Aθέμιτες πρακτικές: «Παράθυρα» για παραβάτες βλέπουν εκπρόσωποι των αγροτών

Με μια σημαντική αλλαγή που διευρύνει αρκετά το πεδίο εφαρμογής του ψηφίστηκε την Τετάρτη 7 Απριλίου το νομοσχέδιο για τις αθέμιτες πρακτικές στη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων.

Με νομοτεχνική βελτίωση, που προώθησε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Σπήλιος Λιβανός, μειώθηκε στα 500.000 ευρώ (από 2 εκατ. ευρώ που προβλεπόταν αρχικά) το κατώτατο όριο του κύκλου εργασιών πάνω από το οποίο ένας αγοραστής αγροτικών προϊόντων υπόκειται στις υποχρεώσεις του νέου νόμου.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι περισσότερες εμπορικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις υποχρεούνται… να εξοβελίσουν πρακτικές, όπως η μονομερής τροποποίηση των όρων μια συμφωνίας ή η ακύρωσή της χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση των πωλητών, είτε αυτοί είναι αγρότες είτε άλλες εμπορικές/μεταποιητικές επιχειρήσεις. Επίσης, παρέμεινε η πρόβλεψη για εξόφληση των παραγωγών εντός 60 ημερών για αγροτικά προϊόντα ή εντός 30 ημερών, όταν η συναλλαγή αφορά ευαλλοίωτα αγροτικά προϊόντα.

Βραχνάς η μαύρη αγορά

Αν και η πλειοψηφία των εμπλεκομένων στην εφοδιαστική αλυσίδα συμμερίζεται την άποψη ότι ο νέος νόμος κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αρκετοί είναι αυτοί που διατυπώνουν επιφυλάξεις τόσο για την εφαρμογή του όσο και για τη δυνατότητά του να «θεραπεύσει» χρόνιες στρεβλώσεις της αγοράς αγροτικών προϊόντων. «Κάθε βήμα για να μπει μια τάξη στην αποπληρωμή των τιμολογίων είναι ευπρόσδεκτο», δηλώνει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΑΣΕΠΟΠ Βελβεντού, Νίκος Κουτλιάμπας. «Το ερώτημα, όμως, είναι αν μπορεί να ‘‘σκοτώσει’’ τις αθέμιτες πρακτικές από τη ρίζα τους.

Για παράδειγμα, ξέρουμε ότι οι οργανωμένοι παραγωγοί, που έχουν μακροχρόνιες συνεργασίες με εμπόρους ή ιδιωτικά συσκευαστήρια, αντιμετωπίζουν λιγότερο συχνά προβλήματα με τις μέρες αποπληρωμής. Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, είναι οι ανοργάνωτοι παραγωγοί που, δυστυχώς, είναι η πλειοψηφία στη χώρα μας και η μαύρη αγορά διακίνησης αγροτικών προϊόντων, η οποία σε ορισμένες κατηγορίες, όπως τα πυρηνόκαρπα, αποτελεί σχεδόν καθεστώς, η οποία τα τελευταία χρόνια, λόγω και του τρόπου με τον οποίο γίνεται η φορολόγηση των επαγγελματιών του κλάδου, έχει εκτιναχθεί», προσθέτει ο ίδιος.

Ακόμα ένας κίνδυνος που διαβλέπει και τον οποίο επισήμανε και κατά τη διαδικτυακή (λόγω των συνθηκών) τοποθέτησή του επί του νομοσχεδίου έχει να κάνει με τον κίνδυνο εκτοπισμού ελληνικών προϊόντων από εισαγόμενα από τρίτες χώρες. «Είδαμε ότι στην Ισπανία αρκετές αλυσίδες εισήγαγαν αυξημένες ποσότητες προϊόντων π.χ. από το Μαρόκο, προκειμένου να μη δεσμεύονται με μικρούς χρόνους αποπληρωμής. Πρέπει να προσέξουμε αυτό να μη συμβεί και στη χώρα μας», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Αναγκαίες οι νέες δομές ελέγχου

