Από τον Στέλιο Καζαντζίδη στη Μαρία Κάλλας… μία αίθουσα απόσταση!
Δύο θρυλικές ελληνικές μορφές του πενταγράμμου, που μεσουράνησαν σε διαφορετικά στερεώματα η καθεμιά και σαγήνεψαν τα πλήθη με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο, «συστήνονται» ξανά μέσα από βιογραφικές ταινίες που κάνουν από αίσθηση μέχρι… πάταγο στο εγχώριο box office
Στα ξεκινήματα του Δεκέμβρη, την αρχή έκανε η φιλόδοξη ξένη βιογραφική ταινία για τη ζωή της Μαρίας Κάλλας, στην οποία η διεθνούς φήμης σταρ Αντζελίνα Τζολί υποδύθηκε την εκ των κορυφαίων υψίφωνων του 20ού αιώνα. Λίγο μετά τα μέσα του ίδιου μήνα, ακολούθησε η κυκλοφορία της πολυαναμενόμενης ελληνικής παραγωγής για τον βίο του θρυλικότερου λαϊκού τραγουδιστή που έχει βγάλει η χώρα μας. Του Στέλιου Καζαντζίδη.
Η πρώτη σημείωσε πολύ καλές επιδόσεις, ενώ η δεύτερη έκανε πραγματικό χαμό, καθώς το άνοιγμα των 117.703 εισιτηρίων στο πρώτο της τετραήμερο στο εγχώριο box office σηματοδότησε την καλύτερη εκκίνηση που καταγράφηκε από οποιαδήποτε ταινία στις αίθουσες το 2024. Παρότι σημείωσαν πολύ διαφορετικής κλίμακας επιτυχία, οι δύο ταινίες έχουν δεδομένα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του ενήλικου κοινού το τελευταίο διάστημα.
Δύο σπουδαίες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, δύο εκ διαμέτρου διαφορετικοί κόσμοι: Από τη μία, η λαμπερή ντίβα της όπερας, που μεσουράνησε στις πιο περίβλεπτες σκηνές παγκοσμίως. Από την άλλη, ο γνησιότερος εκφραστής των χαμηλών στρωμάτων, ο «λαϊκός βάρδος» των Ελλήνων, τόσο των εντός των τειχών, όσο και εκείνων της διασποράς. Αμφότεροι εξυψώθηκαν τόσο ψηλά, που ανάχθηκαν σε μύθους.
Σε τέτοιο σημείο, που κάπου φάνηκε να χάνουν ή να θυσιάζουν τον πραγματικό τους εαυτό, ο οποίος δεν είχε τον ζωτικό χώρο να αναπνεύσει δίπλα στο τεράστιο καλλιτεχνικό εκτόπισμα που τους συντρόφευε. Αυτό το εσωτερικό βάσανο, το «σαράκι» που τους κατατρώει, είναι και ο βασικότερος –αλλά όχι ο μόνος– κοινός παρονομαστής των δύο βιογραφικών ταινιών, οι οποίες, βέβαια, απέχουν παρασάγγας μεταξύ τους τόσο στο αφηγηματικό στιλ και την αισθητική, όσο και στα πρόσωπα που πραγματεύονται.
Το «σαράκι», που κατατρώει από μέσα τούς δύο ζωντανούς μύθους, είναι ο βασικότερος –αλλά όχι ο μόνος– κοινός παρονομαστής των εν λόγω ταινιών, οι οποίες, βέβαια, απέχουν παρασάγγας μεταξύ τους τόσο στο αφηγηματικό στιλ και την αισθητική, όσο και στα πρόσωπα που πραγματεύονται
«Maria»
Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαραΐν είναι ένας κατά συρροή… βιογράφος της μεγάλης οθόνης, ο οποίος είναι γνωστός για την αντισυμβατική του προσέγγιση. Το έδειξε με τον πλέον τρανταχτό τρόπο το 2016, όταν καταπιάστηκε με τον διάσημο συμπατριώτη του, τον ξακουστό ποιητή Πάμπλο Νερούδα (Λουίς Νιέκο), ο οποίος τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971.
Η ομώνυμη ταινία («Neruda») εστίαζε στις μέρες του κομμουνιστή Νερούδα ως φυγά: Το κομμουνιστικό κόμμα της Χιλής, στου οποίου τις τάξεις είχε προσχωρήσει και διατελέσει Γερουσιαστής, κηρύχθηκε εκτός νόμου στα 1948, με τον ίδιο να αποτολμά –χωρίς επιτυχία– να διαφύγει στο εξωτερικό. Στην πράξη, όμως, το έργο περισσότερο υιοθετούσε το σουρεαλιστικό ύφος του κορυφαίου Χιλιανού ποιητή, παρά στεκόταν με σχολαστικότητα στην πιστή καταγραφή των γεγονότων της ζωής του.
