Αυξημένη από πέρυσι η μέση τιμή του εξαγόμενου ευρωπαϊκού μελιού

Περισσότερες κυψέλες αλλά λιγότερους μελισσοκόμους δείχνουν τα στοιχεία

Αυξημένες κατά 18,9 εκατ. (3,9%) ήταν το 2020 οι κυψέλες στην ΕΕ, τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό μελιού παγκοσμίως μετά την Κίνα. Η Ένωση, παρά τη μεγάλη παραγωγή της, εξακολουθεί να εμφανίζει επίπεδο αυτάρκειας της τάξεως του 60% και διατηρεί την εξάρτησή της από τις εισαγωγές, αναφέρει στην ανάλυσή της η Κομισιόν, μετά και τα στοιχεία που συγκέντρωσε από τη συνάντηση της Ομάδας Δημόσιου Διαλόγου του τομέα, στις 18 Ιουνίου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των κρατών-μελών που συζητήθηκαν, στο πλαίσιο και των μελισσοκομικών προγραμμάτων, την έκτη θέση στην κατάταξη με βάση των αριθμό κυψελών καταλαμβάνει η Ελλάδα (9%) με 1,63 εκατ. κυψέλες (περισσότερες κατά 12,2% από το 2019). Τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν οι Ισπανία (2,96 εκατ. κυψέλες), Ρουμανία (2,25 εκατ.), Πολωνία (1,77 εκατ.), Γαλλία (1,75 εκατ.) και Ιταλία (1,69 εκατ.).

Βάσει των στοιχείων των μελισσοκομικών προγραμμάτων, στους 615.058 υπολογίζεται ο αριθμός των Ευρωπαίων μελισσοκόμων το διάστημα 2020-2022, αυξημένος κατά 8,2% από το 2017-2019, με τις Γερμανία, Πολωνία, Τσεχία, Ιταλία και Γαλλία να κατατάσσονται στην πρώτη πεντάδα, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτες αυξήσεις στον αριθμό των μελισσοκόμων. Αντίθετα, ιδιαίτερα μειωμένος (-62,3% από το 2017-2019) υπολογίζεται ο αριθμός των Ελλήνων μελισσοκόμων, στους 9.266.

Προμηθευτές και αποδέκτες

Μεταξύ των μεγαλύτερων εισαγωγέων μελιού παγκοσμίως για το 2019 συγκαταλέγονταν η Βόρεια Αμερική (35,4%), η ΕΕ (31%), η Ασία 13,3%, καθώς και άλλα ευρωπαϊκά κράτη (11,1%). Αντίστροφα, μεταξύ των μεγαλύτερων εξαγωγέων -την ίδια χρονιά- βρίσκονταν Ασία (49,3%), Νότια Αμερική (24,4%), Κεντρική Αμερική και Καραϊβική (6,5%), ΕΕ (6,3%) και Βόρεια Αμερική (4,6%).

Σημαντικότεροι προμηθευτές για την ΕΕ παραμένουν οι Ουκρανία και Κίνα, που κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2021 εμφάνισαν άνοδο ποσοτήτων (κατά 76,5% και 28,9% αντίστοιχα), και τις ακολουθούν οι Αργεντινή, Μεξικό, Βραζιλία και Κούβα, άλλες με άνοδο και άλλες με πτώση των όγκων. Τα υψηλότερα μερίδια εισαγωγών, σε επίπεδο κρατών της ΕΕ, εμφανίζονται στις Γερμανία, Πολωνία, Βέλγιο, Ισπανία, Γαλλία και Πορτογαλία.

Φθηνότερο όλων το κινέζικο εισαγόμενο

Με βάση τη μέση τιμή μονάδας του εισαγόμενου μελιού στην ΕΕ ανά χώρα προέλευσης, φθηνότερο και το 2021 παραμένει το κινεζικό μέλι, με 1,29 ευρώ/κιλό. Τιμή, που υποχώρησε έναντι του 2020 κατά 6,3%. Ακολουθεί το ουκρανικής προέλευσης, με 1,63 ευρώ (+6,6% από το 2020), ενώ, την υψηλότερη τιμή (23,26 ευρώ) διατηρεί αυτό της Νέας Ζηλανδίας, παρά την υποχώρησή κατά 19,9% από το προηγούμενο έτος. Η μέση τιμή μονάδας των εισαγόμενων στην ΕΕ μελιών ανέρχεται στα 1,93 ευρώ (-5,8% από το 2020).

