Βαρίδι τα απούλητα ψάρια για τις ελληνικές επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιεργειών

Με σοβαρά τραύματα βγαίνουν από το πρώτο κύμα της πανδημίας οι ελληνικές επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιεργειών, καθώς το πάγωμα της εστίασης σε βασικές ευρωπαϊκές αγορές άφησε πίσω του μια «τρύπα» στα έσοδα η οποία μοιάζει δύσκολο να καλυφθεί, αλλά και ένα στοκ ιχθυοαποθεμάτων που, σύμφωνα με τους εκπροσώπους του κλάδου, συνιστούν μια εν δυνάμει «βιολογική ωρολογιακή βόμβα».

«Όλες ανεξαιρέτως οι επιχειρήσεις του χώρου μας επηρεάστηκαν από την πρωτόγνωρη κατάσταση που διαμόρφωσε ο κορωνοϊός. Υπήρχαν όμως κάποιες οι οποίες π.χ. δούλευαν σχεδόν αποκλειστικά με την ιταλική αγορά HORECA η οποία, όπως συνέβη και στην Ελλάδα ή στην Ισπανία, καθηλώθηκε. Εκεί, η πτώση των πωλήσεων άγγιξε ή και ξεπέρασε το 90%», λέει στην «ΥΧ» ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, Γιάννης Πελεκανάκης.

Σύμφωνα με τον κ. Πελεκανάκη, για το σύνολο του κλάδου η απώλεια εσόδων στη διάρκεια του διμήνου Μαρτίου-Απριλίου υπολογίζεται στο 30%-35%. Το κανάλι της εστίασης εκτιμάται ότι απορροφά περίπου το 40% της εγχώριας παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο 60% κατευθύνεται στο λιανεμπόριο, οι πωλήσεις του οποίου ήταν πράγματι αυξημένες στη διάρκεια της κρίσης, δίχως ωστόσο εν τέλει να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά.

«Σε αυτούς τους δύο μήνες, οι εξαγωγές μας, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% του κύκλου εργασιών μας, μειώθηκαν κατακόρυφα, ειδικά σε αγορές-κλειδιά όπως η Ιταλία και η Ισπανία», τονίζει από την πλευρά του ο Απόστολος Τουραλιάς, πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ).

Στο μεταξύ, η κατακόρυφη μείωση των εξαγωγικών ροών είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν αντιστρόφως ανάλογα τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων, αφού τα απούλητα ψάρια παρέμειναν στους κλωβούς, «απαιτώντας» τροφή και φροντίδες. «Επί της ουσίας μιλάμε για μια πολύ μεγάλη “βιομάζα”, η οποία όλο αυτό το διάστημα έπρεπε να συνεχίσει να εκτρέφεται κανονικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο εξόδων», εξηγεί ο κ. Πελεκανάκης.

Φόβοι για νέα συμπίεση τιμών

Πέρα από την άμεση επίπτωση στα κόστη παραγωγής, η έτερη μεγάλη ανησυχία των ανθρώπων του κλάδου έχει να κάνει με το τι θα συμβεί όταν τα δίκτυα διάθεσης (κάποια στιγμή) εξομαλυνθούν και όλες αυτές οι συσσωρευμένες ποσότητες «σπεύσουν» να διατεθούν στην αγορά. «Υπάρχει ο φόβος ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο κύμα πιέσεων στις τιμές», υπογραμμίζει ο κ. Πελεκανάκης, υπενθυμίζοντας ότι στις αρχές του χρόνου το κυρίαρχο σενάριο ήθελε φέτος το ισοζύγιο προσφοράς-ζήτησης να ισορροπεί και τον κλάδο να ανακάμπτει.

Σύμφωνα με το τελευταίο report του FAO Globefish, τον Απρίλιο, οι τιμές του ελληνικού λαβρακιού «τσίμπησαν» τα 30 λεπτά, με αποτέλεσμα στην ιταλική αγορά να διαμορφώνονται κατά μέσο όρο στα 4,20 ευρώ/κιλό για τα μεγέθη 300-450 γρ. και στα 4,50 για τα μεγέθη 450-600 γραμμαρίων. Τον ίδιο μήνα, οι μέσες τιμές στην ισπανική αγορά ήταν 4,24 και 4,54 ευρώ/κιλό αντίστοιχα. Για τα μεγαλύτερα μεγέθη, ωστόσο, δηλαδή από 600 γρ. και πάνω, που κατευθύνονται κατά κύριο λόγο στην εστίαση, οι τιμές δεν διαφοροποιήθηκαν σε σχέση με τον Μάρτιο, κάτι που, σύμφωνα με τους επιχειρηματίες του χώρου, εξηγείται από το γεγονός ότι «πρακτικά δεν υπήρχε αυτό το διάστημα το εν λόγω κομμάτι της αγοράς».

Ανακάμπτει αλλά με αργούς ρυθμούς η ζήτηση

Η επόμενη μέρα για τον κλάδο φαντάζει αυτήν τη στιγμή ομιχλώδης. «Τα καλά νέα είναι ότι ήδη από την αρχή του Μαΐου αρχίζουμε να βλέπουμε μια μικρή ανάκαμψη στις αγορές με συνακόλουθη βελτίωση στις πωλήσεις. Όμως, μέχρι στιγμής, αυτό δεν είναι αρκετό για να αντιμετωπίσουμε πλήρως το πρόβλημα με τα αδιάθετα ψάρια», σημειώνει ο κ. Τουραλιάς.

Οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων βρίσκονται σε διαρκή επαφή με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, έχοντας θέσει επί τάπητος, όπως σημειώνει σε σχετική ανακοίνωσή του ο ΣΕΘ, την έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή των έκτακτων μέτρων στήριξης που θέσπισε η Κομισιόν μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Θάλασσας και Αλιείας, δηλαδή τη χορήγηση κατ’ εξαίρεση ενισχύσεων και αποζημιώσεων προς τους παραγωγούς ιχθυοκαλλιέργειας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.

«Το ποσό των αποζημιώσεων προέρχεται από τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό (όχι έκτακτη ενίσχυση) του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας και η ΕΕ έχει ολοκληρώσει από τα μέσα Απριλίου την τροποποίηση του σχετικού κανονισμού. Ο καθορισμός του μηχανισμού αποζημίωσης θα πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα ώστε εντός του Ιουνίου να ξεκινήσει η καταβολή τους», τονίζει ο κ. Τουραλιάς. Ο ίδιος προσθέτει ότι έχει κατατεθεί και πρόταση για αποθεματοποίηση προϊόντων, η οποία επίσης βασίζεται στις κατευθύνσεις που έχει εγκρίνει η ΕΕ.