Το αυτογκόλ της ΕΕ στο ρύζι και οι τρικλοποδιές στους παραγωγούς

Αλλαγή πλεύσης αναφορικά με το Green Deal ζητούν από την Κομισιόν οι Copa και Cogeca

Ακρως ανησυχητικά για την πορεία της ορυζοκαλλιέργειας όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι τα στοιχεία ενημερωτικού σημειώματος των Copa και Cogeca για το μέλλον του κλάδου με αποδέκτες την Κομισιόν και τα υπόλοιπα κέντρα αποφάσεων των Βρυξελλών.

Όπως προκύπτει από αυτό, η πρόσφατη κατάργηση των –ούτως ή άλλως προσωρινών και αμφίβολης αποτελεσματικότητας– δασμών στις εισαγωγές μακρύσπερμου ρυζιού από την Καμπότζη και τη Μιανμάρ δεν αποτελεί παρά την κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, τα ανησυχητικά σημάδια για την καλλιέργεια έχουν αρχίσει να γίνονται φανερά εδώ και κάποια χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε μια δεκαετία οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 14% ή κατά 600.000 στρέμματα, με αποτέλεσμα το 2020 να διαμορφώνονται σε 4,148 εκατ. στρέμματα. Μάλιστα, τα μισά από αυτά «χάθηκαν» από το 2016 και μετά, δηλαδή μέσα σε μια πενταετία.

Χάθηκαν 300.000 στρέμματα σε μια πενταετία

Πτωτική ήταν και η πορεία της ευρωπαϊκής παραγωγής, η οποία υποχώρησε σχεδόν 10% στη δεκαετία, με τη μεγαλύτερη μείωση να καταγράφεται και πάλι από το 2016 και μετά. Έτσι, το 2020, η ΕΕ των 27 «μετρούσε» 2,803 εκατ. τόνους αναποφλοίωτου ρυζιού (εκ των οποίων οι 2,180 εκατ. τόνοι Japonica και οι 622.000 τόνοι Indica) από 3,096 εκατ. τόνους το 2016. Ρόλο σε αυτό έπαιξαν βέβαια και οι μειωμένες αποδόσεις, οι οποίες από 700 κιλά/στρέμμα κατά μέσο όρο το 2016 έπεσαν στα 676 κιλά/στρέμμα το 2020.

Την ίδια στιγμή, η κατανάλωση κινήθηκε ανοδικά, σημειώνοντας αύξηση 16% στη δεκαετία, με αποτέλεσμα, προκειμένου να καλυφθεί η επιπλέον ζήτηση, να αυξηθούν κατακόρυφα οι εισαγωγές κατά 68%. Μάλιστα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Κομισιόν για τις προοπτικές του αγροτικού τομέα, το μοτίβο «μειωμένη παραγωγή-αυξημένη ζήτηση» θα συνεχιστεί και την επόμενη δεκαετία, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στις εισαγωγές, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν κατά επιπλέον 22% μέχρι το 2031.

Η Επιτροπή προτρέπει τους Ευρωπαίους παραγωγούς να αξιοποιήσουν εμπορικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την ιχνηλασιμότητα του προϊόντος τους. Ωστόσο, όπως εξηγούν οι Copa-Cogeca, αυτό σε καμία περίπτωση δεν αρκεί για να αντισταθμίσει τα πλεονεκτήματα που εξ αντικειμένου απολαμβάνουν οι ανταγωνιστές και δη οι ασιατικές χώρες.

Όπως, μάλιστα, περιγράφεται στο σημείωμα, τα πλεονεκτήματα αυτά δεν σχετίζονται μόνο με τα χαμηλότερα κόστη.

Σύμφωνα με τις Copa-Cogeca, οι Ευρωπαίοι ορυζοπαραγωγοί έχουν στο «οπλοστάσιό» τους τις λιγότερες δραστικές ουσίες σε σχέση με τους συναδέλφους τους σε άλλα παραγωγικά κέντρα. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ οι καλλιεργητές έχουν στη διάθεσή τους επιπλέον 11 ουσίες, στο Βιετνάμ 10, στην Κίνα 14 και στην Ινδία 5 ουσίες.

Eπιπλέον, η διαφορά, όπως υπογραμμίζουν οι οργανώσεις, δεν έχει να κάνει μόνο με την ποσότητα: Οι δραστικές που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι Ευρωπαίοι καλλιεργητές έχουν κυρίως προληπτική και όχι θεραπευτική δράση, κάτι που σημαίνει ότι δεν τους βοηθούν στο να διαχειριστούν μια ασθένεια παρά μόνο να την αποτρέψουν.

