Διεκδικούν περισσότερο χώρο στο ράφι τα φυτικά ροφήματα

Αύξηση 30% στους όγκους το 2020 για την ακόμα μικρή, αλλά ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά

του Γιάννη Τσατσάκη

Ξεκίνησαν δειλά-δειλά σαν μια niche αγορά, στοχεύοντας αρχικά σε μια μικρή δεξαμενή καταναλωτών που, είτε από συνειδητή επιλογή είτε για λόγους υγείας, αναζητούσαν τρόπους να υποκαταστήσουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα στη διατροφή τους δίχως παράλληλα να κόψουν πλήρως τους δεσμούς με συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες. Στην πορεία, άρχισαν να κερδίζουν φίλους και μεταξύ των πιο «παραδοσιακών» καταναλωτών, οι οποίοι θέλησαν να εμπλουτίσουν με αυτά το διαιτολόγιό τους, ακολουθώντας και τη διεθνή τάση για στροφή στα plant-based προϊόντα.

Ο λόγος για τα φυτικά ροφήματα, που αποτελούν πλέον μια ιδιαίτερα υπολογίσιμη αγορά, η οποία, έστω και χωρίς την ορμή που συνόδευε τα πρώτα λανσαρίσματα, εξακολουθεί να αναπτύσσεται με διψήφιους ρυθμούς κάθε χρόνο.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε στην «ΥΧ» η Έφη Γιαννακοπούλου, Senior Client Delivery Analyst της NielsenIQ, οι πωλήσεις των ροφημάτων φυτικής προέλευσης εντός των σούπερ μάρκετ στη χώρα μας ξεπέρασαν το 2020 τα 11 εκατ. λίτρα, σημειώνοντας αύξηση 30,6% σε σύγκριση με το 2019, ενώ η αξία τους άγγιξε τα 30 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 22,7%. Η τάση αυτή, μάλιστα, συντηρείται… και με το παραπάνω τους πρώτους δύο μήνες του 2021, όπου η αύξηση στους όγκους φτάνει το 46,6% και η αντίστοιχη στις αξίες το 34,6%.

Ατμομηχανή της κατηγορίας αναδεικνύεται το «γάλα» αμυγδάλου, το οποίο κατέχει το 68%, δηλαδή πάνω από τα 2/3 των πωλήσεων σε όγκους, παρουσιάζοντας μάλιστα αύξηση 35,1% σε ετήσια βάση, ενώ ακολουθούν τα ροφήματα σόγιας με μερίδιο 13%.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζουν και οι υποκατηγορίες των ροφημάτων καρύδας και βρώμης, οι οποίες «έτρεξαν» το 2020 με υψηλούς ρυθμούς 35,4% και 172,7% αντίστοιχα, έστω και αν οι ποσότητές τους είναι κατά πολύ μικρότερες.

Πωλήσεις φυτικών ροφημάτων στο οργανωμένο λιανεμπόριο
(όγκοι – σε λίτρα)

SDESC

2019

2020

Μεταβολή %

Δίμηνο 2020

Δίμηνο 2021

Μεταβολή %

Σύνολο

8.538.860

11.148.007

30,6

1.316.003

1.928.960

46,6

Αμύγδαλο

5.736.498

7.752.707

35,1

918.536

1.347.285

46,7

Σόγια

1.288.343

1.505.213

16,8

182.556

221.320

21,2

Καρύδα

876.104

1.081.767

23,5

124.978

184.636

47,7

Βρώμη

179.921

378.640

110,4

39.067

116.261

197,6

Ρύζι

141.391

117.022

-17,2

17.326

13.067

(24,6)

Λοιπά

316.603

312.658

-1,2

33.540

46.391

38,3

Πηγή: NielsenIQ

Χτυπάει πρωτιά πλέον η Όλυμπος

Μπορεί στο παρελθόν η αγορά των φυτικών ροφημάτων να ελεγχόταν κυρίως από ξένα brands, ωστόσο, η είσοδος ελληνικών επιχειρήσεων με ολοένα και περισσότερους κωδικούς έχει αλλάξει αρκετά τους όρους του παιχνιδιού. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει πλέον η Όλυμπος, το μερίδιο της οποίας, σύμφωνα με στελέχη της εταιρείας, έφτασε πέρυσι το 37,6%, πολύ κοντά δηλαδή στο 38,9% της Αlpro που, έστω και με βραχεία κεφαλή, διατήρησε την πρώτη θέση. Ωστόσο, στο δίμηνο του 2021, η θεσσαλική βιομηχανία φαίνεται να έχει αυξήσει το ποσοστό της στο 39,8%, παίρνοντας τα ηνία.

Στο χαρτοφυλάκιο της Όλυμπος περιλαμβάνονται πλέον 13 κωδικοί με βάση το αμύγδαλο, το καρύδι, το φιστίκι και το φουντούκι, ενώ πρόσφατα παρουσιάστηκε η νέα οικογένεια φυτικών ροφημάτων «Καρπός Βρώμη» (φυσική γεύση βρώμης, βρώμη-φουντούκι και βρώμη-protein). Πηγές της εταιρείας εκτιμούν ότι η ανάπτυξη στη συγκεκριμένη αγορά δεν είναι παροδική, αλλά θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια λόγω των ταχύτατων αλλαγών στις καταναλωτικές συμπεριφορές (δυσανεξία στη λακτόζη, τάση για φυτικής προέλευσης προϊόντα, περιβαλλοντικά θέματα κ.ά.).

