Από νέα βάση η κουβέντα για τιμή στο σύσπορο βαμβάκι μετά τον «Ιανό»

Μία νέα κατάσταση στην αγορά του σύσπορου διαμορφώνει η θεομηνία που έπληξε την περασμένη εβδομάδα πολλές περιοχές της χώρας, αφήνοντας πίσω της εκτεταμένες ζημιές στα βαμβακοχώραφα του θεσσαλικού κάμπου – και όχι μόνο.

Στη συνεδρίαση της Διεπαγγελματικής, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου στη Λάρισα, το ζήτημα της υγρασίας είχε κεντρική θέση, με τον αρχικό σχεδιασμό να προβλέπει την έκδοση ανακοινωθέντος μέσω του οποίου θα προτρέπονταν οι μεν παραγωγοί να ακολουθούν τις πρακτικές εκείνες που οδηγούν στη συλλογή και, ακολούθως, την παράδοση όσο το δυνατόν πιο στεγνού βάμβακος, οι δε εκκοκκιστικές επιχειρήσεις να πραγματοποιούν τις σχετικές μετρήσεις και να το τιμολογούν ανάλογα.

Το σαρωτικό πέρασμα του «Ιανού», όμως, άλλαξε τα δεδομένα, καθώς, όπως χαρακτηριστικά λέει στην «ΥΧ» εκκοκκιστής, «είναι από άτοπο έως οξύμωρο να μιλά κανείς για χαμηλά επίπεδα υγρασίας σε κάποιον που αυτήν τη στιγμή πηγαίνει στο χωράφι του… με φουσκωτό». Με αυτό κατά νου, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας νέας συνεδρίασης το επόμενο διάστημα, όπου θα τεθεί επί τάπητος η επαναξιολόγηση της φετινής παραγωγής, στη βάση των νέων επικαιροποιημένων δεδομένων.

Εκτιμάται ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο εβδομάδες προκειμένου να σχηματιστεί μια πρώτη εικόνα για το μέγεθος της καταστροφής. Σημειωτέον ότι οι περιοχές Καρδίτσας, Φαρσάλων και Φαρκαδόνας, τις οποίες «χτύπησε» ο «Ιανός», συγκεντρώνουν περίπου το 25% της εγχώριας παραγωγής βάμβακος. Ένα σημαντικό κομμάτι αυτής (κυρίως χωράφια που κατακλύσθηκαν από ορμητικούς χειμάρρους) θεωρείται ότι έχει χαθεί, ενώ ένα πολύ μεγαλύτερο αναμένεται να παρουσιάσει σημαντική υποβάθμιση.

Πέρα από τις αποζημιώσεις των παραγωγών, το έτερο ζητούμενο έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο η νέα αυτή κατάσταση θα «μεταφραστεί» από την εγχώρια αγορά του σύσπορου. Είναι προφανές ότι η συζήτηση επί της τιμής παραγωγού τίθεται σε διαφορετική βάση, από τη στιγμή που τόσο το συνολικό μέγεθος της ελληνικής σοδειάς, όσο και -κυρίως- οι ποσότητες στεγνού βάμβακος, θα είναι αρκετά χαμηλότερες απ’ όσο διαφαίνονταν πριν από λίγες εβδομάδες, όταν όλες οι εκτιμήσεις συνέκλιναν προς μια εξαιρετική ποιοτικά και ποιοτικά παραγωγή.

Κρίσιμο ρόλο εδώ αναμένεται να παίξει και ο ανταγωνισμός μεταξύ των εγχώριων εκκοκκιστικών επιχειρήσεων για τη διασφάλιση ποιοτικής πρώτης ύλης, ο οποίος αναμένεται τώρα να ενταθεί.

Διαφοροποίηση βάσει υγρασίας

Ένα δεύτερο δεδομένο είναι ότι υπάρχει ξεκάθαρη βούληση της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος (ΠΕΕΕΒ) να τηρηθεί και φέτος ο οδηγός διαβάθμισης της τιμής σε συνάρτηση με τα ποσοστά υγρασίας που πρότεινε πέρυσι η ΔΟΒ και ο οποίος οδηγεί σε πριμοδότηση όσων παραγωγών συγκομίζουν στεγνό βαμβάκι. Όπως παραδέχεται ωστόσο στην «ΥΧ» επικεφαλής μίας εκ των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου, δεν αποκλείεται τα σχετικά ποσοστά να επανεξεταστούν, υπό το φως των νέων συνθηκών. Υπενθυμίζεται ότι ο «μπούσουλας» με τον οποίο έγιναν πέρυσι οι παραλαβές από τα εκκοκκιστήρια προέβλεπε:

✱ Αύξηση της τιμής αγοράς του σύσπορου στην περίπτωση που η μέση υγρασία είναι κάτω του 13% με ποσοστό ίσο με τη διαφορά κάτω του 13%.

✱ Μείωση της τιμής στην περίπτωση που η μέση υγρασία είναι άνω του 15% με ποσοστό ίσο με την υπέρβαση του 15%.

Παράλληλα, ωστόσο, αναφερόταν ότι οι παραπάνω διαβαθμίσεις αφορούν χρονιές όπου «επικρατούν φυσιολογικές/κανονικές συνθήκες», κάτι που μάλλον δεν ισχύει φέτος.

Με τάσεις ανόδου το Χρηματιστήριο

Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι, σε χρηματιστηριακό επίπεδο, η τιμή παρουσιάζει μια σταθερότητα στα επίπεδα των 65-66 σεντς/λίμπρα (συμβόλαια Δεκεμβρίου), με τις αυξημένες αγορές αμερικανικού βάμβακος που πραγματοποιεί η Κίνα (ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της περίφημης «Συμφωνίας Πρώτης Φάσης» με τις ΗΠΑ) να συμβάλλουν σε αυτό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 519.000 μπάλες των εβδομαδιαίων αμερικανικών εξαγωγών που ανακοίνωσε το USDA την περασμένη Πέμπτη, οι 400.000 είχαν προορισμό τη συγκεκριμένη χώρα. Παράλληλα, μετά και τις ζημιές που άφησε πίσω του ο τυφώνας Sally, ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ανόδου, προς την περιοχή των 69-70 σεντς. Υπενθυμίζουμε ότι σε αυτά τα επίπεδα βρισκόταν το χρηματιστήριο πέρυσι, κατά την έναρξη της ελληνικής συγκομιδής.

Την ίδια στιγμή, πονοκέφαλο συνεχίζει να προκαλεί η αναιμική ζήτηση από τη φυσική αγορά, η οποία αντανακλάται τόσο στις λίγες για την εποχή προπωλήσεις (σύμφωνα με εκτιμήσεις εκκοκκιστών, δεν ξεπερνούν το 20%), όσο και στη συρρίκνωση του πριμ (το λεγόμενο basis) που λαμβάνει το ελληνικό βαμβάκι επί της χρηματιστηριακής τιμής.

Η Τουρκία (απορροφά σχεδόν το 50% του ελληνικού εκκοκκισμένου) επί του παρόντος δεν έχει κάνει αισθητή την παρουσία της, ενώ δύσκολα εξακολουθεί να βάζει και η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου.