«Βράζουν» οι αποσταγματοποιοί με το νέο καθεστώς για το τσίπουρο

Οινοποιήσιμα σταφύλια και όχι μόνο στέμφυλα θα μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν οι διήμεροι, ενώ θα μπορούν να διακινούν το προϊόν τους και μέσω εμπόρων

των Τάνιας Γεωργιοπούλου, Γιάννη Τσατσάκη

Την αντίθεσή τους εκφράζουν οι αποσταγματοποιοί αμπελοοινικών προϊόντων, αλλά και οι οινοποιοί με διατάξεις του πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκε και οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τόσο τη διαδικασία παραγωγής, όσο και τη διάθεση του προϊόντος των διήμερων αποσταγματοποιών.

Οι νέες διατάξεις προβλέπουν την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τη σχετική οδηγία της ΕΕ 1151/2020, η οποία προβλέπει μείωση έως και 50% του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) για το εμφιαλωμένο τσίπουρο – ό,τι δηλαδή ισχύει και για το ούζο. Προβλέπεται, επίσης, έκπτωση φόρου για τους διήμερους αποσταγματοποιούς.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, «για τους τελευταίους εφαρμόζεται μειωμένος έως και 85% ΕΦΚ έναντι του ισχύοντος κανονικού συντελεστή αιθυλικής αλκοόλης» και ο μειωμένος αυτός συντελεστής καθορίζεται σε 370 ευρώ/εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης και εφαρμόζεται εφάπαξ και κατ’ αποκοπή.

Υπέρ των συγκεκριμένων διατάξεων τάχθηκε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αμβυκούχων και Αμπελοκαλλιεργητών Ελλάδος, Β. Παπαγρηγορίου, ο οποίος, μιλώντας τις προηγούμενες μέρες στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, σημείωσε επίσης ότι θα έπρεπε να ονομάζεται τσίπουρο και το προϊόν που παράγουν οι διήμεροι – μικροί αποσταγματοποιοί.

Το εμφιαλωμένο δεν μπορεί να είναι «παραδοσιακό»

Στο νομοσχέδιο υπάρχει, επίσης, ο όρος «παραδοσιακό απόσταγμα διήμερων», ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιείται παράλληλα με την έως τώρα χρησιμοποιούμενη νομίμως ονομασία πώλησης «προϊόν απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών». Η αλλαγή αυτή αδικεί σαφώς τους παραγωγούς εμφιαλωμένου τσίπουρου που, με τη διάταξη, αποκλείονται από τη χρήση του όρου «παραδοσιακό».

«Η χρήση του επιθετικού προσδιορισμού ‘‘παραδοσιακό’’ για το προϊόν απόσταξης των μικρών αποσταγματοποιών γεννά διάκριση μεταξύ των ελληνικών αποσταγμάτων (και των αποσταγματοποιών), η οποία δεν έχει έρεισμα στη νομοθεσία της ΕΕ. Με άλλα λόγια, ‘‘παραδοσιακό’’ είναι και το προϊόν που παράγουν οι συστηματικοί αποσταγματοποιοί», επισημαίνει στην «ΥΧ» ο Δημήτρης Αποστολάκης, πρόεδρος της Ένωσης Αποσταγματοποιών Αμπελοοινικών Προϊόντων Ελλάδος.

Παράλληλα, όμως, και αυτό είναι το πλέον σημαντικό, η προσθήκη του όρου δεν συνάδει με το πνεύμα κανονισμών για τα αλκοολούχα ποτά της ΕΕ. Ως πρώτο συνθετικό χρησιμοποιείται ο όρος απόσταγμα και το δεύτερο προσδιορίζει την ύλη παραγωγής π.χ. απόσταγμα σταφυλής και όχι αυτούς που το παράγουν.

Ο κ. Αποστολάκης προσθέτει ότι για κάθε Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης έχει συνταχθεί συγκεκριμένος τεχνικός φάκελος, οι όροι του οποίου πρέπει να τηρούνται. «Θέλει πολλή προσοχή το πώς ορίζουμε ένα ΠΓΕ και πώς συμπεριφερόμαστε σε σχέση με αυτό», επισημαίνει. «Σε διαφορετική περίπτωση, κινδυνεύουμε να χάσουμε την προστασία που παρέχεται σε αυτά τα προϊόντα και να αρχίσει να παράγεται τσίπουρο οπουδήποτε, ακόμα και σε άλλες χώρες».

