Μετά τα όσα βιώσαμε τις τελευταίες ημέρες, είμαστε πλέον σε θέση να καταγράψουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα που αφορούν την παραγωγή και την ύπαιθρο:

Περίπου το μισό θεσσαλικό βαμβάκι, η συγκομιδή του οποίου θα ξεκινούσε σύντομα, εκτιμάται ότι χάθηκε. Αυτό σημαίνει ότι συνολικά χάθηκε το 15% έως 20% της εθνικής μας παραγωγής, με πολλαπλές διατομεακές επιπτώσεις. Χάθηκαν, επίσης, οι ασυγκόμιστες παραγωγές της βιομηχανικής ντομάτας, ενώ σύντομα θα μπορέσουν να αποτιμηθούν οι επιπτώσεις σε καλαμπόκι και μηδική.

Σε ό,τι αφορά την κτηνοτροφία, το συγκριτικά μεγαλύτερο πλήγμα δέχθηκαν η αιγοπροβατοτροφία και η χοιροτροφία. Από τα 1,3 εκατ. αιγοπρόβατα που υπήρχαν στη Θεσσαλία με βάση την απογραφή του 2020, έχουν δηλωθεί ως πνιγμένα τα 61.786, ενώ βέβαια βρισκόμαστε στην αρχή των δηλώσεων. Σε ό,τι αφορά τους χοίρους, από τους 111.000 που υπήρχαν στη Θεσσαλία έχουν ήδη δηλωθεί 19.355.

Η απώλεια της γαλακτοπαραγωγικής μας ικανότητας είναι δύσκολο να αποτιμηθεί. Όπως φαίνεται στα κείμενα που ακολουθούν, οι εκτιμήσεις απωλειών στο αιγοπρόβειο κυμαίνονται στο 15%-30% της θεσσαλικής παραγωγής. Να σημειωθεί ότι με βάση τις παραδόσεις γάλακτος του ΕΛΓΟ, η περιοχή παράγει το 21% του πρόβειου, το 16% του γίδινου και το 12% του αγελαδινού γάλακτος της χώρας. Εκείνο, ωστόσο, που τρομάζει τους κτηνοτρόφους είναι ότι καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο να ταϊστούν με επάρκεια τα ζώα που επιβίωσαν λόγω των ζημιών των εγκαταστάσεων και των απωλειών ζωοτροφών. Και σύντομα θα χαθούν πολλά περισσότερα ζώα.

Η περισυλλογή των νεκρών ζώων συνεχίζει να απειλεί την υγεία πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Η διαδικασία αυτή απέτυχε παταγωδώς, καθώς ακόμη και σήμερα η κατάσταση σε πολλές περιπτώσεις είναι μη ελεγχόμενη, πολλά νεκρά ζώα βρίσκονται ακόμη στους στάβλους, πολλοί έθαψαν τα ζώα τους χωρίς τα πρωτόκολλα που προβλέπονται, ενώ η εταιρεία, η οποία έχει μέρος της ευθύνης, δηλώνει στην «ΥΧ» ότι η περισυλλογή θα ολοκληρωθεί σε «8-9 ημέρες από σήμερα!».

Η παραγωγική ικανότητα των γεωργικών βιομηχανιών της περιοχής έχει τρωθεί σημαντικά. Μερικές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις γαλακτοκομικών, κονσερβοποιίας, εκκοκκισμού συσκευασίας κ.ά. υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Ωστόσο, εάν αυτές αντέξουν λόγω του μεγέθους τους, δεν θα συμβεί το ίδιο σε πλειάδα μικρότερων ή βιοτεχνικών επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες δηλώνουν ότι θα κλείσουν.

Υπάρχει ήδη ένα ντόμινο επιπτώσεων στις αγορές των προϊόντων όλης της χώρας είτε λόγω πραγματικών ελλείψεων, είτε λόγω φαινομένων κερδοσκοπίας.

Σοβαρές είναι οι επιπτώσεις στη λειτουργικότητα πολλών επαγγελματιών που σχετίζονται με την αγροδιατροφή. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στα καταστήματα εφοδίων, αλλά και στην πρόταση του ΓΕΩΤΕΕ προς τις μεγάλες εταιρείες εφοδίων να προχωρήσουν σε διαγραφές οφειλών καταστημάτων και αγροτών.

Εκτός των απωλειών των υποδομών των ίδιων των αγροτών, οι οποίες προς το παρόν παραμένουν άγνωστες, πρέπει να τονισθεί το γεγονός ότι η εθνική οδός παραμένει κλειστή, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων. Σοβαρές επιπτώσεις υπάρχουν και από τις καταστροφές της αγροτικής οδοποιίας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Ζαγορά, όπου καθίσταται αδύνατη η συγκομιδή του μήλου.

Οι επιπτώσεις στη γονιμότητα της αγροτικής γης, όπως τεκμηριώνει και ο πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ στο άρθρο του, αλλά και ο ΕΛΓΟ, είναι περιορισμένες και διαχειρίσιμες. Συνεπώς, δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα παραγωγικότητας.

Το σύστημα της πολιτικής προστασίας απαιτεί γενικευμένο επανασχεδιασμό και πρέπει μαζί με το θέμα των πολιτικών ευθυνών να συζητηθεί με νηφαλιότητα.

Η καταβολή των αποζημιώσεων είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Με βάση τις πληροφορίες, οι προκαταβολές προγραμματίζονται για τον Δεκέμβριο και οι εξοφλήσεις την άνοιξη περίπου. Καταλυτικής σημασίας είναι τα ποσά που θα δοθούν. Εκτός των χρημάτων που προβλέπονται από τον ΕΛΓΑ, είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι οι πόροι του Κρατικού Προϋπολογισμού, καθώς, όπως προκύπτει, η συμβολή της ΕΕ είναι οριοθετημένη και, όπως όλα δείχνουν, δεν θα υπάρξουν επιπλέον νέοι πόροι εκτός ΚΑΠ.

Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί είναι να μοιραστούν «λίγα σε πολλούς» αντί της ικανοποιητικής αποζημίωσης των όσων έπαθαν πραγματικές ζημιές. Για παράδειγμα, μια κτηνοτροφική μονάδα που έχει καταστροφές χρειάζεται 18 μήνες για να επανέλθει σε παραγωγική λειτουργία, καθώς και επαρκή ενίσχυση και χρηματοδοτική στήριξη όλο αυτό το διάστημα. Το ίδιο ισχύει και για όσους έχασαν φυτικό κεφάλαιο, εξοπλισμό, εγκαταστάσεις.

Εν κατακλείδι, εάν αφήσουμε την πολιτική πεπατημένη του «λίγα σε πολλούς», ή εάν αφήσουμε την αγορά να κρίνει ποιος θα παραμείνει στον πρωτογενή τομέα και στις γεωργικές βιομηχανίες, οι δομικές αλλαγές που θα επέλθουν θα είναι επώδυνες.