα οριακό σημείο όσον αφορά τις αντοχές του (με αποκορύφωμα μια φανταστική συζήτηση με τον νεκρό δάσκαλό του, Θεοφάνη), αποφασίζει να πάρει όρκο σιωπής και να απαρνηθεί την τέχνη του.
Έθνη χωρίς ταυτότητα και συνείδηση
Η αλήθεια είναι ότι οι παραστάσεις από την εποχή του Αντρέι είναι αποκρουστικές. Η Ρωσία εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό υπόδουλη, παραδομένη στις λεηλασίες βαρβάρων και ομοεθνών, οι οποίοι δεν νοιάζονται για το παραμικρό για τις πόλεις, τα σπίτια, τα μνημεία, τους ναούς και τους ανθρώπους που παραδίδουν στην πυρά. Η λαίλαπα του πολέμου κυριεύει όλη τη χώρα, με φυσικό επακόλουθο για τον λαό την πείνα και την εξαθλίωση. Τον χειμώνα του 1412, συναντάμε τον Αντρέι ξανά στο μοναστήρι του Αγίου Ανδρονίκου, από όπου είχε ξεκινήσει την εξόρμησή του στην αρχή της ταινίας. Η Ντουρότσκα, η αγαθιάρα μουγγή κοπέλα που ο ίδιος είχε ταυτίσει με την έννοια της αθωότητας, παραμένει μαζί του, ως μόνη συντροφιά του. Λίγο αργότερα, η ίδια θα πλανευτεί από τις λαμπερές πανοπλίες και τα δώρα μιας περαστικής ομάδας Τατάρων και, ούσα ανίκανη να αντιληφθεί –ή έχοντας ήδη ξεχάσει– τα εγκλήματά τους, τους ακολουθεί, αψηφώντας τον Αντρέι. Αυτή η σκήνη αποτελεί ίσως ένα έμμεσο σχόλιο για την απουσία ιστορικής μνήμης σε έναν λαό, ο οποίος έτσι είναι καταδικασμένος να ξαναζήσει τις οδύνες του.
Μετάνοια
Ο Αντρέι μένει μόνος με τον μετανιωμένο Κύριλλο, ο οποίος στο μεταξύ έχει εμφανιστεί στο μοναστήρι, ζητώντας συγχώρεση. Το παράδοξο είναι ότι ο Κύριλλος, ο άνθρωπος που φθόνησε τον Αντρέι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, είναι πια ο πρώτος που τρέχει να του συμπαρασταθεί και να τον υπερασπιστεί, όντας διατεθειμένος ακόμα και να προτάξει τα στήθη για λογαριασμό του. Από την άλλη, δεν παύει να είναι παραπονούμενος, εκφράζοντας εκείνη την εγωιστική και συνάμα δικαιολογημένη υπαρξιακή πικρία του ατάλαντου δημιουργού απέναντι στη μοίρα, που δεν τον προίκισε αρκετά ώστε να κερδίσει την αθανασία μέσω της τέχνης του· ένα θέμα που θυμίζει κάτι από τις δυναμικές ανάμεσα στον Μότσαρτ και τον Σαλιέρι στην πολυβραβευμένη ταινία του Μίλος Φόρμαν («Amadeus», 1984).
Όπως και να ’χει, ο Κύριλλος, ο άνθρωπος που κάποτε ήθελε να δει τον Αντρέι να μην ξαναζωγραφίζει ποτέ, κάνει, πλέον, τα πάντα για να επιστρέψει ο Ρουμπλιόφ στην τέχνη του και να σταματήσει να απορρίπτει το θείο δώρο του. Ωστόσο, τίποτα δεν μοιάζει ικανό να μεταπείσει τον τελευταίο.
Καλλιτεχνική αφύπνιση
Στο τελευταίο κεφάλαιο της ταινίας, μεταφερόμαστε στην περίοδο 1423-1424, με τον Αντρέι πια ηλικιωμένο. Τώρα, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένας άπειρος νεαρός χύτης, ο οποίος καλείται να κατασκευάσει μια τεράστια καμπάνα για τον Ρώσο πρίγκιπα. Εκείνος βρίσκεται στην κυριολεξία υπ’ ατμόν, παίζοντας το κεφάλι του καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά δείχνει τεράστιο ψυχικό σθένος και, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, ολοκληρώνει επιτυχώς την αποστολή του. Όταν συνειδητοποιεί ότι όλα τέλειωσαν, ο ταλαντούχος καλλιτέχνης που τελούσε υπό διαρκές καθεστώς πίεσης από τη μη ανεκτική εξουσία (βλ. θέμα που αναλύσαμε παραπάνω) καταρρέει, ξεσπώντας σε λυγμούς. Ο Αντρέι, που συμμετέχει στην ιστορία έχοντας τον ρόλο του παρατηρητή (ένα πόστο το οποίο τον χαρακτηρίζει γενικότερα στην ταινία), σπεύδει να τον παρηγορήσει. Σίγουρα μπορεί να τον καταλάβει.
