DG agri: Σταθεροποιητικές τάσεις στις τιμές ελαιολάδου, που παραμένουν όμως σε υψηλά επίπεδα

Αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου, με ρυθμούς ωστόσο σχετικά χαμηλούς, αναμένεται για τα επόμενα χρόνια στην ΕΕ, σύμφωνα με προβλέψεις της Διεύθυνσης Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Κομισιόν (DG Agri) που παρουσιάστηκαν σε πρόσφατη τηλεδιάσκεψη της Ομάδας Εργασίας για τον Ελαιοκομικό Τομέα.

Η DG Agri εκτιμά ότι η ώθηση θα προέλθει από δυναμικές αγορές μη ελαιοπαραγωγικών χωρών, όπως της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Γερμανίας, όπου το ελαιόλαδο θα είναι πλέον σαφώς πιο ανταγωνιστικό σε σχέση με τα υπόλοιπα φυτικά έλαια, τα οποία, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, έχουν καταστεί ιδιαίτερα ακριβά. Βέβαια, και οι τιμές του ελαιολάδου έχουν αυξηθεί αρκετά σε σύγκριση με τους μέσους όρους των τελευταίων ετών, γεγονός που αναπόφευκτα θα επηρεάσει τη ζήτηση.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που παρουσιάστηκαν στην τηλεδιάσκεψη, τις πρώτες τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου, οι τιμές στο λαμπάντε αυξήθηκαν κατά περίπου 15% στο σύνολο της ΕΕ κι έκτοτε σταθεροποιήθηκαν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα. Στο λιανεμπόριο, οι τιμές πήραν επίσης την ανιούσα, αφενός λόγω των αγορών πανικού στις οποίες επιδόθηκαν οι καταναλωτές, φοβούμενοι ελλείψεις στην αγορά, αφετέρου λόγω των αυξήσεων στα μεταφορικά κόστη.

Το έξτρα παρθένο σταθεροποιήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες (σ.σ. πριν από τις 10 Ιουνίου που πραγματοποιήθηκε η τηλεδιάσκεψη) στα 3,41 ευρώ/κιλό, τιμή η οποία πάντως παραμένει 16% πάνω από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Στην Ελλάδα και στην Ιταλία, το ίδιο διάστημα, το έξτρα παρθένο σημείωσε μικρή αύξηση στα 3,41 ευρώ/κιλό και 4,30 ευρώ/κιλό αντίστοιχα.

Στους 230.000 τόνους η φετινή ελληνική παραγωγή

Σε εμπορικό επίπεδο, στο πρώτο μισό της εμπορικής σεζόν που διανύουμε (2021/2022), οι εισαγωγές της ΕΕ από τρίτες χώρες άγγιξαν τους 75.000 τόνους, μειωμένες κατά 26% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα έναν χρόνο πριν και κατά 13% σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας.

Το 83% των εισαγωγών αυτών (62.000 τόνοι) προήλθε από την Τυνησία. Για τη φετινή χρονιά, η παραγωγή της Ελλάδας τοποθετείται από την Επιτροπή στους 230.000 τόνους, μειωμένη κατά 16% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, την ώρα που σε Ιταλία και Πορτογαλία αναμένεται ανάκαμψη σε 329.000 και 206.000 τόνους αντίστοιχα.

Μάλιστα, σύμφωνα με τις COPA και COGECA, η πορτογαλική παραγωγή αναμένεται να φτάσει φέτος ακόμα ψηλότερα, στους 215.000 τόνους. Και τα δύο νούμερα συνιστούν ιστορικό ρεκόρ για την ιβηρική χώρα και οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι ελαιώνες εντατικής και υπερεντατικής καλλιέργειας μπήκαν τα τελευταία χρόνια σε πλήρη παραγωγή. Για την Ισπανία, η πρόβλεψη της Κομισιόν είναι ότι η παραγωγή θα διαμορφωθεί στους 1,49 εκατ. τόνους.

Σύμφωνα με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις της DG Agri, η παραγωγή στην ΕΕ αναμένεται να αυξάνεται με ρυθμό 1,3% ετησίως μέχρι το 2031 , κυρίως λόγω των αυξήσεων σε Ισπανία και Πορτογαλία ενώ σε Ελλάδα και Ιταλία δεν αναμένονται ιδιαίτερες μεταβολές. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές εκτιμάται ότι θα «τρέχουν» με ετήσιο ρυθμό 4% στο ίδιο διάστημα ενώ, αντίθετα, οι εισαγωγές θα υποχωρούν κατά 1,4% ετησίως, με το όποιο κενό να καλύπτεται από το εσωτερικό εμπόριο της ΕΕ.

Μεταξύ άλλων, η DG Agri σημειώνει επίσης ότι η ανάκαμψη των τιμών τη σεζόν 2020/21 οδήγησε σε αύξηση των επενδύσεων σε νέους ελαιώνες, κυρίως εντατικής και υπερεντατικής καλλιέργειας. Προβλέπει επίσης ότι η κλιματική αλλαγή θα συνεχίσει να αποτελεί πρόκληση οδηγώντας στην επιλογή πιο ανθεκτικών στις νέες συνθήκες ποικιλιών.