Συνδυάζοντας τη μυθοπλασία με τη βιογραφία, η ταινία αποτέλεσε έναν ύμνο στην πηγαία καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς της ασελγεί σκανδαλιάρικα και ειρωνικά πάνω στη σοβαροφάνεια και την ακαμψία της Ιστορίας, καταφέρνοντας, τελικά, να γίνει ένα μαζί της.
Έκτοτε, μεσολάβησαν άλλα δύο biopics, τα οποία στάθηκαν –τηρουμένων των αναλογιών– στο ύψος εκείνης της αναζωογονητικά καινοτόμου βιογραφικής μυθιστορίας. Εκεί, ο Λαραΐν βιογράφησε κατά σειρά τις Τζάκι Κένεντι («Jackie») και πριγκίπισσα Νταϊάνα («Spencer»). Το «Maria» ήρθε στο τέλος της περασμένης χρονιάς, μοιάζοντας σαν ολοκλήρωση αυτής της άτυπης βιογραφικής τριλογίας πάνω σε γυναίκες που σημάδεψαν ανεξίτηλα με την παρουσία τους τον περασμένο αιώνα.
Το «Maria» δεν άργησε να μας δώσει αφορμή να ανακαλέσουμε αμέσως το παρελθόν του δημιουργού. Να θυμηθούμε το «Neruda» και τον ρόλο που διαδραμάτιζαν εκεί τα ξεθωριασμένα χρώματα, παραπέμποντας σε αλλοτινές εποχές. Εδώ, η χρωματική παλέτα και ο φωτισμός αντικατοπτρίζουν ταιριαστά τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, αλλά και τις φάσεις που διανύει η ηρωίδα.
Στο «Neruda», πάλι, είχαμε εξίσου επιδέξια παιχνίδια με τις σκιές και την αντανάκλαση του φωτός, που πλημμύριζε τις μεθυστικές, γεμάτες λυρικότητα εικόνες. Σε εκείνες τις εικόνες κάποτε ισορροπούσαν ο κομμουνιστικών πεποιθήσεων φυγάς ποιητής και ο εντεταλμένος από την κυβέρνηση αστυνομικός επιθεωρητής Όσκαρ Πελουτσονάου (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), ο οποίος βρισκόταν στο κατόπι του, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε αστείρευτη πηγή έμπνευσης για εκείνον.
Στον αντίποδα, το αντίστοιχο «κρυφτούλι» στο «Maria» παίζεται ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια, Κάλλας, και τη γυναίκα που βρίσκεται παγιδευμένη στο καλούπι της μυθικής σοπράνο (σ.σ. κατά κόσμον Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου). Με άλλα λόγια, το κυνήγι και η σύγκρουση είναι εσωτερικά και μπαίνουν σε εισαγωγικά, ενώ το κλίμα είναι πιο βαρύ.
Βρισκόμαστε στα 1977, λίγες ημέρες πριν από τον θάνατο της Κάλλας: Η Μαρία, πάλαι ποτέ μεγαλύτερη ντίβα της όπερας στον κόσμο, ζει απομονωμένη στο πολυτελές διώροφο διαμέρισμά της, στην καρδιά του Παρισιού. Μοναδική συντροφιά της, το υπηρετικό της προσωπικό και τα δύο κανίς της.
Καθώς η υγεία της επιδεινώνεται, η ίδια, υπό την επήρεια χαπιών, παραχωρεί συνέντευξη σε έναν φανταστικό δημοσιογράφο και αναστοχάζεται το παρελθόν υπό την επιδραστική «σκιά» αυτής της εσωτερικής διχοτόμησης. Η εξιστόρηση είναι μη γραμμική και εσωστρεφής, θυμίζοντας πιο πολύ ποιητική αποτύπωση υποσυνείδητων σκέψεων.
Από άποψη ύφανσης χαρακτήρα, αυτό που κεντρίζει την προσοχή είναι το εμφατικό χάσμα ανάμεσα στην ντίβα, με την αστείρευτη επί σκηνής δύναμη, η οποία ξαναζωντανεύει μέσα από τις αναμνήσεις, και την εύθραυστη γυναίκα που παραπαίει στο παρισινό διαμέρισμα, ανάμεσα σε αναθυμιάσεις μνημών, έχοντας κουβαλήσει επί τόσα χρόνια το βάρος του «μύθου».
Η αντιπαράθεση των δύο αυτών «πόλων» προωθεί τον κεντρικό συλλογισμό της ταινίας: Η αντίληψη ενός πραγματικού γεγονότος –ή προσώπου–, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις μαζικές διαδόσεις που το αναγάγουν σε «θρύλο», υπερτερεί πάντοτε αυτής καθαυτής της πραγματικότητας. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Τζολί ναι μεν απέχει φυσιογνωμικά, ωστόσο υποστηρίζει με μαεστρία το ερμηνευτικό βάρος του ρόλου σε όλες τις διαστάσεις του.