Τελικά, το επίτευγμα του νεαρού χύτη γίνεται η κινητήριος δύναμη ώστε ο Αντρέι να διαπιστώσει ότι οι ταραχώδεις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της περιόδου του θα έπρεπε να είναι η «τροφή» για να ωριμάζει συνεχώς ως καλλιτέχνης και όχι ο λόγος για να παραμένει βουβός και άπραγος. Αυτή η σπίθα έμπνευσης και παρακίνησης είναι που θα ανάψει μέσα του τη φλόγα για να ανακάμψει, δίνοντάς του πίσω τη χαμένη όρεξη για δημιουργία.
Ποίηση της εικόνας
Τεχνικά, η εν λόγω ταινία εδραίωσε τη «σχολή» Ταρκόσφκι, ένα σινεμά άκρως ποιητικό, με αργά, στατικά πλάνα και εξαιρετικής αισθητικής εικαστικότητα που είναι από μόνη της μια μυσταγωγική εμπειρία. Υπάρχει, άραγε, κάτι πιο ποιητικά ταιριαστό για να καδράρει το πέρασμα του χρόνου από το φυλλοβόλο δέντρο που απεικονίζεται σε διαφορετικές εποχές στο φόντο του Αντρέι; Σχεδόν κάθε σκηνή περιέχει τέτοιες μικρές εκπλήξεις εικαστικής μαεστρίας. Για αυτό, άλλωστε, το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» («Andrei Rublev», 1966) θεωρείται μέχρι σήμερα, και δικαίως, ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματά του, και γενικότερα ένα από τα αδιαφιλονίκητα διαμάντια της έβδομης τέχνης.
Τελικά, ο αγιογράφος διαπιστώνει ότι οι ταραχώδεις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της περιόδου του θα έπρεπε να είναι η «τροφή» για να ωριμάζει συνεχώς ως καλλιτέχνης, και όχι ο λόγος για να παραμένει βουβός και άπραγος
Είναι γνωστό ότι η τέχνη ανδρώνεται μέσα από τις αντιξοότητες. Και ίσως, αν στον κόσμο μας υπήρχε μόνο το καλό, όπως ιδανικά θα έπρεπε, δύσκολα θα βρισκόταν το έναυσμα για έργα το ίδιο καίρια, το ίδιο ανεξίτηλα με αυτά που βλέπουμε να υπογράφουν σκηνοθέτες όπως ο Ταρκόφσκι. Για να γεννηθούν αυτά, δεν αρκεί μόνο η τεχνική ή η αφηγηματική ικανότητα. Χρειάζεται και μια καλώς εννοούμενη «μαγκιά». Απαιτείται θάρρος.
Χρειάζεται όμως και διορατικότητα, ώστε τα έργα αυτά να εξυπηρετούν την ουσία και όχι κάποιο επιτηδευμένο, αντιδραστικό φαίνεσθαι, που συνήθως εξαντλείται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Ο Ταρκόφσκι, από τη μεριά του, έκανε την υπέρβαση. Όσο για τη μεριά του θεατή: Όποιος δεχτεί να κάτσει στη θέση του συνοδηγού στις ταινίες του μοναδικού αυτού δημιουργού, είναι σίγουρο ότι θα «πετάξει» μαζί του στα σύννεφα. Όπως συνέβη, δηλαδή, με το αερόστατο της ταινίας…
Σημείωση: Η ταινία θα προβληθεί την προσεχή Τετάρτη (4/9) στον κινηματογράφο Ριβιέρα των Εξαρχείων, ολοκληρώνοντας την Εβδομάδα Αντρέι Ταρκόφσκι, η οποία από χθες, Πέμπτη (29/8), παρουσιάζει συνολικά τη φιλμογραφία του μεγάλου Ρώσου δημιουργού. Η εβδομάδα συνδιοργανώνεται από τη Ριβιέρα, την Carousel Films, τη MOSFILM (Μόσχα), τη RAI (Μιλάνο) και το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (Στοκχόλμη), ενώ τελεί υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ινστιτούτου Αντρέι Ταρκόφσκι, που διευθύνεται από τον γιο του Αντρέι Ταρκόφκσι, Αντρέι Αντρέγεβιτς Ταρκόφσκι. Οι ταινίες προβάλλονται σε πλήρως αποκατεστημένες ψηφιακά κόπιες DCP 2K ή 4Κ, που κατασκευάστηκαν ειδικά για τις συγκεκριμένες προβολές.
ΥΠΟΘΕΣΗ: Στη Ρωσία του 15ου αιώνα, σε μια ταραγμένη περίοδο κατά την οποία μαίνονται οι συγκρούσεις ανάμεσα σε πρίγκιπες και Τατάρους εισβολείς, τρεις περιπλανώμενοι αγιογράφοι μοναχοί, ο Αντρέι (Ανατόλι Σολονίτζιν), ο Δανιήλ (Νικολάι Γκρίνγκο) και ο Κύριλλος (Ιβάν Λαπίκοφ), οδεύουν προς τη Μόσχα αναζητώντας δουλειά. Ο λιγότερο ταλαντούχος εξ αυτών, Κύριλλος, θα συναντήσει τον αναγνωρισμένο αγιογράφο Θεοφάνη τον Έλληνα, θέτοντας όρους για να προσληφθεί ως βοηθός του. Όμως, ο τελευταίος θα επιλέξει για τη θέση τον Αντρέι…