Δεν σταματούν να χτυπούν τα τηλέφωνα στις ελληνικές κλωστοϋφαντουργίες

Συνεχείς οι κρούσεις από ευρωπαϊκούς οίκους που στρέφονται στη χώρα μας μετά τον σεισμό στην Τουρκία

Νέους συσχετισμούς στην παγκόσμια αγορά υφασμάτων, που μοιάζουν να προσφέρουν μια απρόσμενη ευκαιρία ανάταξης της εγχώριας κλωστοϋφαντουργίας και, παράλληλα, τη δυνατότητα να κεφαλαιοποιηθεί η δουλειά που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια από τους συντελεστές του κλάδου στα επίπεδα της ταυτότητας, της πιστοποίησης και της ιχνηλασιμότητας του ελληνικού βάμβακος, διαμορφώνουν οι πρόσφατοι καταστροφικοί σεισμοί στην Τουρκία.

Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, τα τηλέφωνα στις -λίγες, είναι η αλήθεια- εναπομείνασες ελληνικές κλωστοϋφαντουργίες χτυπούν συνεχώς. Στην άλλη άκρη της γραμμής, αγοραστές, που μέχρι πρόσφατα δεν συμπεριλαμβάνονταν στο πελατολόγιό τους, ζητούν να ενημερωθούν για διαθεσιμότητες, χρόνους παράδοσης, τιμές και δείγματα, σχηματίζοντας μια εικόνα ζήτησης που μόνο αυτονόητη δεν ήταν έναν ή δύο μήνες πριν.

«Πράγματι, οι οχλήσεις που έχουμε το τελευταίο διάστημα από δυνητικούς πελάτες ανά την Ευρώπη και οι οποίοι, μέχρι πρότινος, δεν απευθύνονταν σε εμάς, είναι συνεχείς. Καθημερινά γινόμαστε αποδέκτες αιτημάτων για προσφορές, διαθεσιμότητες και δειγματισμούς, σε μια κατάσταση που, για τα δικά μας δεδομένα ως κλάδος, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και πρωτοφανής», λέει στην «ΥΧ» ο Δημήτρης Πολύχρονος, διευθύνων σύμβουλος της Κλωστοϋφαντουργίας Ναυπάκτου.

Όπως προσθέτει ο ίδιος, οι δυνητικοί αυτοί πελάτες είναι κατασκευαστές υφασμάτων και, με τη σειρά τους, προμηθευτές αρκετών γνωστών brands ενδυμάτων. Επί του παρόντος, το ενδιαφέρον αυτό δεν μεταφράζεται εξίσου σε παραγγελίες, κάτι που ωστόσο κρίνεται φυσιολογικό, δεδομένου ότι όλη η φετινή χρονιά έχει κυλήσει σε συνθήκες υποτονικής ζήτησης, ελέω του ευρύτερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος. «Όταν, με το καλό, “ανοίξει” η ζήτηση, εκτιμώ ότι μπορούμε να έχουμε αρκετή και καλή δουλειά», σημειώνει.

Άγνωστο το ύψος της ζημιάς στην Τουρκία

Ο κ. Πολύχρονος αποδίδει αυτό των πακτωλό αιτημάτων στο «χτύπημα» του Εγκέλαδου στην Τουρκία. «Η αλήθεια είναι ότι το μέγεθος της ζημιάς αυτήν τη στιγμή δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι στην περιοχή που “χτυπήθηκε” υπήρχε το 30%-40% της τουρκικής κλωστοϋφαντουργίας, αλλά και το 60%-65% των κλωστηρίων. Αυτό, σε απόλυτους αριθμούς, μεταφράζεται σε ισοδύναμα των 5,5 εκατ. αδραχτιών. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν έχουν πάθει ζημιά 500.000 ή 3 εκατ. αδράχτια», εξηγεί.

«Το σίγουρο είναι ότι κάποια εργοστάσια έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Δεν μιλάμε μόνο για μονάδες που μπορεί να έχει καταρρεύσει η σκεπή, αρκεί απλά να έχει μετακινηθεί το πάτωμα και να έχουν “στραβώσει” οι μηχανές. Πολλές από αυτές δεν επισκευάζονται, καθώς μιλάμε για μοντάρισμα που γίνεται με ακρίβεια χιλιοστού. Άλλα εργοστάσια χρειάζονται επισκευές οι οποίες ενδεχομένως να πάρουν από 6 έως 12 μήνες. Μην ξεχνάμε ότι δεν έχουμε ξεφύγει ακόμα από τις ελλείψεις σε τσιπ, ανταλλακτικά κ.λπ., που παρατηρήθηκαν από την περίοδο της υγειονομικής κρίσης, ενώ ακόμα και για να γίνουν οι επισκευές αυτές θα χρειαστεί να επιστρέψουν ή να ταξιδέψουν εργάτες και τεχνικοί εκεί, κάτι που αυτήν τη στιγμή εύλογα κανείς δεν επιθυμεί», προσθέτει ο συνομιλητής μας.