Στα 5,76 ευρώ ανέρχεται το 2021 η μέση τιμή μονάδας του εξαγόμενου ευρωπαϊκού μελιού (αυξημένη κατά 10,9% από πέρυσι), με τις τιμές να κυμαίνονται από τα 3,06 ευρώ, με προορισμό το Μαρόκο, και να φτάνουν ως τα 7,96 ευρώ/κιλό, με προορισμό τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Αυξημένες ποσότητες εξήγαγε η Ελλάδα το 2020

Σαουδική Αραβία, Ελβετία, Ην. Βασίλειο, ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ισραήλ αποτελούν την πρώτη εξάδα προορισμών των ευρωπαϊκών μελιών. Οι εξαγωγές της ΕΕ αυξήθηκαν το 2020 κατά 14,1% στους 31.290 τόνους, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2021 παρουσίασαν μείωση κατά 7,1%.

Υψηλότερα μερίδια στις εξαγωγές εμφανίζουν οι Ισπανία και Γερμανία και ακολουθούν στην κατάταξη των εξαγωγέων, Ουγγαρία, Ελλάδα, Γαλλία και Πολωνία. Αυξημένες ήταν και για τη χώρα μας οι εξαγόμενες ποσότητες της ίδιας χρονιάς (1.380 τόνοι, +26,49% από το 2019), ωστόσο, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους οι ελληνικές εξαγωγές (300 τόνοι) ήταν μειωμένες κατά 17,5% έναντι του αντίστοιχου περσινού.

Στο 97% η απορρόφηση των προγραμμάτων για την Ελλάδα

Συνολικά 78,88 εκατ. ευρώ περίπου αφορά ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για τα μελισσοκομικά προγράμματα του 2020, συμπεριλαμβανομένης ευρωπαϊκής συνεισφοράς και αυτής των κρατών-μελών. Η απορρόφησή τους ανέρχεται στο 91% στην ΕΕ-27, με έξι κράτη-μέλη να έχουν φτάσει το 100% και 10 να βρίσκονται στο 90% και άνω, ενώ μόλις έξι εμφανίζουν απορρόφηση μικρότερη του 80%. Με βάση τον τύπο της δαπάνης για το μελισσοκομικό έτος 2020, τα περισσότερα κονδύλια διατέθηκαν σε τεχνική βοήθεια (29,87%), αντιμετώπιση των εχθρών (29,33%), ανανέωση του μελισσοκομικού κεφαλαίου (18,19%) και εξορθολογισμό της νομαδικής μελισσοκομίας (16,19%). Η Ελλάδα, με απορρόφηση 97% και δαπάνες 6,25 εκατ. περίπου από τα 6,47 του προϋπολογισμού, διαθέτει έναν από τους υψηλότερους προϋπολογισμούς μεταξύ των 27, που την κατατάσσει στην 6η θέση.

Προσθήκη ζάχαρης η πιο συνηθισμένη νοθεία

Κατά τη συνεδρίαση της Ομάδας Δημόσιου Διαλόγου για το Μέλι, εκτός από τα δεδομένα της παραγωγής και της αγοράς, αναλύθηκαν και ζητήματα γνησιότητας και νοθείας που ταλανίζουν το προϊόν. Προσθήκη σακχάρων και σιροπιών, προσθήκη νερού ή συγκομιδή ανώριμου μελιού καθώς και εσφαλμένη επισήμανση της βοτανικής πηγής ή της γεωγραφικής προέλευσης, κυριαρχούν μεταξύ αυτών. Από τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις αποτελεί η προσθήκη φθηνότερων σακχάρων, προς όφελος των επιτήδειων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται, ενδεικτικά, το 14,2% από τα 893 δείγματα που αναλύθηκαν από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ελέγχου (EUCCP 2015) κρίθηκαν ύποπτα ή περιείχαν πρόσθετα σιρόπια σακχάρων.