Οι ίδιες πηγές τονίζουν, επίσης, στην «ΥΧ» ότι όλα τα φυτικά ροφήματά της παράγονται αποκλειστικά από ελληνικούς καρπούς κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει: «Πιστοί στη φιλοσοφία μας για την αξία των προϊόντων της ελληνικής γης, συνεργαζόμαστε αποκλειστικά με Έλληνες παραγωγούς, προκειμένου να προμηθευτούμε αμύγδαλα, βρώμη, καρύδια, φιστίκια και φουντούκια. Βασισμένοι σε αυτήν τη φιλοσοφία θα κινηθούμε και στο μέλλον, επενδύοντας στην καινοτομία και στην αξία της ελληνικής πρώτης ύλης», αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Ανεβαίνει και η Δέλτα

Σημαντικός παίκτης είναι επίσης και η Δέλτα, το μερίδιο της οποίας το 2020 έφτασε το 13,1%, ενώ στο δίμηνο του 2021 σκαρφάλωσε στο 16,2%. Η εταιρεία διαθέτει έξι κωδικούς στη συγκεκριμένη κατηγορία: ρόφημα αμυγδάλου με ή χωρίς ζάχαρη, φτιαγμένο από 100% ελληνικά αμύγδαλα, ρόφημα αμυγδάλου με κακάο και φουντουκιού με κακάο χωρίς προσθήκη ζάχαρης, ρόφημα καρύδας από φυσικό καρπό και ρόφημα βρώμης και 3 super σπόρων.

Όπως τονίζουν στην «ΥΧ» πηγές της εταιρείας, «με τη σειρά 100% φυτικών ροφημάτων με πλούσια γεύση και τη θρεπτική αξία των καρπών, καλωσορίζουμε την αλλαγή στις διατροφικές τάσεις ως πρόκληση και ερχόμαστε να καλύψουμε τις νέες γευστικές προτιμήσεις των καταναλωτών με την εγγύηση ποιότητας και ασφάλειας της Δέλτα».

Παρουσία στην εν λόγω αγορά έχoυν επίσης, μεταξύ άλλων, η Coca-Cola μέσω του brand Adez, η Γιώτης μέσω της Fytro και η Βιοκαρπός, ενώ αντίθετα η Upfield Ηellas δεν συμπεριλαμβάνει πλέον στο χαρτοφυλάκιό της τα τρία φυτικά ροφήματα Βιτάμ, που είχαν παρουσιαστεί το 2018. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί εδώ ότι η μητρική προχώρησε το 2019 στην εξαγορά της Arivia από τη Δράμα, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή φυτικών «τυριών» με μεγάλη επιτυχία (πλέον γνωστό σήμα της το Violife).

Στα 5 δισ. βλέπει η ING τις πωλήσεις παγκοσμίως μέχρι το 2025

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο (συμπεριλαμβάνοντας και το Ην. Βασίλειο), η αγορά των φυτικών «υποκατάστατων» γάλακτος, γιαουρτιού, τυριών κ.λπ. έφτασε το 2019, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της ING, τα 3,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 2,2 δισ. ευρώ αφορούσαν πωλήσεις ροφημάτων. Αντιπροσώπευε, μάλιστα, το 10% της συνολικής αγοράς γαλακτοκομικών, ποσοστό αναμφισβήτητα σημαντικό όταν, για παράδειγμα, τα εναλλακτικά του κρέατος προϊόντα μετά βίας φτάνουν το 1% του συνόλου της αντίστοιχης αγοράς.

Όπως τονίζει ο οικονομολόγος της τράπεζας, Thijs Geijer, υπάρχει προοπτική ο τζίρος των φυτικών «γαλακτοκομικών» να φτάσει τα 5 δισ. ευρώ το 2025. Σύμφωνα με τον ίδιο, κύρια πρόκληση παραμένει για τους κατασκευαστές να γεφυρώσουν το χάσμα των τιμών σε σύγκριση με τα συμβατικά γαλακτοκομικά, να βελτιώσουν πτυχές όπως η γεύση και η υφή, αλλά και να αυξήσουν τη διαθεσιμότητα των προϊόντων τους. Σημειώνει, επίσης, ότι η διείσδυση των φυτικών ροφημάτων στα νοικοκυριά κομβικών ευρωπαϊκών αγορών κυμαίνεται αυτήν τη στιγμή μεταξύ 30%-50%, σαφώς χαμηλότερα δηλαδή από αυτήν του γάλακτος, που ξεπερνά το 90%.

Πολλές γαλακτοβιομηχανίες, όπως σχολιάζει ο κ. Gejer, έχουν ακολουθήσει έως τώρα μία προσέγγιση τύπου «βλέποντας και κάνοντας», ωστόσο start ups, όπως η Oatly, αλλά και κολοσσοί, όπως η Danone, μπήκαν στο παιχνίδι χτίζοντας σταδιακά αυτή την εναλλακτική κατηγορία. Όσοι πλέον θέλουν να εισέλθουν στη συγκεκριμένη κατηγορία σε μία πιο δομημένη και συστηματική βάση θα έχουν, όπως επισημαίνει, την ευκαιρία να χτίσουν πάνω στη γνώση που έχει αναπτυχθεί ως προς τις καταναλωτικές προτιμήσεις, αλλά και να ωφεληθούν από τις υπάρχουσες εφοδιαστικές αλυσίδες και τα υφιστάμενα συμβόλαια με τους μεγάλους λιανέμπορους.

Μαρία Αντωνίου