Copa Cogeca: Μέρος της ευρωπαϊκής γεωργίας θα μεταφερθεί σε Τρίτες Χώρες εξαιτίας της Πράσινης Συμφωνίας

Σφυροκόπημα κατά Κομισιόν για προσπάθεια απόκρυψης της έκθεσης-κόλαφου του JRC

Freshly-harvested asparagus spears sit in a tray at a farm in Minster near Ramsgate, U.K., on Wednesday, April 15, 2020. Almost all of Britain's seasonal agriculture workers travel from abroad each year -- something they may find impossible as movement is restricted and airlines shutter flights. Photographer: Chris Ratcliffe/Bloomberg

Για «εν κρυπτώ μεθοδεύσεις» καταγγέλλουν την Κομισιόν οι ευρωπαϊκές συνεταιριστικές οργανώσεις COPA και COGECA, ασκώντας σφοδρή κριτική για τη δημοσίευση, εν μέσω καλοκαιριού, της μελέτης του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) που αποκαλύπτει τις επιπτώσεις της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας στην αγροτική παραγωγή. Οι COPA και COGECA βλέπουν πως με τον τρόπο αυτόν, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπάθησε να «θάψει» την έκθεση και τα «ενοχλητικά» της ευρήματα, επιλέγοντας να τη δημοσιεύσει σε μία περίοδο που οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι φορείς της ΕΕ είναι σε διακοπές, «χωρίς καμία ανακοίνωση και με ελάχιστη επικοινωνία».

Τα ευρήματα της μελέτης παρουσίασε στο προηγούμενο φύλλο της η «ΥΧ», αποκαλύπτοντας πως η επίτευξη των στόχων των στρατηγικών «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» και «Βιοποικιλότητα» έως το 2030 θα προκαλέσει μείωση της παραγωγής σε συγκεκριμένους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής στην ΕΕ και κατά συνέπεια απώλειες στο εισόδημα των παραγωγών, ακόμα κι αν αξιοποιηθούν όλα τα εργαλεία της νέας ΚΑΠ και του Ταμείου Ανάκαμψης.

Έως 15% η μείωση της παραγωγής

«Όποιο κι αν είναι το σενάριο που εξετάστηκε, όλοι οι τομείς παρουσιάζουν πτώση της παραγωγής από 5% έως 15%, με την κτηνοτροφία να έχει τις μεγαλύτερες επιπτώσεις», επισημαίνουν οι COPA και COGECA. Και συμπληρώνουν: «Οι αλλαγές στην παραγωγή θα οδηγήσουν σε μείωση των καθαρών εξαγωγικών θέσεων για σιτηρά, χοιρινό και πουλερικά και σε επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος της ΕΕ όσον αφορά τους ελαιούχους σπόρους, τα φρούτα και λαχανικά, το βόειο και αιγοπρόβειο κρέας».

Αναγνωρίζουν ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων προβλέπεται να αυξηθούν συνολικά περίπου στο 10%, υπογραμμίζοντας ότι αυτό δεν είναι αρκετό, καθώς, σύμφωνα με την έκθεση, τα περισσότερα εισοδήματα των αγροτών θα μειωθούν, λόγω των απωλειών σε παραγωγή και εμπόριο.

Στην ανακοίνωσή τους, αναφέρονται και στο εύρημα της έκθεσης, ότι η εφαρμογή των στρατηγικών βιωσιμότητας θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου στον αγροτικό τομέα της ΕΕ κατά 28,4% έως το 2030, επισημαίνοντας ωστόσο ότι περισσότερο από το μισό κέρδος θα χαθεί, λόγω της παραγωγής που θα μεταφερθεί σε άλλες χώρες με χαμηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα. «Εάν δεν θέλουμε μέρος της γεωργίας μας να μεταφερθεί σε Τρίτες Χώρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι τόσο φιλόδοξη στην εμπορική της πολιτική όσο και με τις εσωτερικές της στρατηγικές. Σήμερα αυτό απλά δεν ισχύει. Αυτή η μεγάλη απόκλιση θα είναι ανυπόφορη για τους αγρότες και τους συνεταιρισμούς μας μακροπρόθεσμα», προειδοποιεί ο γενικός γραμματέας των COPA & COGECA, Πέκα Πεσόνεν.

Νέο αίτημα

Οι ευρωπαϊκές οργανώσεις καλούν για ακόμη μία φορά την Κομισιόν να προβεί σε λεπτομερή ανάλυση των πιθανών οικονομικών συνεπειών από τις ειδικές στρατηγικές της Πράσινης Συμφωνίας, καθώς υπενθυμίζουμε πως οι ερευνητές της μελέτης εξηγούν ότι το αποτέλεσμα της έκθεσής τους δεν αποτελεί πλήρη εκτίμηση. Εξάλλου, δεν είναι λίγα τα κράτη-μέλη που έχουν καταθέσει το ίδιο αίτημα στο παρελθόν.

Πάντως, και σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει από τις Βρυξέλλες, η Κομισιόν δεν είναι διατεθειμένη να ανταποκριθεί στο αίτημα. Για την ιστορία, η μόνη αναλυτική έκθεση ανάλυσης επιπτώσεων εκπονήθηκε και παρουσιάστηκε από το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ (USDA) και προέβλεπε ότι η στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» θα προκαλέσει πτώση της αξίας της αγροτικής παραγωγής στην ΕΕ κατά 12% και αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά κατά 17%.

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπάθησε να «θάψει» την έκθεση και τα «ενοχλητικά» της ευρήματα, επιλέγοντας να τη δημοσιεύσει σε μία περίοδο που οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι φορείς της ΕΕ είναι σε διακοπές