Απαιτούμενες ενέργειες για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού βαμβακιού

του Δρος Μωχάμεντ Νταράουσε, ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, προϊσταμένου του Εθνικού Κέντρου Ποιοτικού Ελέγχου Βάμβακος

Παρά τη μεγάλη σημασία του βαμβακιού για την εθνική οικονομία, τον αγροτικό πληθυσμό και την απασχόληση, ακόμα δεν έχουν αντιμετωπιστεί ορισμένες χρόνιες αδυναμίες, που σχετίζονται με την οργάνωση-συνεργασία, την προσαρμογή του συστήματος παραγωγής στις περιβαλλοντικές απαιτήσεις της νέας ΚΑΠ και την αντιμετώπιση ορισμένων αδυναμιών στην ποιότητα-τυποποίηση.

Οι αδυναμίες αυτές απαιτούν νέες προσεγγίσεις με βάση τον συνεργατισμό. Το υψηλό κόστος παραγωγής, ο μικρός κλήρος, ο πολυτεμαχισμός και η ανομοιομορφία των αγρών είναι ανασταλτικοί παράγοντες για τη βελτίωση της βιωσιμότητας της βαμβακοκαλλιέργειας και απαιτούν ιδιαίτερη αντιμετώπιση.

Στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού και των παραπάνω αδυναμιών, ο μόνος δρόμος για βελτίωση της βιωσιμότητας του προϊόντος είναι η παραγωγή ενός ποιοτικού προϊόντος, ταξινομημένου αξιόπιστα και πιστοποιημένου με σύστημα διεθνούς αναγνώρισης.

Η δεύτερη προτεραιότητα είναι η προσαρμογή του συστήματος παραγωγής στις περιβαλλοντικές απαιτήσεις, ώστε να μειωθούν οι εισροές, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της νέας ΚΑΠ και την κλιματική αλλαγή. Η τρίτη προτεραιότητα είναι η αντιμετώπιση του υψηλού κόστους παραγωγής, με αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας της γεωργίας ακριβείας και με καλύτερη οργάνωση της παραγωγής μέσω συλλογικών σχημάτων.

Ποιότητα

Σχετικά με το θέμα της ποιότητας, η Ελλάδα παράγει βαμβάκι με αρκετά καλά ποιοτικά βασικά χαρακτηριστικά όπως η λεπτότητα, το μήκος ινών, η αντοχή ινών και άλλα. Υστερεί, όμως, στην παραγωγή μεγάλης αναλογίας λευκού κυτίου χρώματος, το οποίο κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα στην πενταετία 2016-2020 και ήταν 18%, 47%, 33%, 37% και 28% αντίστοιχα.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά το κυτίο ξένων υλών. Η αναλογία του κυτίου χαμηλής περιεκτικότητας ξένων υλών (1-3 leaf grade) κυμάνθηκε στην πενταετία 2016-2020 σε χαμηλά επίπεδα (28%, 29%, 23%, 28% και 24% αντίστοιχα), ενώ το κυτίο ξένων υλών μέτριας περιεκτικότητας (4-6 leaf grade) κυμάνθηκε στην πενταετία 2016-2020 σε υψηλά επίπεδα (68%, 67%, 73%, 69% και 74% αντίστοιχα).

Το τρίτο ζήτημα της ποιότητας αφορά τη μόλυνση (contamination). Πρόκειται για ένα πρόβλημα που τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα και απαιτεί μεγάλη προσοχή, διότι ο κίνδυνος δεν είναι ορατός, ούτε κατανοητός. Η μόλυνση αφορά κυρίως προσμείξεις ελεύθερων σακχάρων στο εκκοκκισμένο βαμβάκι.

Συνήθως οφείλεται στα μελιτώματα που αφήνουν ορισμένα έντομα, όπως ο αλευρώδης και οι αφίδες, αλλά και σε δυσμενείς συνθήκες αποθήκευσης του σύσπορου στο χωράφι, όταν σκεπάζεται με πλαστικό και εκτίθεται στις ηλιακές ακτινοβολίες, ενώ, τέλος, μπορεί να οφείλεται στη χρήση υψηλών θερμοκρασιών στο εκκοκκιστήριο, όταν το σύσπορο βαμβάκι έχει υψηλή υγρασία «βρεγμένα βαμβάκια».