Αλλαγές στην πρώτη ύλη

Στο ίδιο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι οι διήμεροι αποσταγματοποιοί μπορούν να αποστάζουν εκτός από στέμφυλα (όπως γινόταν έως τώρα) και σταφύλια, όπως επίσης και σύκα-απόσυκα. Η επίμαχη διάταξη στο άρθρο 35 αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «οι πρώτες ύλες που επιτρέπεται να αποστάζουν οι διήμεροι μικροί αποσταγματοποιοί είναι στέμφυλα, οινοποιήσιμες ποικιλίες σταφυλιών, μούρα, κούμαρα, κράνα, ζίζιφα, υπολείμματα μέλιτος και σύκα – απόσυκα».

Η συγκεκριμένη διάταξη έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στους οινοποιούς, που εξηγούν ότι, με αυτόν τον τρόπο, είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθεί έλλειψη πρώτης ύλης σε πολλές αμπελουργικές ζώνες. «Σαν να μην έφτανε η συρρίκνωση του αμπελώνα της χώρας, η δυνατότητα απόσταξης απευθείας οινοποιήσιμων σταφυλιών θα καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή την εύρεση ικανοποιητικής ποσότητας σταφυλικής παραγωγής για την οινοποιία.

Όταν ο αμπελουργός μπορεί να αποστάξει ολόκληρα σταφύλια και να πληρωθεί άμεσα από τον χονδρέμπορο, ο οποίος έχει φυσικά μεγάλο περιθώριο κέρδους από την πώληση φθηνής και σχεδόν αφορολόγητης αιθυλικής αλκοόλης, για ποιον λόγο να πουλήσει τα σταφύλια του προς οινοποίηση;», είχε τονίσει ο κ. Αποστολάκης κατά τη συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι ο αμπελοοινικός κλάδος επιδοτείται μέσω της ΚΟΑ Οίνου για την παραγωγή ποιοτικών κρασιών και όχι για να οδηγείται η πρώτη ύλη στην απόσταξη.

Σημειωτέον ότι στο ίδιο άρθρο σημειώνεται ότι, με απόφαση του υπουργού Οικονομικών και κατόπιν εισήγησης του διοικητή της ΑΑΔΕ, «δύναται, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, να επιτρέπεται η απόσταξη και άλλων φρούτων, όπως μήλα, αχλάδια, δαμάσκηνα, κεράσια, κορόμηλα.

Η υποβολή των σχετικών αιτημάτων γίνεται μόνο από ομάδες παραγωγών και συνοδεύεται από βεβαίωση της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της οικείας περιφερειακής ενότητας ότι αποδέχεται τον εν λόγω προορισμό. Προκειμένου να εξεταστεί οποιοδήποτε σχετικό αίτημα, τεκμηριώνεται, από την αρμόδια Χημική Υπηρεσία, η καταλληλότητα της πρώτης ύλης».

Επιπλέον, «με κοινές αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δύναται να επιτρέπεται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για συγκεκριμένο διάστημα και μόνο για περιοχές στις οποίες οι σχετικές καλλιέργειες έχουν πληγεί από φυσικά φαινόμενα, η 2 απόσταξη επιτραπέζιων ποικιλιών σταφυλιών και να καθορίζεται η απόδοση αυτών σε λίτρα άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης».

Στην κατανάλωση μέσω μεσαζόντων

Στο άρθρο 35 περιλαμβάνεται, επίσης, η αλλαγή παραγράφου νόμου του 2018 που όριζε ότι η διάθεση του προϊόντος των διήμερων μπορούσε να γίνει από τους ίδιους χωρίς μεσάζοντες είτε σε κάβες, είτε απευθείας στην εστίαση. Η αλλαγή επιτρέπει πλέον την πώληση και μέσω εμπόρων, γεγονός που σύμφωνα με τον κ. Αποστολάκη προκαλεί προβλήματα στον έλεγχο. «Πώς μπορεί να ελεγχθεί ένα προϊόν που πωλείται χύμα και μέχρι να φτάσει στον καταναλωτή μπορεί να περάσει από πολλά χέρια;», διερωτάται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, την περίοδο 2019-2020, εκδόθηκαν από τα τελωνεία της χώρας 35.000 άδειες παραγωγής «προϊόντος απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών». Εξ αυτών, μόνο οι 1.541 δήλωσαν ότι παρήγαγαν ποσότητα μεγαλύτερη των 500 κιλών. «Γιατί να γίνουν αυτές οι αλλαγές για τόσο μικρή ποσότητα προϊόντος;», αναρωτιέται ο ίδιος.