Βαμβάκι: Χωρίς δώρα τα φετινά Χριστούγεννα

Ισχνή ζήτηση και δολάριο βαραίνουν τις τιμές, απρόθυμα τα φιξαρίσματα από τους παραγωγούς

Εκκωφαντική… ησυχία εξακολουθεί να επικρατεί στη φυσική αγορά του εκκοκκισμένου βάμβακος, με την όποια –μικρή– κινητικότητα να εντοπίζεται στο πεδίο του σύσπορου, όπου με βαριά καρδιά και ενόψει του κλεισίματος του έτους αρκετοί παραγωγοί έχουν προχωρήσει το τελευταίο διάστημα στο κλείδωμα των τιμών τους.

Εκτιμάται ότι ένα ποσοστό της τάξης του 30% της φετινής σοδειάς έχει πλέον φιξαριστεί και τον ρόλο της έχει παίξει προφανώς η βραχύβια ανάκαμψη του χρηματιστηρίου, λίγο πριν τα μέσα του μήνα, όπως και η επιλογή των περισσότερων εκκοκκιστικών επιχειρήσεων να αφήσουν για κάποιες επιπλέον μέρες ανοικτό το «παράθυρο» των 53 λεπτών/κιλό (στο χωράφι) –ακόμα και όταν η ανοδική αντίδραση στη Νέα Υόρκη άρχισε να ξεμένει από καύσιμα.

Ο βασικότερος λόγος, ωστόσο, δεν είναι άλλος από την κόπωση των αγροτών, που βλέπουν το σενάριο επιστροφής των τιμών στην περιοχή των 60 λεπτών να μοιάζει ολοένα και πιο μακρινό. Την ίδια στιγμή, βέβαια, και η πίεση εκ μέρους των εκκοκκιστηρίων είναι, τηρουμένων των αναλογιών και της εποχής, σχετικά… διακριτική, δεδομένου ότι οι νέες παραγγελίες δεν καταφθάνουν ακριβώς με καταιγιστικούς ρυθμούς. «Λέγαμε να κλείσουν τις τιμές τους οι παραγωγοί ώστε να μπορούμε να πουλάμε, όμως βλέπουμε ότι εξακολουθούμε να είμαστε καθηλωμένοι.

Οι πελάτες μας δεν ζητάνε βαμβάκι, εμείς τους το προσφέρουμε, αλλά και πάλι δεν ανταποκρίνονται», αναφέρει στην «ΥΧ» υψηλόβαθμο στέλεχος γνωστής εκκοκκιστικής επιχείρησης, αποτυπώνοντας με εύγλωττο τρόπο την ασθενική ζήτηση που αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της φετινής σεζόν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ο ίδιος επικαλείται, τον φετινό Οκτώβριο οι ελληνικές εξαγωγές εκκοκκισμένου βάμβακος κυμάνθηκαν στους 9.000 τόνους, με την Τουρκία να έχει απορροφήσει μόλις 1.000 τόνους. Τον ίδιο μήνα πέρυσι, η χώρα μας είχε εξάγει 40.000 τόνους εκκοκκισμένου βάμβακος, εκ των οποίων οι 25.000 τόνοι είχαν απορροφηθεί από την Τουρκία.

Μηδαμινό ενδιαφέρον για τις υποδεέστερες ποιότητες

Εξάλλου, μέχρι σήμερα και, καθώς απέχουμε λίγα εικοσιτετράωρα από την εκπνοή του 2023, οι πωλήσεις εκκοκκισμένου βάμβακος κινούνται μεταξύ 60.000 και 70.000 τόνων, όταν πέρυσι τέτοια εποχή είχαν πουληθεί περίπου 200.000 τόνοι. Μάλιστα, οι ποσότητες αυτές αφορούν βαμβάκια πρώτης ποιότητας, με τη διάθεση των υποδεέστερων ποιοτήτων να εξελίσσεται σε μεγάλο πονοκέφαλο για τα εκκοκκιστήρια. «Το πρόβλημα δεν είναι το πόσο, αλλά το πού θα πουληθούν. Άλλες χρονιές, αυτά τα βαμβάκια έβρισκαν τον δρόμο τους για την Τουρκία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές κ.λπ. Φέτος, όμως, δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποιος προορισμός διατεθειμένος να τα αγοράσει», σημειώνει ο συνομιλητής μας, προσθέτοντας ότι η διαφορά τιμής με τα ποιοτικά βαμβάκια φτάνει τα 10 σεντ/λίμπρα.

Όπως και τα περισσότερα (αγροτικά και όχι μόνο) εμπορεύματα, το βαμβάκι παραμένει δέσμιο του αρνητικού μακροοικονομικού περιβάλλοντος και προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι τους τελευταίους μήνες το USDA στην καθιερωμένη έκθεση προσφοράς-ζήτησης (WASDE) χαμηλώνει διαρκώς τον πήχη για την παγκόσμια κατανάλωση. Σε ένα τέτοιο κλίμα, τα θεμελιώδη και ιδίως αυτά που έχουν να κάνουν με την προσφορά και τα αποθέματα –αμφότερα σε όχι ιδιαίτερα ικανοποιητικά από ιστορικής σκοπιάς επίπεδα, πόσο μάλλον που βρισκόμαστε μπροστά σε μείωση των εκτάσεων το 2024– περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Το ρίσκο της Αιγύπτου φοβίζει τους εκκοκκιστές

Πέραν των παραπάνω, η χώρα μας έχει την ατυχία οι τρεις βασικές και γεωγραφικά εγγύτερες αγορές, που τα προηγούμενα χρόνια διασφάλιζαν την εύκολη και με αρκετά καλό αντίτιμο διάθεση της πλειονότητας του ελληνικού βαμβακιού, δηλαδή η Τουρκία, η Αίγυπτος και το Πακιστάν, να βρίσκονται φέτος σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση –οι δύο τελευταίες μάλιστα υπό την «ομπρέλα» του ΔΝΤ.

«Για παράδειγμα, πράγματι αυτήν τη στιγμή υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον από την Αίγυπτο. Ωστόσο, οι εκκοκκιστικές επιχειρήσεις είναι απρόθυμες να πουλήσουν, έχοντας νωπές τις μνήμες από την περσινή και την προπέρσινη χρονιά, όταν ουκ ολίγα συμβόλαια άργησαν πολύ να εκτελεσθούν και κάποια δεν έχουν εκτελεσθεί ακόμα. Κάποια, επίσης, άργησαν να πληρωθούν και κάποια παραμένουν απλήρωτα ως σήμερα», εξηγεί στην «ΥΧ» επικεφαλής μεγάλου εκκοκκιστηρίου.

Ένα ακόμα στοιχείο που επιδρά, αυτήν τη στιγμή, αρνητικά στις εγχώριες τιμές είναι η αποδυνάμωση του δολαρίου εν μέσω των ενδείξεων ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ υποχωρεί, κάτι που αναμένεται να δώσει το περιθώριο στη Fed να προχωρήσει μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2024 στη μείωση των επιτοκίων. Ενδεικτικά, την Τετάρτη 27/12 το ευρώ αναρριχήθηκε σε υψηλό πενταμήνου έναντι του αμερικανικού νομίσματος, αγγίζοντας το 1,11.