Βγάζει την Ελλάδα από το παιχνίδι και ενισχύει την κινέζικη κοµπόστα η απόφαση Τραµπ για τους δασµούς

Τι αντίκτυπο θα έχουν οι επιπλέον δασμοί στις ελληνικές εξαγωγές επιτραπέζιου και συμπύρηνου ροδακίνου

του Χρήστου Γιαννακάκη, προέδρου της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Ομάδων Παραγωγών Ημαθίας

Ο προέδρος της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Ομάδων Παραγωγών Ημαθίας, Χρήστος Γιαννακάκης

H επιβολή πρόσθετων δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια μεγάλη ομάδα αγροτικών προϊόντων της χώρας μας δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις εξαγωγές, ιδιαίτερα στον τομέα του ροδακίνου. Ο εν λόγω τομέας επλήγη μια φορά το 2014 στα επιτραπέζια από την επιβολή του ρωσικού εμπάργκο και τώρα για δεύτερη φορά στα βιομηχανικά ροδάκινα και στην κομπόστα, με τους πρόσθετους δασμούς κατά 25% από τις ΗΠΑ.

Οι συνολικές ποσότητες που εξάγονται στην αγορά της Αμερικής, η οποία είναι η δεύτερη μεγάλη μας αγορά μετά τη Γερμανία, με πρόχειρους υπολογισμούς υπερβαίνουν τα 1.800.000 χαρτοκιβώτια, αθροίζοντας τις ποσότητες που εξάγονται απευθείας, αλλά και μέσω Ταϊλάνδης, όπου ανασυσκευάζονται και επανεξάγονται σαν φρουτοσαλάτα και η αξία τους ανέρχεται περίπου στα 35 εκατομμύρια ευρώ.

Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε άμεσα ως χώρα είναι ότι οι ποσότητες αυτές έχουν ήδη παραχθεί, βρίσκονται στις αποθήκες των κονσερβοποιείων, με αμερικανικές προδιαγραφές και συσκευασίες, οι οποίες δεν μπορούν να προωθηθούν σε άλλες αγορές.

Γίνεται, επομένως, αντιληπτό ότι η ελληνική βιομηχανία εκ των πραγμάτων ή θα κατεβάσει τις τιμές περίπου κατά 25% για να μπορέσει να φορτώσει τα προϊόντα γράφοντας ζημίες πολλών εκατομμυρίων ευρώ ή θα τα κρατήσει στις αποθήκες, ελπίζοντας να βρεθεί κάποιος να τα αγοράσει, αν βρεθεί, με χαμηλές τιμές και, βέβαια, όχι όλες τις ποσότητες.

Πέραν τούτου, όμως, η απώλεια της αγοράς αυτής, θα σημάνει άμεσα για τις επόμενες χρονιές τη μείωση της απορρόφησης της α’ ύλης του βιομηχανικού ροδακίνου περίπου κατά 40.000 τόνους, όταν ήδη είναι γνωστό ότι παραγωγή από 180.000 στρέμματα, που είναι σε πλήρη παραγωγικότητα, μπορούν να παραχθούν περισσότεροι από 500.000 τόνοι.

Είναι, επίσης, γνωστό ότι η ελληνική κονσερβοποιία παράγει περίπου 12-14 εκατομμύρια χαρτοκιβώτια, σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, και η μέγιστη απορροφητικότητα σε α΄ ύλη, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μπορεί να είναι κατά προσέγγιση 280.000 τόνοι. Εάν σε αυτές τις ποσότητες συμπεριλάβουμε και περίπου 30.000 τόνους για κατάψυξη και 15.000 για τα κονσερβοποιεία της Βουλγαρίας, τότε το σύνολο των συμπύρηνων ροδακίνων που μπορούν να απορροφηθούν και να πληρωθούν ως Κλάση Ι, με την υψηλότερη τιμή των 0,26 ευρώ, είναι περίπου 325.000 τόνοι. Και εάν δεχτούμε ότι από την ποσότητα των 500.000 τόνων συνολικής παραγωγής, το 15%, ήτοι 75.000 τόνοι, θα διαλεχθεί στο χωράφι ως Κλάση ΙΙ για χυμό, με τη χαμηλή τιμή των 0,10 ευρώ, τότε θα περισσέψουν περισσότεροι από 100.000 τόνοι, οι οποίοι θα προκαλέσουν ισχυρότατους κλυδωνισμούς στην ομαλή διακίνηση του προϊόντος.