«Υπάρχω»
Από την άλλη, στο «Υπάρχω», σε σενάριο Κατερίνας Μπέη και σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου, παρακολουθούμε τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη (Χρήστος Μάστορας), από τα δύσκολα παιδικά χρόνια στην Κατοχή μέχρι την ανάδειξη και την καθιέρωσή του ως του μεγαλύτερου λαϊκού τραγουδιστή, τις θυελλώδεις ερωτικές του σχέσεις και τις εξίσου έντονες προστριβές του με τη μουσική βιομηχανία (σ.σ. ο ίδιος δεν δίστασε να «σηκώσει μπαϊράκι» κατά των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών, που πλούτιζαν σε βάρος των καλλιτεχνών) και με τον εξίσου κυνικό κόσμο της νύχτας, έως και την απόσυρσή του σε ένα ερημικό παραθαλάσσιο καταφύγιο, εκεί όπου, αηδιασμένος απ’ όλα, αφιερώθηκε απερίσπαστος στην αγαπημένη του ενασχόληση-διαφυγή: Το ψάρεμα. Όπως και στο «Maria», αφορμή για την ανάκληση αυτών των μνημών στέκεται μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη-ανασκόπηση, την οποία ο Καζαντζίδης παραχωρεί σε έναν νεαρό δημοσιογράφο – πραγματικό αυτήν τη φορά!
Παρότι πολύ πιο συμβατική ως σύλληψη και εκτέλεση από ό,τι το «Maria», η ταινία είναι υποβλητικότατη και βάζει τον θεατή στο πετσί των χαρακτήρων – όχι μόνο του Καζαντζίδη και της μητέρας του (εξαιρετική η ερμηνεία της Αγορίτσας Οικονόμου), αλλά και της συντρόφου του και σημαντικής λαϊκής ερμηνεύτριας Καίτης Γκρέυ (η Κλέλια Ρένεση επικοινωνεί άρτια το ταπεραμέντο της αοιδού), όπως και της πρώτης συζύγου του και μεγάλης κυρίας του ελληνικού τραγουδιού, Μαρινέλλας (η Ασημένια Βουλιώτη τη θυμίζει σε όλα).
Χωρίς να αγιογραφεί, αλλά ούτε, βέβαια, και να χώνει βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο, πετυχαίνει τον στόχο να αναπτύξει όλα τα «μέτωπα» και να φιλοτεχνήσει ένα περιεκτικό ψηφιδωτό της ζωής του Καζαντζίδη, μαζί με όλα όσα τον γαλούχησαν και τον καθόρισαν. Ο ρυθμός της ταινίας είναι καλός, ενώ, ως προς το ύφος, το κωμικό στοιχείο συναντά το δραματικό, χωρίς όμως μελοδραματικές εξάρσεις ή ελαφρότητες. Αυτό σίγουρα βοηθάει, ώστε η ταινία να κυλάει πιο άνετα και να μην κάνει κοιλιά.
Μπορεί, δε, στα μάτια κάποιων να μοιάζει ως ιεροσυλία η απόφαση να ανατεθεί στον τραγουδιστή Χρήστο Μάστορα να ερμηνεύσει το κεντρικό πρόσωπο της βιογραφίας, ωστόσο ο τελευταίος αποδεικνύει σχεδόν ανέλπιστα ότι ήταν η σωστή επιλογή, καθώς μπορεί να νιώσει τα τραγούδια και να αφουγκρασθεί τον ερμηνευτή τους: Το γνήσιο λαϊκό προφίλ του, την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του, τον καλώς εννοούμενο τσαμπουκά του, τις ανησυχίες, την ασυμβίβαστη φύση –τον είχαν χαρακτηρίσει ακόμη και ως ιδιότυπο κοινωνικό επαναστάτη–, αλλά και τις ιδιοτροπίες του, τις αναρίθμητες πικρίες του και τα υπόλοιπα τρωτά του σημεία.
Το επικοινωνεί, δε, σε βαθμό που μάλλον μόνο ένας επαγγελματίας του σιναφιού του θα μπορούσε να κάνει, και όχι ένας «παρείσακτος» από διαφορετικό κλάδο (υποκριτική). Με λίγα λόγια, όχι απλώς αφομοιώνει τα στοιχεία του Καζαντζίδη, αλλά τα ανατροφοδοτεί και αρμονικά προς τα έξω –στον βαθμό που του το επιτρέπει το σενάριο–, γεγονός που κερδίζει τον θεατή και τον πείθει ότι βλέπει τον… πραγματικό Στέλιο! Η πρωταγωνιστική του ερμηνεία είναι ίσως η βασική κινητήριος δύναμη μιας βιογραφίας που πετυχαίνει κάτι παραπάνω από ένα αξιοπρεπές τελικό αποτέλεσμα.