Με αυτά τα δεδομένα, σημειώνουν οι οργανώσεις, η περαιτέρω μείωση κατά 50% των φυτοπροστατευτικών στο πλαίσιο της στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», τη στιγμή που συνεχίζονται απρόσκοπτα οι εισαγωγές από χώρες όπου χρησιμοποιούνται απαγορευμένα, σε ευρωπαϊκό έδαφος, σκευάσματα «δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και τοποθετεί τους Ευρωπαίους καλλιεργητές σε σαφώς δυσμενέστερη θέση στις αγορές».

«Από τη μια, ζητείται για πολλοστή φορά από τους Ευρωπαίους παραγωγούς να περιορίσουν την ήδη μειωμένη χρήση δραστικών ουσιών και φυτοπροστατευτικών και, από την άλλη, οι τρίτες χώρες συνεχίζουν να παράγουν υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο έγγραφο.

Εφόσον δεν διασφαλιστούν συνθήκες δίκαιου ανταγωνισμού, η αναπόδραστη συνέπεια θα είναι η περαιτέρω απώλεια εκτάσεων και παραγωγής και, κατ’ επέκταση, η αύξηση των εισαγωγών. Κατά έναν παράδοξο λοιπόν τρόπο, σύμφωνα με τις Copa-Cogeca, η υφιστάμενη στρατηγική του Green Deal, υπονομεύει τη βιωσιμότητα του κλάδου και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με έναν από τους θεμελιώδεις στόχους της ΚΑΠ, που είναι η παροχή στους πολίτες της ΕΕ ευρωπαϊκών τροφίμων.

Πράξεις στα 35 λεπτά για το Ρονάλντο

Η Ευρώπη εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό προορισμό για το ρύζι που εξάγεται από τη χώρα μας, δεδομένου ότι μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την Τουρκία.

Οι αγοραπωλησίες είναι σχετικά περιορισμένες και οι τιμές διατηρούνται σε ικανοποιητικό επίπεδο, με τους παραγωγούς να αναμένουν περαιτέρω βελτίωση από τον Μάρτιο και μετά, οπότε και κορυφώνεται η εμπορική κινητικότητα. Οι τιμές για τα μεσόσπερμα Ρονάλντο φτάνουν μέχρι τα 35 λεπτά/κιλό, ενώ στα μακρύσπερμα έχουν γίνει πράξεις και στα 36 λεπτά/κιλό. Στις δε Καρολίνες τον «κανόνα» εξακολουθούν να θέτουν τα 37 λεπτά, στα οποία, όπως είναι γνωστό, έχουν κλειστεί και τα συμβολαιακά σε συνεννόηση με τους ορυζόμυλους.

«Το κλίμα είναι αρκετά καλό στη διεθνή αγορά, περιμένουμε οι τιμές να βελτιωθούν και άλλο από τις αρχές της άνοιξης», λέει στην «ΥΧ» ο Χρήστος Γκαντζάρας, πρόεδρος του Α’ Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας. Παρόμοιο κλίμα μεταφέρει και ο Βασίλης Κουκουρίκης, πρόεδρος του Β’ Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας, προσθέτοντας ότι η οργάνωση έχει πουλήσει έως τώρα σχεδόν το 40% των περίπου 45.000 τόνων που συγκέντρωσε φέτος.

Αμφότεροι οι συνεταιριστές, ωστόσο, εκφράζουν τον προβληματισμό τους ενόψει της επόμενης σεζόν, προβλέποντας μια μείωση τουλάχιστον 20% στα καλλιεργούμενα στρέμματα, λόγω του πολύ αυξημένου κοστολογίου. Παρόμοιες ανησυχίες εκφράζει και ο Βεργής Τσελέπης, παραγωγός από τον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης, τονίζοντας ότι πολλοί ορυζοκαλλιεργητές «λοξοκοιτάζουν» προς το βαμβάκι, εφόσον τα εδάφη τους το επιτρέπουν.

 

Τρίτος μεγαλύτερος παίκτης στην Ευρώπη η Ελλάδα

Η Iταλία αποτελεί με διαφορά τη μεγαλύτερη παραγωγό ρυζιού στην ΕΕ, με έναν όγκο παραγωγής που το 2020 έφτασε τους 1,51 εκατ. τόνους. Ακολουθεί η Ισπανία με 708.000 τόνους, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση, φτάνοντας την ίδια χρονιά τους 259.000 τόνους. Σαφώς μικρότεροι παίκτες είναι η Πορτογαλία με 137.000 τόνους και η Γαλλία με 83.000 τόνους, ενώ στα Βαλκάνια 60.000 και 31.000 τόνους παρήγαγαν την ίδια χρονιά η Βουλγαρία και η Ρουμανία αντίστοιχα.

Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή ρυζιού στην Ευρώπη

Πηγή: DG Agri, Rice Dashboard, 2020