Μέχρι σήμερα λόγω των συνεχών ζημιών που είχαμε από την κλιματική αλλαγή και τη συνακόλουθη μείωση του προσφερόμενου προϊόντος στις βιομηχανίες, δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι όλα πηγαίνουν καλά και ότι δεν υπάρχει πρόβλημα.

Εάν, όμως, όλα εξελιχθούν ομαλά στην παραγωγή και δεν έχουμε σοβαρές ζημίες από τις καιρικές συνθήκες και λόγω της απώλειας της αμερικανικής αγοράς προστεθούν ακόμη 40.000 τόνοι, άρα 140.000 τόνοι αδιάθετοι, θα έχουμε έκρηξη, με συνέπειες που δεν μπορούμε να υπολογίσουμε.

Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι το πρόβλημα που θα προκύψει είναι τεράστιο, θα βγάλει τους αγρότες στους δρόμους και κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ακραία στοιχεία δεν θα εκμεταλλευτούν τα γεγονότα και ας μην ξεχνάμε ότι το προϊόν και το πρόβλημα αφορούν τη Μακεδονία.

Και βέβαια για το πρόβλημα αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι Αμερικανοί, αλλά πάντα η τελευταία σταγόνα νερού κατηγορείται, γιατί χύθηκε το νερό από το γεμάτο ποτήρι.

Πλήττονται ξανά οι Μακεδόνες ροδακινοπαραγωγοί

Ένα άλλο ζήτημα σοβαρό που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι οι Μακεδόνες ροδακινοπαραγωγοί, λόγω της φιλοδυτικής πολιτικής της χώρας, έχασαν τη μεγαλύτερη αγορά τους, τη Ρωσία, κατέρρευσαν οι τιμές πώλησης σε τραγικά επίπεδα, έκοψαν χιλιάδες δέντρα επιτραπέζιων ροδακίνων και τα αντικατέστησαν με βιομηχανικά ροδάκινα. Έρχονται, λοιπόν, σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες και πλήττουν πάλι τους ίδιους αγρότες, με την επιβολή των πρόσθετων δασμών στην κομπόστα, δημιουργώντας τώρα προβλήματα στα βιομηχανικά ροδάκινα.

Μήπως μπορεί να αναλογιστεί η αμερικανική πλευρά πόσο καλές υπηρεσίες προσφέρει στους ανταγωνιστές της στα Βαλκάνια, εξεγείροντας στη Μακεδονία περίπου 20.000 αγροτικές οικογένειες, όταν έχει προηγηθεί και η συμφωνία των Πρεσπών, η οποία έχει ερεθίσει τα εθνικά αντανακλαστικά;

Και όλα αυτά για να κερδίσουν τι; Μήπως παράγει η Ελλάδα έστω και μια βίδα από τα αεροσκάφη της AIR BUS και τώρα τιμωρείται και αυτή με δασμούς; Ή μήπως η Ελλάδα έχει τη δύναμη να πιέσει τη Γερμανία, τη Γαλλία και άλλες ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες που εμπλέκονται στην παραγωγή των αεροσκαφών αυτών για ικανοποιηθούν οι αμερικανικές απαιτήσεις;

