Βίαιη διόρθωση για το σκληρό στις ιταλικές αγορές

Απώλειες από 50 έως 60 ευρώ/τόνο στη Φότζια, παρά την πρώτη εκτίμηση για παραγωγή 4,3 εκατ. τόνων στον Καναδά

A heap of cereal grains flowing through the silo grid

Ένα από τα πλέον ρευστά και ανατρεπτικά καλοκαίρια των τελευταίων ετών, αν όχι δεκαετιών, βίωσε φέτος η αγορά του σκληρού σιταριού, δίνοντας το στίγμα μιας εμπορικής σεζόν που έμπειροι παρατηρητές ήδη παρομοιάζουν με… τρενάκι του τρόμου, ένεκα της έντονης μεταβλητότητάς της.

Με την εικόνα σε ό,τι αφορά τις παραγωγές της Ευρώπης να έχει πλέον ξεκαθαρίσει, τα βλέμματα όλων των συντελεστών της αγοράς εδώ και λίγες εβδομάδες είναι στραμμένα στον Καναδά, ώστε να συμπληρωθεί το παζλ της παγκόσμιας προσφοράς. Η πολυαναμενόμενη πρώτη επίσημη εκτίμηση της εκεί Στατιστικής Υπηρεσίας που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη 29 Αυγούστου τοποθετεί τη νέα σοδειά του μεγαλύτερου παραγωγού και εξαγωγέα στον κόσμο λίγο κάτω από τους 4,3 εκατ. τόνους, για την ακρίβεια στους 4,259 εκατ. τόνους.

Πρόκειται για νούμερο που υπολείπεται 26,4% της περσινής παραγωγής και 18,7% του μέσου όρου της τελευταίας πενταετίας, ενώ, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα πρόκειται για τη δεύτερη χαμηλότερη σοδειά των τελευταίων 12 ετών. Χαμηλωμένος είναι και ο πήχης των αποδόσεων, με τον μέσο όρο να βρίσκεται 25,3% κάτω από τον περσινό και όλα αυτά φυσικά καθιστούν αδύνατο να επαναληφθεί η περσινή εξαγωγική επίδοση των 5,1 εκατ. τόνων.

Πιο απαισιόδοξοι οι αναλυτές

Ωστόσο, ακόμα και αυτοί οι 4,3 εκατ. τόνοι ηχούν αισιόδοξοι στα αφτιά αρκετών αναλυτών, οι οποίοι θεωρούν ότι μια πρόβλεψη κάτω των 4 εκατ. τόνων είναι πιο ρεαλιστική. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα καθιερωμένα polls που έτρεξαν πριν από τις ανακοινώσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας νούμερα της τάξης των 3,5 και 3,7 εκατ. τόνων ακούγονταν αρκετά συχνά.

Eπιπλέον, όπως έχουν επισημάνει ορισμένοι αναλυτές, οι εκτιμήσεις της Τρίτης προέρχονται από την ανάλυση και την επεξεργασία στοιχείων του μηνός Ιουλίου, επομένως είναι πολύ πιθανό να μην αποτυπώνουν στο πλήρες εύρος της την επιδείνωση της εικόνας των χωραφιών που έχει συντελεστεί, λόγω της ξηρασίας τις τελευταίες εβδομάδες.

Κατά συνέπεια, πιο αντιπροσωπευτικές και πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα αναμένεται να είναι οι επόμενες προβλέψεις της Στατιστικής Υπηρεσίας, βασισμένες στα δεδομένα του Αυγούστου και οι οποίες πρόκειται να δημοσιοποιηθούν αρκετά σύντομα, στις 14 Σεπτεμβρίου.

Ακόμα πιο υπερβολικοί φαντάζουν οι 4,9 εκατ. τόνοι για τους οποίους κάνει λόγο στο τελευταίο report προσφοράς – ζήτησης που δημοσίευσε στις 21 Αυγούστου το υπουργείο Γεωργίας του Καναδά. Δεν παύουν, ωστόσο, να αποτελούν μια δραματική αναθεώρηση των σχεδόν 5,7 εκατ. τόνων που ανέμενε στο προηγούμενο δελτίο του Ιουλίου.

