Αυξημένες οι φυτεύσεις για την βιομηχανική ντομάτα

Η περσινή χρονιά, που άφησε θετικό πρόσημο στον κάμπο, έδωσε ώθηση στην καλλιέργεια, η οποία αναμένεται ότι θα διευρυνθεί κατά περίπου 10%, σύμφωνα με τον πρόεδρό της Νομικός, Δημήτρη Νομικό, ενώ η παραγωγή πρώτης ύλης αναμένεται αυξημένη σε αντίστοιχο ποσοστό, στους 440.000 τόνους.

Τέλη Μαρτίου οι μεταφυτεύσεις στον θεσσαλικό κάμπο

Στη Θεσσαλία έχουν ξεκινήσει οι σπορές και περίπου στα τέλη Μάρτη θα ξεκινήσουν οι φυτεύσεις. Σύμφωνα με τον διαχειριστή της Ομάδας Παραγωγών Βιομηχανικής Ντομάτας του Αγροτικού Συνεταιρισμού Λαρισαίων Αγροτών, Παναγιώτη Καλογιάννη, η ομάδα φέτος θα αυξήσει τα στρέμματά της. «Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε 2.000 στρέμματα. Φέτος φαίνεται ότι θα φτάσουμε τα 3.000 στρέμματα», σημείωσε.

Ο ίδιος αποδίδει την πρόθεση των καλλιεργητών αφενός στις χαμηλές περσινές τιμές του βαμβακιού, αφετέρου στο θέμα του νερού, καθώς, όπως εξήγησε, «εδώ το νερό μειώνεται πολύ στο τέλος Ιουλίου. Φέτος, που δεν είχαμε βαρύ χειμώνα, ποτίζουμε ήδη τα σιτηρά, που σημαίνει ότι θα μείνουμε νωρίς από νερό και το βαμβάκι είναι υδρόφιλο, ενώ σε μια πρώιμη ντομάτα, 25 Ιουλίου σταματάμε το νερό». Φέτος, η ομάδα παραγωγών, που προσδοκά σε μεγαλύτερες από τις περσινές αποδόσεις των 10 τόνων/στρέμμα, έχει υπογράψει ήδη συμβόλαια με Νομικό και Damavand και τις επόμενες μέρες θα υπογράψει και με τον Λεβεντάκη.

Κατά 1.500 στρέμματα περίπου θα αυξηθούν τα στρέμματα του ΘΕΣΤΟ και θα φτάσουν περίπου στα 16.500 φέτος, σύμφωνα με τον Γιώργο Δρόσο, μέλος της διοίκησης του συνεταιρισμού. Οι συμβάσεις, όπως μας είπε, διαμορφώνουν τη μέση τιμή παραγωγού στα 87 ευρώ/τόνο, υπολογίζοντας ότι η παραγωγή θα κατανεμηθεί ισόποσα μεταξύ αποφλοιωμένης και πελτέ.

Ο συνεταιρισμός δίνει έμφαση στις πρώιμες ποικιλίες και εφαρμόζει συστήματα ευφυούς γεωργίας. Όπως είπε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΘΕΣΤΟ, Χρήστος Σουλιώτης, «στόχος είναι να μειώσουμε το κόστος παραγωγής εφαρμόζοντας σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας, σε συνεργασία με τη GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ. Έχουμε προχωρήσει στις πρώτες πιλοτικές εφαρμογές, με θετικά μέχρι στιγμής αποτελέσματα».

Προβληματίζονται στην Ηλεία

Την ίδια στιγμή, προβληματισμός επικρατεί μεταξύ των παραγωγών στην Ηλεία, στο παρά πέντε των φυτεύσεων, καθώς από τη μία δεν αποζημιώθηκαν για τις περσινές ζημιές και από την άλλη μόλις τις προηγούμενες μέρες δόθηκε η παράταση για φέτος για τις εκτάσεις των πρώην λιμνών Αγουλινίτσας και Κάστας Κατακόλου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου, που είναι προϋπόθεση για να μπουν οι παραγωγοί και να καλλιεργήσουν.

«Κρίνοντας από τις διαθέσεις των παραγωγών, χωρίς ακόμη τίποτα να είναι ξεκαθαρισμένο, θεωρώ πιθανό το ενδεχόμενο να οδηγηθούμε σε μείωση των στρεμμάτων», μας είπε ο πρόεδρος της Ομάδας Παραγωγών Αμαλιάδας, Χρήστος Βαλλιανάτος.

Από την πλευρά του, πάντως, ο γεωπόνος και διευθυντής Προμήθειας Πρώτης Ύλης και Αειφόρου Γεωργίας του εργοστασίου της Unilever στη Γαστούνη, Δημήτρης Ευθυμιόπουλος, έκανε λόγο για αύξηση των στρεμμάτων κατά περίπου 500, τα οποία θα συμπεριλάβει στις συμβάσεις της φέτος η εταιρεία. Όπως είπε, «υπολογίζουμε ότι θα έχουμε 4.700-5.000 στρέμματα έναντι 4.500 στρεμμάτων πέρσι και προσδοκούμε να παραλάβουμε 40.000-45.000 τόνους έναντι 37.000 τόνων την προηγούμενη σεζόν».

