H ατμοσφαιρική ρύπανση σκοτώνει τις μέλισσες

Όσο γνωστές είναι οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία από την εισπνοή τοξικών αερίων λόγω της ρύπανσης του αέρα, που παρατηρείται στα αστικά κέντρα, τόσο άγνωστος παραμένει ο αντίκτυπός της στη χλωρίδα και στην πανίδα, που πλήττονται όμως εξίσου από τον αέρα που αναπνέουμε.

Αυτό το κενό ήρθε να γεφυρώσει νέα μελέτη του Εθνικού Κέντρου Βιολογικών Επιστημών (NCBS) της Μπανγκαλόρ στην Ινδία, γύρω από τις επιπτώσεις της κακής ποιότητας του αέρα στους πληθυσμούς των επικονιαστών, όπως οι μελιτοφόρες μέλισσες (Apis dorsata), αλλά και η εργαστηριακή Drosophila. Η μελέτη δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ.

Οι εξεταζόμενοι πληθυσμοί που εκτέθηκαν σε ατμοσφαιρική ρύπανση εμφάνισαν διαφορές στην επιβίωση, στη συμπεριφορά, στον καρδιακό ρυθμό, στον αριθμό των αιμοσφαιρίων και στην έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με το στρες, την ανοσία και τον μεταβολισμό, αναφέρουν οι μελετητές, επισημαίνοντας ότι επείγει να διενεργηθούν περισσότερες μελέτες σχετικά με τα άγρια συστήματα για την καλύτερη ενημέρωση των διεθνών κατευθυντήριων γραμμών ως προς την ποιότητα του αέρα.

Τα ευρήματα των μελετητών ήταν απογοητευτικά, αφού, σύμφωνα με αυτά, οι ζωτικής σημασίας για τη γεωργία, την παραγωγή τροφής και κατά συνέπεια την ανθρώπινη επιβίωση επικονιαστές, μαζί με τη γύρη, βρέθηκε να κουβαλούν τοξικά μέταλλα, όπως μόλυβδο, βολφράμιο και αρσενικό. Οι επιστήμονες της ερευνητικής ομάδας, παρατηρώντας τη γιγάντια ασιατική μέλισσα (Apis dorsata), μελιτοφόρο είδος που ενδημεί στην νοτιοανατολική Ασία και παράγει πάνω από το 80% του μελιού της Ινδίας, επικονιάζοντας πάνω από 687 φυτά μόνο στην πολιτεία της Καρνατάκα, διαπίστωσαν ότι η κακή ποιότητα του αέρα όχι μόνο επιβραδύνει τη δραστηριότητά της και την αρρωσταίνει, αλλά της προκαλεί και πιο γρήγορο θάνατο.

Η έρευνα διεξήχθη σε τρεις τοποθεσίες της πόλης με διαφορετικά επίπεδα μόλυνσης, καθώς και σε μία αγροτική τοποθεσία, για να μελετηθεί πώς η ρύπανση του αέρα επιδρά στην υγεία και στη φυσιολογία μελισσών, καθώς και στη δραστηριότητα της επικονίασης, σε μία από τις πιο ταχέως αναπτυσσόμενες μεγαλουπόλεις της Ινδίας, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη παραγωγό φρούτων και τη δεύτερη πολυπληθέστερη παγκοσμίως, ενώ φιλοξενεί εννέα από τις δέκα πιο μολυσμένες πόλεις του κόσμου.

Σε συνεργασία με άλλους επιστήμονες του NCBS, καθώς και των Ινστιτούτων inStem και The Knight Cardiovascular, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι μέλισσες των πιο μολυσμένων περιοχών της πόλης εκδήλωσαν χαμηλότερο ρυθμό επισκεψιμότητας στα λουλούδια από αυτές των λιγότερο μολυσμένων περιοχών.

Επιπλέον, όταν οι ερευνητές επέστρεψαν τις μέλισσες στο εργαστήριο για να δουν για πόσο χρονικό διάστημα θα επιβιώσουν, περισσότερο από το 80% όσων προήλθαν από μολυσμένες περιοχές πέθαναν μέσα σε 24 ώρες, ενώ οι υπόλοιπες μετά από δύο ημέρες, όταν οι προερχόμενες από αγροτικές και λιγότερο μολυσμένες περιοχές επιβίωσαν για περισσότερες από 4 ημέρες. Τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης ήταν παρόμοια με τις οδηγίες του «Ενδιάμεσου στόχου II» που πρότεινε ο ΠΟΥ, αναφέρει ο Independent.

Κατά την επανάληψη των πειραμάτων με την εργαστηριακή Drosophila –είδος μύγας των φρούτων– τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια, υποδηλώνοντας ότι ο αντίκτυπος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης δεν αφορά μόνο το είδος, ούτε πιθανώς το αποτέλεσμα άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων.

«Τα αποτελέσματα προκάλεσαν περισσότερο σοκ και θλίψη παρά έκπληξη», υποστήριξε η Geetha Thimmegowda, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, στο διαδικτυακό περιοδικό Grist. Πρόθεσή της, πλέον, είναι να μελετήσει περαιτέρω τη σύσταση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης για να ανακαλύψει τι είναι αυτό ακριβώς που προκαλεί τις επιπτώσεις που ανακαλύφθηκαν στις μέλισσες και τις μύγες των φρούτων.