Εξάλλου, σε γενναίο «κούρεμα» των δικών του εκτιμήσεων προχώρησε, στο μεταξύ, και το Διεθνές Συμβούλιο Δημητριακών (IGC), το οποίο στο report του Αυγούστου «βλέπει» τη σοδειά του Καναδά στους 4,3 εκατ. τόνους – δηλαδή στα χαμηλότερα, όπως επισημαίνει, επίπεδα από τη σεζόν 2001/2002– έναντι 5,3 εκατ. τόνων που ανέμενε τον Ιούλιο.

Ως εκ τούτου και με δεδομένο ότι η εκτίμηση για την ευρωπαϊκή σοδειά έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη στους 7,1 εκατ. τόνους, το IGC αναθεώρησε καθοδικά κατά σχεδόν 1 εκατ. τόνους την παγκόσμια παραγωγή, την οποία τοποθετεί τώρα στους 30,6 εκατ. τόνους, ήτοι 2,3 εκατ. τόνους κάτω από πέρυσι (μείωση 7,1%). Επί τα χείρω, αλλά σε μικρότερο ποσοστό (2,3% ή 0,6 εκατ. τόνοι κάτω σε σχέση με πέρυσι) αναθεωρήθηκε και η παγκόσμια κατανάλωση που οι αναλυτές του IGC εκτιμούν τώρα ότι θα κινηθεί στους 33,1 εκατ. τόνους.

Έτσι, η ψαλίδα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης που είχε καταγραφεί και στο report του Ιουλίου άνοιξε ακόμα περισσότερο, ενώ τα αποθέματα υπολογίζονται πλέον από το Συμβούλιο σε μόλις 3,3 εκατ. τόνους, δηλαδή 43,3% μειωμένα σε σχέση με πέρυσι και στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών και πλέον ετών.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, και ο προβληματισμός που εκφράζει το IGC για την επίπτωση των υψηλών τιμών στη ζήτηση από τις βορειοαφρικανικές χώρες, κάτι που συνάδει και με την ανησυχία για υποκατάσταση μέρους τουλάχιστον των αναγκών τους σε σκληρό με (φθηνότερο) μαλακό που έχουν εκφράσει το τελευταίο διάστημα παράγοντες της αγοράς.

Η απόφαση της Αλγερίας να μην προμηθευτεί σκληρό σιτάρι στον διαγωνισμό που διενήργησε στις αρχές του Αυγούστου, καθώς όλες οι προσφορές που έλαβε κρίθηκαν πολύ ακριβές, ίσως είναι ενδεικτική.

Κάλμαρε τους Ιταλούς η Τουρκία

Βάσει των παραπάνω, θα περίμενε κανείς οι τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά να βρίσκονται αυτήν τη στιγμή σε ανοδικό κανάλι. Αυτό δεν συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ότι η μείωση της καναδικής παραγωγής, τουλάχιστον στην έκταση που αποτυπώνεται στις πρώτες εκτιμήσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας, είχε σε έναν μεγάλο βαθμό προεξοφληθεί από την αγορά και αντικατοπτρίστηκε στις αυξημένες τιμές του Ιουλίου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Ήταν η περίοδος που είχε επίσης αρχίσει να γίνεται ξεκάθαρο το έλλειμμα πρωτίστως ποιότητας και λιγότερο ποσότητας στη νέα ιταλική σοδειά, όπως φυσικά και στην ελληνική.

Στα μέσα Ιουλίου, στην Ιταλία έγινε γνωστό ότι τουλάχιστον ένας μεγάλος τοπικός trader, ο οποίος είχε κλείσει συμβόλαια πώλησης για 280.000 τόνους καναδέζικου σκληρού σιταριού, αδυνατούσε να τα εκτελέσει. Ως εκ τούτου, οι μύλοι που είχαν αγοράσει τα συμβόλαια αυτά βρέθηκαν εκτεθειμένοι και εκόντες άκοντες βγήκαν εκ νέου προς αναζήτηση αυτών των ποσοτήτων σε μια ήδη «σφιχτή» αγορά.