«Οπότε, έχουμε έναν συνδυασμό ελλείψεων κεφαλαίου, ανθρώπινου δυναμικού και εξαρτημάτων που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι βιομηχανίες του κλάδου θα χρειαστούν πολύ χρόνο να επανέλθουν, ενώ άγνωστος είναι και ο βαθμός στον οποίο θα το επιτύχουν», υπογραμμίζει.

Προοπτική για μακροπρόθεσμες συνεργασίες

Το αδιαμφισβήτητο λοιπόν πλήγμα που έχει υποστεί η Τουρκία, βασικός προμηθευτής της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, εξηγεί και τη στροφή πολλών ευρωπαϊκών οίκων στη χώρα μας. Ο κ. Πολύχρονος θεωρεί ότι δυνητικά αυτή η στροφή μπορεί να θέσει τις βάσεις για σταθερές και μακροπρόθεσμες συνεργασίες.

«Σε αυτή την κατεύθυνση άλλωστε έχει δουλέψει συστηματικά τόσο η δική μας εταιρεία όσο και ευρύτερα η εγχώρια αλυσίδα αξίας βάμβακος τα τελευταία χρόνια. Αναφέρομαι, για παράδειγμα, στη σοβαρή προσπάθεια που έχει γίνει να δώσουμε ταυτότητα και υπεραξία στο προϊόν, να υπάρχει π.χ. μια πλατφόρμα όπου οι Ευρωπαίοι θα μπορούν γίνουν μέλη και, ακολουθώντας τις προβλεπόμενες προδιαγραφές, να μεταφέρουν το σήμα EU Cotton στο τελικό προϊόν», επισημαίνει.

«Την ίδια λογική ακολουθεί και η εφαρμογή των συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης και των συστημάτων ιχνηλασιμότητας, όπως το εσωτερικό σχήμα πιστοποίησης Yard ID που εφαρμόζουμε στην εταιρεία μας, μέσω του οποίου τα βαμβακερά νήματα είναι πλήρως ανιχνεύσιμα έως το χωράφι», εξηγεί ο διευθ. σύμβουλος της Κλωστοϋφαντουργίας Ναυπάκτου.

«Επομένως, ένα φορτηγό με νήμα που θα ζητήσει ένας αγοραστής για να καλύψει μια άμεση ανάγκη του, μπορεί να είναι το πρώτο βήμα. Αν, παράλληλα και ελλείψει άλλων επιλογών, ζητήσει και ιχνηλασιμότητα και πιστοποιημέννο προϊόν, μπορούμε να ανταποκριθούμε γιατί έχουμε προετοιμαστεί για αυτό», τονίζει.

Ο ίδιος σημειώνει ότι, πέρα από τους Ευρωπαίους, υπάρχουν κρούσεις και από Τούρκους αγοραστές, οι οποίοι θέλουν να καλύψουν με ευρωπαϊκό προϊόν την έλλειψη ντόπιου νήματος. Επίσης, αρκετά κλωστήρια στη Δυτική Τουρκία επιδεικνύουν εσχάτως εντονότερο ενδιαφέρον για ελληνικό βαμβάκι, προκειμένου να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση που αναπόφευκτα θα «επωμιστούν».

Κρίσιμο σταυροδρόμι για το ελληνικό βαμβάκι

Ο κ. Πολύχρονος εκτιμά ότι η φετινή χρονιά θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αφορμή για να ανοίξει συζήτηση γύρω από τη διάθεση του ελληνικού βαμβακιού. «Βλέπουμε ότι οι βασικοί πελάτες-αγοραστές μας, δηλαδή η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, αντιμετωπίζουν φέτος προβλήματα, έστω και διαφορετικής φύσεως ο καθένας. Ίσως λοιπόν να πρέπει το ελληνικό βαμβάκι να αρχίζει να κοιτάει έναν άλλο δρόμο, αυτόν της Ευρώπης, της μεταποίησης, κάτι που βέβαια απαιτεί γενναίες αποφάσεις», υπογραμμίζει.

Αναφορικά με τη νέα καλλιεργητική χρονιά, σημειώνει ότι σε χρηματιστηριακό επίπεδο φαίνεται να ξεκινάει με μικρότερη μεταβλητότητα, «κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό, αν σκεφτεί κανείς τις δυο χρονιές που προηγήθηκαν. Το ενθαρρυντικό είναι ότι βλέπουμε να υπάρχει μια αποκλιμάκωση στα κοστολόγια, κάτι αναμφισβήτητα θετικό για τους παραγωγούς οι οποίοι, έχοντας πλέον και την εμπειρία των δύο δύσκολων σεζόν με τις προπωλήσεις, θεωρώ ότι είναι πλέον σε θέση να πάρουν καλύτερες αποφάσεις, με μεγαλύτερη διασπορά κινδύνου και να έχουν ένα βελτιωμένο οικονομικό αποτέλεσμα», καταλήγει.