Θετική, αλλά ανεπαρκή θεωρεί τη μείωση του κατώτατου ορίου τζίρου για τους αγοραστές στα 500.000 ευρώ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), Τάκης Πεβερέτος. «Κατά τη γνώμη μας, το κατώφλι θα έπρεπε να μειωθεί περαιτέρω, κάτω από τα 100.000 ευρώ και, ει δυνατόν, στα 90.000 ευρώ. Ο λόγος είναι ότι, όπως διαπιστώσαμε από τη δική μας έρευνα, από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (και με κοινοτική βούλα) δεν υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των εξαγωγών κάτω από 90.000 ευρώ.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι υπάρχει παράθυρο για κάποιες επιχειρήσεις να εμφανίζουν χαμηλότερους τζίρους και έτσι να ξεφεύγουν από το πεδίο εφαρμογής του νόμου», δηλώνει στην «ΥΧ». «Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να αφεθεί περιθώριο σε κανέναν αγοραστή, είτε μικρό είτε μεγάλο, να εφαρμόζει τέτοιες πρακτικές», τονίζει και για τον σκοπό αυτόν θεωρεί απαραίτητο «να συγκροτηθεί μια δομή αυστηρών ελέγχων, καθώς δεν μπορούμε να βασιστούμε στις καταγγελίες».

Δειγματοληπτικοί έλεγχοι και διασταυρώσεις

Επ’ αυτού συμφωνεί και ο πρόεδρος Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), Χρήστος Γιαννακάκης. «Δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική η ανώνυμη καταγγελία, γιατί θα φωτογραφίζει συγκεκριμένη παράβαση, η οποία και θα συνδέεται με συγκεκριμένο προμηθευτή και έτσι ουσιαστικά θα καταργείται η ανωνυμία», σημειώνει χαρακτηριστικά. Στις δικές του προτάσεις σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «πρέπει να προβλεφθεί δημιουργία διοικητικού μηχανισμού, ο οποίος θα υποστηρίξει το έργο της αρμόδιας πενταμελούς επιτροπής» και προσθέτει ότι θα πρέπει να γίνεται «τακτικός προληπτικός δειγματοληπτικός έλεγχος τήρησης των προθεσμιών πληρωμών των αγοραστών ευπαθών προϊόντων».

Eιδικά οι αγοραστές από χώρες της ΕΕ μπορούν, όπως αναφέρει, να ελεγχθούν δειγματοληπτικά για τις πληρωμές τους μέσω των στοιχείων του Intrastat, τα οποία αποστέλλονται κάθε μήνα από τους Έλληνες εξαγωγείς και μέσω των τραπεζικών εμβασμάτων». Υπογραμμίζει, τέλος, ότι πρέπει να διασφαλιστεί πως οι επιβαλλόμενες ποινές «δεν θα εξουδετερωθούν μέσα από το σύνθετο και βραδύ δικαστικό μας σύστημα».

Ενστάσεις για τα πρόστιμα

Από την πλευρά των αγοραστών, πάντως, διατυπώνονται ενστάσεις για το ύψος των προστίμων. «Πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, όπως και σε κάθε κυρωτικό σύστημα. Δεν είναι λογικό να επιβάλλεται πρόστιμο 1,5% (ή 3% σε περίπτωση υποτροπής) επί του συνολικού τζίρου μιας επιχείρησης», δηλώνει στην «ΥΧ» ο Γρηγόρης Αντωνιάδης, μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ). Αντ’ αυτού η ποινή θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να επιβάλλεται επί του τζίρου που πραγματοποιεί ο αγοραστής στη συγκεκριμένη κατηγορία, κάτι στο οποίο συμφωνεί και ο Λευτέρης Κιοσές, γεν. διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Ακόμα μία παρατήρηση που διατυπώνουν αμφότεροι έχει να κάνει με το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του νέου πλαισίου.

Ο νόμος ορίζει ότι οι διατάξεις εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται από 1ης Νοεμβρίου 2021 και μετά, ενώ οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του πρέπει να προσαρμοστούν μέσα σε 12 μήνες, πρακτικά δηλαδή μέχρι τον Απρίλιο του 2022. «Πιστεύουμε ότι έπρεπε να πάμε με τις συμβάσεις αυτές και για όλο το επόμενο έτος», τονίζει ο κ. Αντωνιάδης, ο οποίος πάντως σπεύδει να τονίσει ότι όλες οι επιχειρήσεις-μέλη του ΣΕΒΤ θα σεβαστούν και θα τηρήσουν τον νέο νόμο.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 9 Απριλίου 2021