Η περίπτωση αυτή πιθανότατα δεν είναι η μοναδική, αλλά αντανακλά τον πανικό που δημιούργησε στην αγορά της γειτονικής χώρας ο εκρηκτικός συνδυασμός του ελλείμματος ποιότητας και της χαμηλής διαθεσιμότητας ωθώντας σε υψηλά επίπεδα τις τιμές ακόμα και των υποβαθμισμένων μεταβροχικών σιταριών. Εκείνο το διάστημα κλείστηκαν και στη χώρα μας αρκετές εξαγωγικές δουλειές στα επίπεδα των 430 ευρώ/τόνο FOB.

Σε αυτό το ανοδικό μομέντουμ «βρήκε» στις αρχές Αυγούστου την αγορά η Τουρκία, η οποία, από παραδοσιακός εισαγωγέας σκληρού σιταριού, αίφνης εμφανίστηκε φέτος στο προσκήνιο ως εξαγωγέας, βγάζοντας προς διάθεση περί τους 1 εκατ. τόνους με εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Μάλιστα, η φημολογία ότι οι τοπικές αρχές ενδεχομένως να σταματήσουν τη χορήγηση νέων εξαγωγικών αδειών μόλις συμπληρωθεί ένα συγκεκριμένο τονάζ (π.χ. 500.000 τόνοι) ενέτεινε τον ανταγωνισμό μεταξύ των εκεί πωλητών, με αποτέλεσμα το τουρκικής προέλευσης σκληρό να προσφέρεται ακόμα και σε τιμές της τάξης των 420-425 CIF σε ιταλικό λιμάνι. Η είσοδος του τουρκικού σκληρού –κάποιες ποσότητες του οποίου μάλιστα έχουν αφιχθεί και στη χώρα μας– κάλμαρε προσωρινά τουλάχιστον την αγορά, δίνοντας τη δυνατότητα στους Ιταλούς να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες τους και να παρακολουθήσουν με μεγαλύτερη άνεση την έκβαση της σοδειάς του Καναδά.

Αυτό είχε ως συνέπεια να διακοπεί ή, στην καλύτερη περίπτωση, να κατεβάσει ταχύτητα το ανοδικό σερί στις ιταλικές χρηματιστηριακές αγορές, τη στιγμή που έκαναν την εμφάνισή τους και κάποιες πτωτικές τάσεις.

Ψυχρολουσία μετά τη θερινή διακοπή

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη, μετά τη θερινή διακοπή, λίστα που δημοσιοποίησε την περασμένη Πέμπτη η Μπολόνια οι τιμές ήταν μειωμένες κατά 10 ευρώ για τις δύο πρώτες ποιοτικές κατηγορίες και κατά 5 ευρώ για την τρίτη. Πιο έντονη ήταν η πτώση στην Αλταμούρα, μία μέρα μετά, όπου η πρώτη κατηγορία έχασε 25 ευρώ/τόνο και οι υπόλοιπες τέσσερις 22 ευρώ/τόνο. Η σκυτάλη πέρασε την Τρίτη 29 Αυγούστου στο Μπάρι, όπου οι κατώτερες τιμές σε όλες τις ποιοτικές κατηγορίες υποχώρησαν 48 ευρώ και οι ανώτερες 43 ευρώ/τόνο, με την πρώτη κατηγορία να κυμαίνεται πλέον από 395 έως 405 ευρώ, τη δεύτερη από 377 έως 388 ευρώ και την τρίτη από 345 έως 355 ευρώ/τόνο. Μειωμένες, επίσης, κατά 10 ευρώ ήταν στην ίδια αγορά και οι τιμές του καναδέζικου σιταριού.