Αυξημένη παγκόσμια παραγωγή το 2020 δείχνουν οι εκτιμήσεις

Κατά 5,1% υψηλότερη, σε 39,29 εκατ. τόνους, υπολογίζεται από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Βιομηχανικής Ντομάτας (WPTC) η παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικής ντομάτας το 2020, με βάση προσωρινά στοιχεία της 29ης Ιανουαρίου, δεδομένου ότι ακόμη δεν έχουν υποβάλει εκτιμήσεις όλες οι παραγωγοί χώρες, ενώ όλα τελούν υπό την αίρεση των εξελίξεων που καθορίζονται από τον κορωνοϊό.

Για την Ελλάδα, η φετινή παραγωγή υπολογίζεται σε 440.000 τόνους, 40.000 τόνους πάνω από πέρσι, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται, «οι παραγωγοί έμειναν ικανοποιημένοι από τις περσινές αποδόσεις και είναι πρόθυμοι να αυξήσουν τα στρέμματα της καλλιέργειας».

Όσον αφορά τις υπόλοιπες χώρες της λεκάνης της Μεσογείου, για την Αίγυπτο προβλέπεται παραγωγή 420.000 τόνων και η Ιταλία προσδοκά 5 εκατ. τόνους, με την τιμή να έχει ήδη υπογραφεί μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών στα 88 ευρώ/τόνο, έναντι 87 πέρσι. Στην Ισπανία, με τα δεδομένα ακόμη ρευστά, εκτιμάται ότι το μείγμα προβληματισμού για τη διαθεσιμότητα αρδευτικού νερού στην Ανδαλουσία από τη μία, αλλά των εξαιρετικών αποδόσεων το 2019 από την άλλη, θα οδηγήσει σε μια μείωση που δεν θα ρίξει την παραγωγή της χώρας κάτω από τους 3 εκατ. τόνους.

Η τιμή για τη βιομηχανική στην Ανδαλουσία και στην Εξτρεμαδούρα παραμένει αμετάβλητη στα 70 ευρώ/τόνο για παραλαβή από το χωράφι και στα 76-78 ευρώ/τόνο για παράδοση στα εργοστάσια. Πιο βόρεια, όμως, στην κοιλάδα του Έβρου, όπου οι ποσότητες είναι πολύ μικρότερες, φαίνεται ότι οι μεταποιητές αναγκάστηκαν να δώσουν μεγαλύτερο κίνητρο στους καλλιεργητές προκειμένου να συγκεντρώσουν την πρώτη ύλη που χρειάζονται. Έτσι, αύξησαν την τιμή στα 78 ευρώ/τόνο, από 75 ευρώ/τόνο πέρσι, για παραλαβή το χωράφι.

Τέλος, οι φορείς που εκπροσωπούν τον κλάδο στην Τουρκία αναφέρουν ότι φέτος η παραγωγή θα διαμορφωθεί περίπου σε 2,2 εκατ. τόνους και πως οι καλλιεργητές είναι πρόθυμοι να φυτεύσουν. Ωστόσο, η βιομηχανία δεν επιδιώκει να αυξήσει την παραγωγή, καθώς η απορρόφηση των στοκ πραγματοποιείται με μικρότερους από τους επιθυμητούς ρυθμούς.

«Συγκρατημένα αισιόδοξοι» οι μεταποιητές

Μιλώντας στην «ΥΧ», ο πρόεδρος της Νομικός ΑΕ και αντιπρόεδρος του WPTC, Δημήτρης Νομικός, έκανε λόγο για μια αυξημένη παραγωγή, όχι, όμως, καθοριστικά αρνητική. Όπως εξήγησε, η μεν Κίνα προγραμμάτιζε μια αύξηση της τάξης των 500.000-600.000 τόνων, η οποία ωστόσο παραμένει με ερωτηματικό, είτε κάτω από τις συνθήκες που δημιουργεί ο κορώνοϊός, με τους καλλιεργητές να μην μπορέσουν να φυτέψουν, είτε γιατί τα εργοστάσια που επρόκειτο να ιδιωτικοποιηθούν και να απορροφήσουν την αυξημένη παραγωγή δεν ιδιωτικοποιήθηκαν.

Οι δε ΗΠΑ, που προγραμματίζουν αύξηση της παραγωγής, αυτή υπολείπεται του ενός εκατ. τόνων που θα χρειάζονταν, προκειμένου να ανταποκριθούν στην πολιτική που εφαρμόζει εκεί η μεταποίηση για διάθεση στοκ μέχρι περίπου τον Δεκέμβριο, με αποτέλεσμα να υπάρχει πιθανότητα να εξελιχθεί τελικά σε μεγάλο εισαγωγέα. Από την άλλη, οι αυξημένες παραγωγές Αλγερίας και Τυνησίας θα απορροφηθούν κυρίως από την τοπική κατανάλωση, λόγω της επιβολής δασμών εισαγωγής σε προϊόντα τρίτων χωρών.

«Συνεπώς, είναι μια αυξημένη παραγωγή, η οποία δεν θα “σηκώσει το καπάκι” από την πίεση που υφίσταται ο κλάδος, όμως επιτρέπει αυξημένη αισιοδοξία, και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε αστάθμητους παράγοντες, μεταξύ αυτών και τον κορωνοϊό, που δεν γνωρίζουμε πώς θα επηρεάσει και μάλιστα παρακολουθώντας και την εξάπλωσή του στην Ευρώπη, η οποία ήδη επηρεάζει την κατανάλωση», κατέληξε.