Σε αχαρτογράφητα νερά ο πρωτογενής τομέας μετά την εισβολή της Ρωσίας

Η χθεσινή εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα επιφέρει, εκτός από τον ανθρώπινο πόνο του πολέμου, πολλαπλές επιπτώσεις στον πρωτογενή τομέα και στην αγροδιατροφή.

Οι δύο αυτές χώρες ελέγχουν, για παράδειγμα, το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών μαλακού σίτου, το 20% του καλαμποκιού, το 80% του ηλιελαίου και σημαντικές ποσότητες άλλων φυτικών ελαίων, όπως το κραμβέλαιο. Ήδη, οι αγοραστές αναζητούν νέους προμηθευτές των προϊόντων αυτών στη διεθνή αγορά, με τις τιμές να αυξάνονται, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει και τις εαρινές σπορές και το ενδιαφέρον των καλλιεργητών.

Οι εν λόγω εξελίξεις, βέβαια, θα πλήξουν πολλούς. Οι κτηνοτρόφοι, λόγου χάρη, θα αντιμετωπίσουν νέες αυξήσεις στις ζωοτροφές, ενώ οι παραγωγοί προϊόντων που εξάγονται στις χώρες αυτές, όπως των οπωροκηπευτικών ή του οίνου, θα χάσουν αγορές. Ήδη, χθες, υπήρξαν οι πρώτες ακυρώσεις φορτίων φράουλας.

Ωστόσο, η Ρωσία έχει και μία επιπλέον ιδιότητα και σύνδεση με τον ευρωπαϊκό και, συνεπώς, τον ελληνικό αγροτικό τομέα: Αποτελεί παγκόσμιο προμηθευτή των πρώτων υλών και των τριών τύπων λιπασμάτων, αλλά και βασικό τροφοδότη της ευρωπαϊκής αγοράς
με φυσικό αέριο και πετρέλαιο.

Περισσότερα από ένα στα πέντε ευρώ που δαπανά ο Έλληνας παραγωγός αφορούν την ενέργεια (πρωτίστως) και τα λιπάσματα. Έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο που δεν γνωρίζουμε την κατάληξή της. Οι αγρότες δικαίως ζητούν παρεμβάσεις που θα μειώσουν το κόστος των εισροών. Η κυβέρνηση καλείται όχι μόνο να προσφέρει επαρκή στήριξη, αλλά και να ενισχύσει στοχευμένα αυτούς που πραγματικά παράγουν. Σε διαφορετική περίπτωση, η παραγωγική ικανότητα της χώρας και η συνοχή των περιφερειών τίθενται σε σοβαρό κίνδυνο.