Η πλέον βίαιη διόρθωση, ωστόσο, καταγράφηκε την Τετάρτη 30 Αυγούστου στη Φότζια, όπου οι δύο πρώτες κατηγορίες έχασαν 60 ευρώ και η τρίτη 50 ευρώ/τόνο. Έτσι, η τιμή (αποθήκης επί αυτοκινήτου) για την πρώτη κατηγορία (ελάχιστο ειδικό βάρος 78 kg/hl, υαλώδη 70%, πρωτεΐνη 12%) διαμορφώνεται πλέον στα 395-400 ευρώ/τόνο, για τη δεύτερη κατηγορία (ειδικό βάρος 76 kg/hl, υαλώδη 50%, πρωτεΐνη 11%) στα 385-390 ευρώ/τόνο και για την τρίτη ποιοτική κατηγορία (ειδικό βάρος 74 kg/hl, υαλώδη 30%, πρωτεΐνη 10,5%) στα 345-350 ευρώ/τόνο.

Πιέσεις για κάτω από 350 ευρώ στην εξαγωγή, προστριβές μεταξύ εμπόρων και παραγωγών

Η ανέλπιστη εμφάνιση στο προσκήνιο της Τουρκίας ήταν ο βασικός λόγος που στη χώρα μας οι τιμές εξαγωγής πραγματοποίησαν απότομη πτώση κάτω από τα 400 ευρώ μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, καθώς η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού σιταριού στην ιταλική αγορά δέχθηκε σημαντικό πλήγμα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη εβδομάδα δόθηκε προσφορά στα 380 ευρώ/τόνο FOB, ενώ τις τελευταίες μέρες υπήρξε πρόταση για 350 ευρώ για σιτάρια με υαλώδη 30%.

Το αμέσως επόμενο διάστημα, μετά και τη βουτιά των ιταλικών χρηματιστηρίων, δεν αποκλείεται να πέσουν στο τραπέζι και νούμερα της τάξης των 310-320 ευρώ, καθώς, όπως ακούγεται, προσφέρεται στους Ιταλούς σιτάρι υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών στα 380 ευρώ/τόνο CIF.

Απροθυμία πωλήσεων

Εύλογα, σε αυτά τα επίπεδα τιμών δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, διάθεση πώλησης από τους εγχώριους εμπόρους, καθώς δεν καλύπτουν τα κοστολόγια με τα οποία είτε βρίσκονται αντιμέτωποι είτε έχουν ήδη χτίσει.

Σημειωτέον ότι πριν από την άνοδο των τιμών, περίπου 160.000 τόνοι πωλήθηκαν σε τιμές από 280 έως 300 ευρώ/τόνο FOB. Τα περισσότερα από αυτά τα σιτάρια, ωστόσο, είχαν αγοραστεί με ανοιχτή τιμή από τους παραγωγούς, οι οποίοι τώρα διεκδικούν τα έως και 38-39 λεπτά/κιλό που έδωσε το προηγούμενο διάστημα η αγορά, ύστερα και από τους πετυχημένους διαγωνισμούς των συνεταιρισμών. Από τα υπόλοιπα, ένα μεγάλο ποσοστό έχει πληρωθεί σε τιμές της τάξης των 35-36 λεπτών.

Αυτές οι διαφορές έχουν φέρει σε δυσχερή θέση ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου και, επιπλέον, έχουν δημιουργήσει προστριβές, οι οποίες αναμένεται να πολλαπλασιαστούν όσο περισσότεροι παραγωγοί σπεύδουν να κλείσουν τις τιμές τους. Σε καλύτερη θέση, εξυπακούεται ότι βρίσκονται όσες εμπορικές επιχειρήσεις πούλησαν στην άνοδο της αγοράς, κλείνοντας δουλειές στα 425-430 ευρώ FOB.

Ψάχνουν έξω την ποιότητα οι μύλοι

Με ανοιχτές τιμές έχουν παραλάβει σιτάρια και πολλοί μύλοι για τους οποίους, πάντως, το μεγαλύτερο πρόβλημα, αυτήν τη στιγμή, δεν είναι τόσο το κοστολόγιο όσο η αδυναμία να βρουν τις ζητούμενες ποιότητες που είναι λιγοστές στην εσωτερική αγορά και όχι πάντα διαθέσιμες.

Ως εκ τούτου, κάποιοι έχουν στραφεί στο καναδέζικο (παρά την υψηλή τιμή του) και στο γαλλικό ενώ, όπως προαναφέρθηκε, ορισμένες μικρές προς το παρόν ποσότητες τούρκικου έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στη χώρα μας.