Τα τρία αυτά ζητήματα για την ποιότητα απαιτούν μεγάλη προσοχή και κατάλληλη αντιμετώπιση, ώστε να παραχθεί ένα ποιοτικό και ανταγωνιστικό προϊόν με υπεραξία. Επειδή η παραγωγή ποιοτικού προϊόντος εξαρτάται αφενός από τη διαχείριση της καλλιέργειας στον αγρό –ένα ζήτημα που αφορά τον παραγωγό– και αφετέρου από τη διαχείριση του προϊόντος στο εκκοκκιστήριο, για να παραχθεί το ποιοτικό προϊόν απαιτείται μια συνεργασία μεταξύ παραγωγών και επιχειρήσεων σε ένα πλαίσιο δίκαιης κατανομής των βαρών και της υπεραξίας.

Περιβάλλον

Το περιβαλλοντικό ζήτημα συγχρόνως με την κλιματική αλλαγή απαιτούν νέο σχεδιασμό για το σύστημα παραγωγής. Η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής παραμέτρου ως μιας αναγκαίας ή απαιτούμενης ενέργειας στη διαχείριση της καλλιέργειας, όχι μόνο ως απαίτηση της νέας ΚΑΠ, αλλά και για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της παραγωγής.

Ο στόχος είναι η διατήρηση της ποιότητας του εδαφικού συστήματος, η μείωση χρήσης του νερού και φυτοπροστατευτικών προϊόντων ή χρήση εναλλακτικών μεθόδων και ηπιότερων μέσων στη φυτοπροστασία.

Για τον σκοπό αυτόν, προτείνονται διάφορα περιβαλλοντικά συστήματα καλλιέργειας, που έχουν δοκιμαστεί στο βαμβάκι σε άλλες χώρες, όπως

α) σύστημα ακαλλιέργειας (No tillage),

β) σύστημα καλλιέργειας κατά λωρίδα σποράς (Strip tillage),

γ) σύστημα εδαφοκάλυψης (Mulch tillage) και

δ) σύστημα μειωμένης κατεργασίας εδάφους (Minimum or reduced tillage), τα οποία δεν έχουν δοκιμαστεί σε εμπορική κλίμακα στην Ελλάδα. Η κλιματική αλλαγή είναι μια νέα απειλή για τη βαμβακοκαλλιέργεια, η αντιμετώπιση της οποίας αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία που απαιτεί κατάλληλη αντιμετώπιση για μείωση του ρίσκου της απώλειας της παραγωγής

Χρήση της νέας τεχνολογίας

Όσον αφορά τη μείωση του κόστους με την υιοθέτηση της νέας τεχνολογίας ως νέου εργαλείου στη διαχείριση της καλλιέργειας, προφανώς απαιτείται η προσαρμογή της στα ελληνικά δεδομένα, όπως η ανομοιομορφία των αγρών, ο μικρός κλήρος, ο πολυτεμαχισμός και το υψηλό κόστος παραγωγής, παράγοντες που την καθιστούν λιγότερο οικονομικά προσβάσιμη στον παραγωγό.

Παρόλο που η γεωργία ακριβείας αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τη μείωση εισροών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εντούτοις υπάρχει μια καθυστέρηση στην υιοθέτησή της. Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στο κόστος χρήσης, στην έλλειψη ενημέρωσης, στην έλλειψη συνεργασιών και σχέσεων εμπιστοσύνης και ίσως στην έλλειψη του κατάλληλου σχεδιασμού.

Η γεωργία ακριβείας μπορεί να μειώσει τη χρήση των συντελεστών παραγωγής, διότι η χρήση τους γίνεται με μεγαλύτερη ακρίβεια (άρδευση, λίπανση, φυτοπροστασία, ακόμα και η κατεργασία του εδάφους), πράγμα που μπορεί να συμβάλει στη μείωση του κόστους παραγωγής.

Ασφαλής διέξοδος

Τα συλλογικά σχήματα παραγωγής αποτελούν μια διέξοδο για αρκετές αδυναμίες που αφορούν το υψηλό κόστος παραγωγής, το κόστος υιοθέτησης της γεωργίας ακριβείας, την αδυναμία παραγωγής κρίσιμης ποσότητας ίδιου προϊόντος. Μπορεί να συμβάλουν, επίσης, σε μια πιο ευέλικτη και καλύτερη οργάνωση της εκπαίδευσης των παραγωγών.