Δελεαστικό τιμολόγιο στα τεύτλα υπόσχεται για φέτος ο Καραθανάσης

Αιχμές κατά της διοίκησης της ΕΒΖ για «μπλοκάρισμα» του σπόρου

Πιλοτική χρονιά που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για την αναδιοργάνωση της τευτλοκαλλιέργειας στη χώρα μας σε πιο ρεαλιστικές, αλλά και σύγχρονες βάσεις, χαρακτηρίζει, μιλώντας στην «ΥΧ», το 2020 ο πρόεδρος της Royal Sugar, Xρήστος Καραθανάσης.

Ο επιχειρηματίας, ο οποίος, σε κοινοπραξία με τη Συνεταιριστική Τράπεζα Κεντρικής Μακεδονίας, έχει μισθώσει τα ζαχαρουργεία του Πλατέως και των Σερρών για 28 μήνες με αποκλειστικό δικαίωμα αγοράς τους μετά το πέρας του διαστήματος αυτού, στοχεύει τις επόμενες μέρες να ανακοινώσει το τιμολόγιο της φετινής σεζόν. Αρκεί, βέβαια, πρώτα να βρεθεί λύση στο ζήτημα της διαθεσιμότητας του σπόρου, τον οποίο, όπως λέει, κρατά δεσμευμένο η διοίκηση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ).

«Ακόμα και να θέλαμε να φέρουμε τον δικό μας σπόρο, αυτό είναι κάτι που έπρεπε να προγραμματιστεί τουλάχιστον έναν χρόνο πριν. Επομένως, για τη φετινή χρονιά ήταν εξαρχής δεδομένο ότι πορευόμασταν με τον σπόρο που διαθέτει η ΕΒΖ. Δυστυχώς, όμως, η σημερινή διοίκηση της βιομηχανίας δεν δείχνει καμία διάθεση συνεργασίας μαζί μας», λέει ο κ. Καραθανάσης, συμπληρώνοντας ότι για το θέμα έχει αποταθεί στο υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο ευελπιστεί ότι θα παρέμβει άμεσα.

Εφόσον ξεπεραστεί ο σκόπελος αυτός, ο ίδιος θα προχωρήσει στη δημοσιοποίηση του τιμολογίου, το οποίο διαβεβαιώνει ότι, σε συνδυασμό με τη συνδεδεμένη, θα είναι «τέτοιο που θα καθιστά συμφέρουσα και ελκυστική την καλλιέργεια τεύτλων, ακόμα και συνυπολογίζοντας το κόστος των μεταφορικών». Το τελευταίο έχει τη σημασία του, δεδομένου ότι η μονάδα που θα λειτουργήσει φέτος θα είναι αυτή των Σερρών, με το εργοστάσιο στο Πλατύ να περιορίζεται στη συσκευασία και στην αποθήκευση.

«Η μελέτη που έκανε για λογαριασμό μας ξένη εταιρεία έδειξε ότι το Πλατύ είχε ένα κόστος συντήρησης 15 εκατ. ευρώ, ενώ το παραγωγικό του κόστος (υπολογιζόμενο βάσει της επεξεργασίας ακατέργαστης ζάχαρης) έφτανε στα 700 ευρώ/τόνος.

Αντίθετα, για τις Σέρρες, το κόστος παραγωγής ήταν πολύ πιο βιώσιμο, ενώ για τη συντήρηση απαιτούνταν 5 εκατ. ευρώ», εξηγεί ο κ. Καραθανάσης, προσθέτοντας ότι το ποσό αυτό έχει ήδη καλυφθεί με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ύψους 5 εκατ. ευρώ, στην οποία προχώρησε το κοινοπρακτικό σχήμα.

Ο ίδιος θέτει για φέτος τον πήχη στα 20.000 στρέμματα και εκτιμά ότι, λόγω της εγγύτητας του εργοστασίου, τη μερίδα του λέοντος στα στρέμματα θα έχει ο Νομός Σερρών όπου πέρυσι σπάρθηκαν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, περί τα 1.500 στρέμματα από τα συνολικά 16.000 στρέμματα σε όλη τη χώρα.

«Η φετινή χρονιά θα έχει δοκιμαστικό χαρακτήρα. Ο στόχος είναι να πιστέψει ξανά ο κόσμος στην καλλιέργεια και του χρόνου, έχοντας οργανωθεί καλύτερα, να πάμε ένα βήμα παραπέρα. Θέλουμε να έρθουν δίπλα μας επαγγελματίες παραγωγοί στους οποίους θα μπορούμε να βασιστούμε. Η παραγωγή ζάχαρης είναι μια συλλογική προσπάθεια. Όταν βλέπουμε ότι στη Β. Ευρώπη «πιάνουν» π.χ. ζαχαρικό τίτλο 18-19, γίνεται προφανές ότι πρέπει κι εμείς να βελτιωθούμε», συμπληρώνει.

Δεν υφίσταται κανένα ζήτημα «ανταγωνισμού» των τεύτλων με το εισαγόμενο ζαχαροκάλαμο, από το οποίο επίσης θα παράγεται ζάχαρη στις Σέρρες.

Συμπληρωματικό, όχι ανταγωνιστικό το ζαχαροκάλαμο

Ο κ. Καραθανάσης είναι κατηγορηματικός ότι δεν υφίσταται κανένα ζήτημα «ανταγωνισμού» των τεύτλων με το εισαγόμενο ζαχαροκάλαμο, από το οποίο επίσης θα παράγεται ζάχαρη στις Σέρρες. «Η επεξεργασία ζαχαροκάλαμου, η οποία, σε σύγκριση με των τεύτλων, έχει περίπου το μισό κόστος, θα μας επιτρέψει να είμαστε βιώσιμοι και, παράλληλα, να δουλεύουμε το εργοστάσιο όλο τον χρόνο, διατηρώντας μια σταθερή εργασιακή βάση.

Η κατανάλωση στη χώρα μας ανέρχεται σε 300.000 τόνους ετησίως, τη στιγμή που με φουλ τετράμηνη καμπάνια στα τεύτλα τεύτλων η παραγωγή των Σερρών μπορεί να φτάσει μέχρι τους 50.000 τόνους. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι στην αγορά υπάρχει χώρος για όλους», τονίζει με νόημα.