Η απόφαση των ΗΠΑ βγάζει την Ελλάδα από το παιχνίδι

Η Ελλάδα είναι γνωστό σε όλους ότι έχει τα οικονομικά της χάλια, είναι απόλυτα ανίσχυρη να ασκήσει πιέσεις και τιμωρείται άδικα και μαζί με αυτήν το φτωχότερο παραγωγικό της κομμάτι, οι αγρότες της. Δεν θα έλεγα, λοιπόν, ότι η ενέργεια αυτή είναι σοφή και έξυπνη, αλλά και το κυριότερο, δεν μπορεί να παραγάγει κανένα αποτέλεσμα. Και δεν μπορεί να παραγάγει, επίσης, κανένα θετικό αποτέλεσμα για τους Αμερικανούς αγρότες που παράγουν βιομηχανικά ροδάκινα, διότι την απουσία της Ελλάδας από την αγορά των ΗΠΑ θα καλύψουν αμέσως οι Κινέζοι, οι οποίοι με στοιχεία του USDA εξάγουν εκεί τριπλάσιες ποσότητες σε σχέση με την Ελλάδα.

Ήδη, μετά την αύξηση που είχαν υποστεί και αυτοί πριν από μερικούς μήνες στους δασμούς κατά 25%, μείωσαν τις τιμές τους αντίστοιχα, προφανώς με την υποτίμηση του νομίσματός τους και κρατικές επιδοτήσεις κάτω από το τραπέζι, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά τους ακόμη πιο πολύ έναντι της αμερικανικής κομπόστας.

Επομένως, η απόφαση των ΗΠΑ απλά βγάζει την Ελλάδα από το παιχνίδι και αφήνει τους Κινέζους να αποκτήσουν το αντίστοιχο μερίδιο της αγοράς, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο του κύριους εμπορικούς τους εχθρούς, χωρίς να κερδίζουν απολύτως τίποτε οι Αμερικανοί αγρότες.

Αναληθείς οι κατηγορίες σε βάρος μας

Ένα άλλο ζήτημα που θα πρέπει να αναφερθεί είναι οι αναληθείς κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εναντίον μας από τον πρόεδρο των Καλιφορνέζων παραγωγών βιομηχανικού ροδακίνου κατά την εξέτασή του στην αρμόδια επιτροπή που εισηγήθηκε τους δασμούς.

Συγκεκριμένα, είπε ότι η ελληνική κονσερβοποιία προωθεί την αύξηση των φυτεύσεων ροδακίνων, έχοντας ως στόχο την αμερικανική αγορά και την εκτόπιση των Αμερικανών παραγωγών. Αυτό είναι απόλυτα αναληθές, διότι η Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδος τα τελευταία χρόνια με δελτία Τύπου προειδοποιεί ότι έχουν γίνει πολλές φυτεύσεις οι οποίες υπερβαίνουν τις ανάγκες για μεταποίηση και άρα υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.

Θα ήταν ευχής έργο να μπορούσαμε να κινηθούμε οργανωμένα και μεθοδικά για να κατακτήσουμε τις αγορές, όπως υπονοεί ο πρόεδρος των Αμερικανών παραγωγών, αλλά δυστυχώς αυτό στην Ελλάδα δεν γίνεται. Απλώς κάποιοι θα έπρεπε να του πουν ότι οι Έλληνες αγρότες στράφηκαν στο βιομηχανικό ροδάκινο αμέσως μετά το ρωσικό εμπάργκο και την κατάρρευση τιμών των επιτραπέζιων ροδακίνων και αυτό αποδεικνύεται από τα επίσημα στοιχεία του ΟΣΔΕ που έχει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.

