Η μεγάλη επιστροφή του σουσαμιού

Οι αδελφοί Παυλίδη φέρνουν ξανά στο προσκήνιο μια ξεχασμένη καλλιέργεια σε εκμηχανισμένη μορφή

Τις βάσεις για την αναβίωση στη χώρα μας της καλλιέργειας σουσαμιού, σε μια πιο συστηματική και αποδοτική για τον παραγωγό μορφή, η οποία θα αξιοποιηθεί από τη βιομηχανία τροφίμων, δημιουργώντας πολύτιμη προστιθέμενη αξία, επιχειρεί να θέσει η Ελληνικά Βιοκαύσιμα ΑΕ.

 Η αρχή έγινε πριν από δύο χρόνια, όταν η εταιρεία των αδελφών Κώστα και Σάββα Παυλίδη από τον Αλμυρό Βόλου έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ποικιλίες σουσαμιού, οι οποίες, πέραν των υπόλοιπων ποιοτικών τους χαρακτηριστικών, έχουν την «ιδιαιτερότητα» να συγκομίζονται μέσω θεριζοαλωνιστικής μηχανής. Με αυτόν τον τρόπο, μοιάζει να ανοίγει ένα παράθυρο για την επιστροφή στο προσκήνιο μιας καλλιέργειας, η οποία, παρότι ιστορικά δεν είναι άγνωστη στους Έλληνες αγρότες, το τελευταίο διάστημα είχε σχεδόν εκλείψει.

Από το χέρι στη θεριζοαλωνιστική

«Τη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα καλλιεργούνταν πολλές χιλιάδες στρέμματα και, μάλιστα, πραγματοποιούνταν και εξαγωγές. Σταδιακά, όμως, με την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, τις επιδοτήσεις κ.λπ., το σουσάμι έγινε ασύμφορο για τους παραγωγούς και ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε.

Σήμερα, σπέρνονται ελάχιστες εκτάσεις στη Θράκη και ακόμα λιγότερες στην Κεντρική Ελλάδα, ενώ ο θερισμός γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή με το χέρι», λέει στην «ΥΧ» ο Σάββας Παυλίδης. «Στο μεταξύ, βλέπουμε τη ζήτηση να εντείνεται. Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι καταναλώνονται ετησίως 35.000-40.000 τόνοι, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολό τους εισάγονται, κατά κανόνα, από την Αφρική. Σκεφτείτε ότι αγοράζουμε κουλούρι Θεσσαλονίκης με σουσάμι από το… Σουδάν. Το εμπορικό μας ισοζύγιο, δε, στο συγκεκριμένο προϊόν είναι αρνητικό κατά περίπου 70 εκατ. ευρώ», συμπληρώνει ο ίδιος.

«Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλάσιες ανάγκες της Ευρώπης, αλλά και ότι, από κλιματολογικής άποψης, είμαστε ουσιαστικά η μόνη χώρα της ΕΕ που μπορεί να παραγάγει σουσάμι, θεωρούμε ότι εδώ υπάρχει μια σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα», υπογραμμίζει ο κ. Παυλίδης. Όπως εξηγεί, «η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι, με την τεχνολογία που υπάρχει στους σπόρους, μπορούμε πλέον να κάνουμε την καλλιέργεια εκμηχανισμένη, δηλαδή ευκολότερη και, συνάμα, πιο προσοδοφόρα για τον αγρότη».

Με συμβολαιακή και χωρίς νέο εξοπλισμό

«Πρόκειται για μια ανοιξιάτικη καλλιέργεια που σπέρνεται τον Μάιο και έχει έναν κύκλο ζωής 140 ημερών, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να μπει και ως επίσπορο, μετά π.χ. από βρώμη ή βίκο, ώστε στο ίδιο χωράφι να έχουμε δύο καλλιέργειες την ίδια χρονιά», αναφέρει ο συνομιλητής μας και προσθέτει: «Επιπλέον, χρειάζεται περίπου το μισό νερό από το βαμβάκι, το οποίο, με τους όρους συνεργασίας που προσφέρουμε, ανταγωνίζεται ευθέως σε εισόδημα.

Τέλος, δεν χρειάζεται να επενδύσει κανείς σε καινούργιο μηχανολογικό εξοπλισμό. Μπορεί να αξιοποιήσει, για παράδειγμα, τα λάστιχα που χρησιμοποιεί στα βαμβάκια, τις κομπίνες με τις οποίες αλωνίζει το σιτάρι ή τις σπαρτικές μηχανές που χρησιμοποιεί για άλλες καλλιέργειες».

