Δεν λένε να κλείσουν οι πληγές από το ρωσικό εμπάργκο

Τα προγράμματα προώθησης δεν κατάφεραν να αντισταθμίσουν τις συνέπειες για τη γεωργία της Ελλάδας και της υπόλοιπης Ευρώπης

Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τον Αύγουστο του 2014, όταν η Ρωσία αποφάσισε μία σειρά μέτρων προς δυτικά κράτη ως αντίποινα στις κυρώσεις που αυτά της επέβαλαν για την επέμβασή της στο ουκρανικό ζήτημα. Ήταν 7 Αυγούστου του 2014 όταν ο πρωθυπουργός, Ντιμίτρι Μεντβέντεφ, ανακοίνωσε τον αποκλεισμό μίας σειράς αγροτικών προϊόντων, προερχομένων από τα δυτικά κράτη, συμπεριλαμβανομένων φυσικά της ΕΕ και της χώρας μας: Πρώτες ύλες, φρούτα, λαχανικά, κρέατα, ψάρια και άλλα προϊόντα αγροδιατροφής δέχθηκαν αμέσως το πλήγμα από τον αποκλεισμό και θα συνεχίζουν να το βιώνουν για αρκετούς μήνες ακόμα, αφού, με προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε τον Ιούνιο ο Βλαντιμίρ Πούτιν, το εμπάργκο επιμηκύνθηκε έως το τέλος του 2020.

Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οι εξαγωγές προϊόντων αγροδιατροφής της ΕΕ προς τη Ρωσία μειώθηκαν σχεδόν στο μισό, κάτι που αποτυπώνεται άλλωστε και στο διάγραμμα που παραθέτουμε: Από τα 11,8 δισ. ευρώ το 2013, στο τέλος του 2016 είχαν υποχωρήσει κάτω από τα 6 δισ. ευρώ, με τη διετία 2017-2018 που ακολούθησε να δείχνει κάποιες τάσεις ανάκαμψης.

Οι τιμές δεν επανήλθαν ποτέ

Όλα αυτά τα χρόνια οι συνολικές εξαγωγές της ΕΕ κινήθηκαν ανοδικά (σ.σ. ενδεικτικά το 2017 έφτασαν τα 138 δισ. ευρώ, δηλαδή 5,2% πάνω σε σχέση με το 2016), ωστόσο οι τιμές εξαγωγής για τα φρούτα, το κρέας πουλερικών, το γάλα σε σκόνη κ.ά. προϊόντα που υπόκεινται στο εμπάργκο, σύμφωνα με την Κομισιόν, δεν επανήλθαν στα επίπεδα του 2013.

Κι αυτό παρά τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν για την αντιστάθμιση των συνεπειών του εμπάργκο σε προγράμματα προώθησης και αναζήτησης νέων αγορών. «Τα μέτρα για το άνοιγμα νέων αγορών δεν κατάφεραν να αντισταθμίσουν τον χαμένο όγκο εξαγωγών, που το 2013 για ολόκληρη την ΕΕ ανέρχονταν σε 2,4 εκατ. τόνους, αξίας 1,9 δισ. ευρώ, σε σύνολο εισαγωγών φρούτων και λαχανικών της Ρωσίας αξίας 6,9 δισ. ευρώ, βάσει στοιχείων του COMTRADE», σχολιάζει ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Incofruit – Hellas, Γιώργος Πολυχρονάκης. Το ίδιο έτος η Ελλάδα ήταν μεταξύ των οκτώ κύριων προμηθευτών φρούτων και λαχανικών στη ρωσική αγορά, με 140.000 τόνους (το 12% των συνολικών εξαγωγών της χώρας).

Παρά το γεγονός ότι το 2018 οι εξαγωγές της ΕΕ προς Αμερική και Ασία αυξήθηκαν, «δεν αντισταθμίζουν τις απώλειες πωλήσεων στη Ρωσία τα πέντε χρόνια, με επιπτώσεις και στις μεσοσταθμικές τιμές που διαμορφώθηκαν στην ΕΕ από την απορρόφηση της υπερβολικής προσφοράς» αναφέρει ο ίδιος.

Τα στοιχεία, σύμφωνα με τον ίδιο, αναδεικνύουν την ανάγκη επανεξέτασης από την ΕΕ των επιβληθέντων μέτρων κατά της Ρωσίας, προκειμένου να αρθεί το εμπάργκο σε βάρος των κοινοτικών οπωροκηπευτικών.

Η Μόσχα μείωσε το εμπορικό της ελλειμμα

Η Ρωσία πάντως επιχείρησε να αξιοποιήσει προς όφελος της δικής της γεωργίας το εμπάργκο και, σε συνδυασμό με ένα στοχευμένο αγροτικό πρόγραμμα «απεξάρτησης» από τη Δύση, μείωσε τις εισαγωγές τροφίμων κατά 31,2% τα τελευταία πέντε χρόνια. Η αξία τους το 2018 ανήλθε σε 29,8 δισ. δολάρια, από 43,3 δισ. δολάρια το 2013, ενώ στο ίδιο διάστημα οι εξαγωγές της ανήλθαν στα 25,8 δισ. δολάρια από 16,8 δισ. δολάρια, σύμφωνα με το ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο TASS, που επικαλείται στοιχεία του ρωσικού υπουργείου Γεωργίας. Κρέατα, λίπη και έλαια, ψάρια και θαλασσινά, αλλά και επεξεργασμένα τρόφιμα έδειξαν μεγάλη εξαγωγική ανάπτυξη, με τις εκτιμήσεις να βλέπουν τη χώρα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα στους δέκα μεγαλύτερους εξαγωγείς γεωργικών προϊόντων παγκοσμίως, έχοντας ήδη την πρώτη θέση στις εξαγωγές σίτου. «Το εμπάργκο έδωσε ώθηση στην τοπική παραγωγή, αν και η εξεύρεση υποκατάστατων των εισαγωγών απέτυχε σε ορισμένα πεδία», σημείωσε ο εκτελεστικός διευθυντής του Συνδέσμου Βιομηχανιών και Προμηθευτών Τροφίμων, Ντμίτρι Βοστρίκοφ. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου, η χώρα επιδεικνύει σημαντικό βαθμό αυτάρκειας, με το συνολικό μερίδιο των ρωσικών προϊόντων διατροφής στα ράφια των καταστημάτων να υπερβαίνει το 80%, ενώ, πριν από τα μέτρα, το μερίδιο των εισαγόμενων προϊόντων αποτελούσε πάνω από το 1/3.