Επίσης, επικαλέστηκε την ύπαρξη κοινοτικών επιδοτήσεων προς τους αγρότες, οι οποίες καθιστούν ανταγωνιστική την ελληνική κομπόστα σε σχέση με την παραγόμενη από αυτούς, εννοώντας προφανώς τα «δικαιώματα». Ακόμη και αυτό να δεχθούμε και να υποθέσουμε ότι εισπράττονται περίπου 45 ευρώ το στρέμμα γενικά στη δενδροκαλλιέργεια και κατ’ επέκταση στα βιομηχανικά ροδάκινα, τότε σημαίνει μια ωφέλεια με τρεις τόνους το στρέμμα, 0,015 ευρώ το κιλό. Και προκύπτει το εξής ερώτημα: Αυτά τα ελάχιστα λεπτά του ευρώ είναι που κάνουν πιο ανταγωνιστική την ελληνική κομπόστα ροδακίνου;

Σαφώς όχι, διότι η αμερικανική βιομηχανία πληρώνει την α΄ ύλη ροδακίνων ανά κιλό 0,444 ευρώ (0,488 δολάρια), ενώ η ελληνική 0,26 ευρώ (0,285 δολάρια), το ωρομίσθιο των εργατών στην κονσερβοποιία των ΗΠΑ είναι 10,927 ευρώ (12 δολάρια), ενώ στην αντίστοιχη ελληνική, συμπεριλαμβάνοντας εργοδοτικές εισφορές, δώρα, επιδόματα και αποζημιώσεις, είναι 5,72 ευρώ (6,28 δολάρια). Ακόμη, η μέση στρεμματική τους απόδοση, σύμφωνα με τα δικά τους δημοσιευμένα στοιχεία, είναι 1.630 κιλά το στρέμμα (16,3 t. /hec.), ενώ στην Ελλάδα περίπου 3.000 κιλά (βλ. σχετικούς πίνακες).

Επομένως, και μόνο από αυτά τα στοιχεία κόστους προκύπτει ότι η ελληνική κομπόστα δεν έχει ανάγκη καμίας επιδότησης για να καταστεί ανταγωνιστικότερη της αμερικανικής. Εξάλλου, στους πίνακες που δημοσιεύουμε, είναι εμφανής η συνεχής μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων βιομηχανικών ροδακίνων στην Καλιφόρνια από το 2007 μέχρι σήμερα, ακόμη και τις περιόδους που οι ελληνικές εξαγωγές κομπόστας είχαν σχεδόν μηδενιστεί λόγω του ισχυρού ευρώ στην ισοτιμία ευρώ – δολαρίου και η οποία επηρέαζε αρνητικά τις εξαγωγές των ευρωπαϊκών προϊόντων.

Τέλος, θα ήταν, επίσης, παράλειψή μας να μην αναφέρουμε ότι οι μεγαλύτεροι προμηθευτές μεταλλικού κουτιού των ελληνικών μεταποιητικών βιομηχανικών είναι οι εταιρείες αμερικανικών συμφερόντων CROWN και SEALGAN, καθώς και η αμερικανική εταιρεία US STEEL προμηθεύει όλη τη σχετική λαμαρίνα. Ταυτόχρονα, το 90% των μηχανημάτων που εκπυρηνώνουν το ροδάκινο είναι της αμερικανικής εταιρείας ATLAS PASIFIC, στην οποία κάθε χρόνο η ελληνική κονσερβοποιία πληρώνει περίπου 7 εκατομμύρια δολάρια ως ενοίκιο.

Μετά την παράθεση, λοιπόν, όλων των ανωτέρω στοιχείων, προκύπτει ότι η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία αφορά την Ελλάδα και ειδικότερα τον τομέα των κονσερβοποιημένων ροδακίνων, δεν έχει να προσφέρει παρά μόνο ζημίες στα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Ενισχύει ακόμη περισσότερο τους Κινέζους ανταγωνιστές τους, δημιουργεί αρνητικό κλίμα για τους Αμερικανούς σε μια χώρα και σε μία περιοχή, τη Μακεδονία, χωρίς να υπάρχει λόγος και, τέλος, πλήττει την Ελλάδα, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την AIR BUS, δεν έχει καμία δύναμη να επηρεάσει τις κοινοτικές αποφάσεις και επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τα οικονομικά και κοινωνικά της προβλήματα.