 Η εταιρεία των αδελφών Παυλίδη ξεκίνησε προ διετίας τη δοκιμαστική καλλιέργεια και την περσινή σεζόν έφτασε τα 250 στρέμματα στον Αλμυρό και στη Λάρισα. Οι δέκα συμμετέχοντες παραγωγοί συνεργάστηκαν με την Ελληνικά Βιοκαύσιμα σε συμβολαιακή βάση, γνωρίζοντας, όπως διευκρινίζει ο κ. Παυλίδης, «εκ των προτέρων ότι θα λάβουν μια άκρως ικανοποιητική τιμή για το προϊόν τους».

Οι αποδόσεις κυμάνθηκαν από 140 έως 180 κιλά/στρέμμα, ωστόσο, όπως προσθέτει ο ίδιος, «με αυτά που είδαμε στο χωράφι και τη γνώση που αποκομίσαμε, θεωρώ ότι μπορούμε να πιάσουμε ή και να ξεπεράσουμε τα 200 κιλά/στρέμμα».

Σκοπός της επιχείρησης είναι το πρότζεκτ να διευρυνθεί, βάζοντας σταδιακά στο παιχνίδι περισσότερες εκτάσεις και παραγωγούς. Ταυτόχρονα, όμως, ο κ. Παυλίδης καλεί το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να σταθμίσει σοβαρά τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν για την οικονομία και να στηρίξει έμπρακτα την καλλιέργεια.

«Μια επιδότηση θα μπορούσε να καταστήσει το προϊόν ακόμα πιο ελκυστικό για τους αγρότες και, παράλληλα, πιο ανταγωνιστικό για τη βιομηχανία, ώστε να πάμε σιγά-σιγά ακόμα και σε εξαγωγές, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία για τη χώρα μας», υπογραμμίζει.

Στη χαλβαδοποιία Όλυμπος της οικογένειας Παπαγιάννη οι πρώτες ποσότητες

Το εγχείρημα των αδελφών Παυλίδη έσπευσε να αγκαλιάσει από την πρώτη στιγμή η χαλβαδοποιία Όλυμπος της οικογένειας Παπαγιάννη, η οποία χρησιμοποιεί το σουσάμι ως πρώτη ύλη για τα προϊόντα της. «Μας ενδιαφέρει πολύ η αναβίωση της καλλιέργειας. Άλλωστε, ένας από τους κύριους λόγους που το 1947 δημιουργήθηκε το εργοστάσιό μας στη Λάρισα ήταν ότι υπήρχε στην περιοχή σημαντική παραγωγή σουσαμιού», εξηγεί στην «ΥΧ» ο Τέλης Ψύχας, υπεύθυνος Αγοράς Πρώτων Υλών της Όλυμπος, προσθέτοντας ότι «με τους αδελφούς Παυλίδη ξεκινήσαμε να συνεργαζόμαστε πέρυσι, όταν μας έφεραν τις πρώτες δοκιμαστικές ποσότητες».

Ο ίδιος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μακροπρόθεσμα η συνεργασία να μπει σε μια πιο συστηματική, ενδεχομένως και συμβολαιακή βάση. «Εκτιμούμε ότι η καλλιέργεια μπορεί να είναι αποδοτική για τους παραγωγούς και, εφόσον πληρούνται οι ποιοτικές προϋποθέσεις που θέτουμε, έχουμε όλη τη διάθεση να απορροφήσουμε τις ποσότητες. Καλό θα ήταν βέβαια και η πολιτεία να στηρίξει το προϊόν, αναλογιζόμενη τα πολλαπλά οφέλη που μπορούν να προκύψουν για την οικονομία», τονίζει. Οι ανάγκες της Όλυμπος ξεπερνούν τους 7.000 τόνους σουσαμιού σε ετήσια βάση και στην γκάμα της προστίθενται διαρκώς νέοι κωδικοί.

«Πέρα από τον χαλβά και το ταχίνι σε διάφορες γεύσεις και συνδυασμούς (με μέλι, σοκολάτα, στέβια κ.ά.), έχουμε μπει δυναμικά και στα παστέλια, τις μπάρες, τα spreads και τις αμυγδαλόπαστες, δημιουργώντας και συνδυασμούς με ξηρούς καρπούς που είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα τάση της αγοράς», σημειώνει ο κ. Ψύχας. Ανοδικά κινούνται και οι εξαγωγές, οι οποίες, όπως υπογραμμίζει, έχουν προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης.

«Το ταχίνι, για παράδειγμα, στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ως προϊόν επάλειψης, όμως στο εξωτερικό το συναντάμε και ως συστατικό σε σαλάτες και σάντουιτς. Επίσης, για τον χαλβά υπάρχει ένα σταθερό κοινό στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες από αραβικό πληθυσμό που, έχοντας μεταναστεύσει εκεί, ‘‘κουβαλάει’’ μαζί και τις διατροφικές του συνήθειες», εξηγεί ο κ. Ψύχας.