Δικαιώνει τις προσδοκίες των παραγωγών το ακτινίδιο

Αυξημένες έως 20% οι τιμές σε σχέση με πέρυσι, σταθερές οι εξαγωγές

Με καλές εμπορικές ροές εξελίσσεται η εξαγωγή ακτινιδίων. Σε μια σεζόν στην οποία από νωρίς ο πήχης μπήκε ψηλά μετά και από την παρακαταθήκη της προηγούμενης χρονιάς, η αγορά δείχνει να ανταποκρίνεται, επιβεβαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες και επιβραβεύοντας τις καλές εμπορικές πρακτικές.

Όσοι παραγωγοί πούλησαν αμέσως μετά τη συγκομιδή πληρώθηκαν με 60-70 λεπτά το κιλό, τιμές σαφώς υψηλότερες από πέρσι, ενώ αντίστοιχη εκτίμηση κάνουν, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, οι ομάδες και οι συνεταιρισμοί για τους παραγωγούς που θα πληρωθούν με την εκκαθάριση στο τέλος της σεζόν. Ήδη, οι τιμές εμπορίας είναι έως και 20% υψηλότερες σε σχέση με πέρυσι, ενώ και οι εξαγωγές κινούνται σε επίπεδο όγκων με τους περσινούς ρυθμούς.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, που επεξεργάζεται ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas, μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 2021 οι εξαγωγές ανέρχονταν σε 126.046 τόνους έναντι 126.601 τόνων το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.

 

Ελεγχόμενες οι εξαγωγικές ροές

«Η ζήτηση ήταν εμφανώς μεγάλη μέχρι και τον Ιανουάριο, από εκεί και πέρα η αγορά είναι πιο ‘‘ήσυχη’’ και οι εξαγωγικές ροές σταθερές. Αυτό είναι καλό, καθώς δεν επιθυμούμε να ‘‘τρέχει’’ η αγορά, γιατί αυτό ενέχει τον κίνδυνο να μην μπορούμε να την καλύψουμε», σχολιάζει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της ΕΑΣ Καβάλας, Κώστας Λεπίδας, σημειώνοντας ότι «οι τιμές ξεκίνησαν από την αρχή πολύ καλά και τώρα φαίνεται μια σταθεροποίηση με μια τάση αύξησης 5 λεπτών/κιλό κάποιες εβδομάδες».

Σε σχέση με πέρσι, σύμφωνα με τον ίδιο, οι τιμές είναι αυξημένες κατά 20%. Η εμπορία θα ολοκληρωθεί φέτος για τον συνεταιρισμό λίγο νωρίτερα περί τις 10 Απριλίου, καθώς και η παραγωγή ήταν μικρότερη κατά 1.000 τόνους στους 8.000 τόνους.

Άνοιξε νέες αγορές η Ζευς

Για τιμές υψηλότερες από πέρυσι, που ήταν και πάλι μια καλή χρονιά για το ακτινίδιο, κάνει λόγο και η Χριστίνα Μανώση, εμπορική διευθύντρια της Ζευς Ακτινίδια. «Είναι μια χρονιά με μεγάλες απαιτήσεις. Ο πήχης είναι πολύ ψηλός, όπως και οι απαιτήσεις των παραγωγών, οι προκλήσεις είναι πολλές και ο ανταγωνισμός έντονος», δηλώνει στην «ΥΧ».

Η ίδια αναφέρει ότι η ομάδα παραγωγών φέτος έχει πραγματοποιήσει αυξημένες εξαγωγές κατά 10% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Όπως εξηγεί, «διευρύναμε πολύ το πελατολόγιό μας και εκτός Ευρώπης, ‘’πιάσαμε’’ αφρικανικές χώρες, Ασία, καθώς και Αμερική. Συνάψαμε συμφωνίες, οι οποίες δεν μας επέτρεπαν να μειώσουμε τους όγκους, καθώς έχουμε να κάνουμε με σούπερ μάρκετ. Γι’ αυτό και αυξήθηκε ο ρυθμός εξαγωγών. Και στη βρετανική αγορά συνέβη το ίδιο, που είναι μια πολύ σημαντική αγορά για εμάς».

Συμπληρώνει ότι, όπως διαφαίνεται, ο ρυθμός εξαγωγών θα εξελιχθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι εφικτό να καλυφθεί όλη η εμπορική περίοδος, η οποία, βάσει προγραμματισμού, φτάνει μέχρι τα μέσα Μαΐου, με δεδομένη την οριακή αύξηση της παραγωγής, που συνέλεξε η Ζευς στους 6.500 τόνους. Σε ό,τι αφορά την τιμή παραγωγού, η οποία προκύπτει με την εκκαθάριση, η κα Μανώση αναφέρει ότι «σίγουρα πάμε για καλύτερη τιμή φέτος, αλλά ακόμα δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε αν θα φτάσουμε τον πήχη που βάζουν οι παραγωγοί, που ανάλογα με την περιοχή και το κτήμα κυμαίνεται από 60 έως 68 λεπτά έναντι μέσης τιμής 50 λεπτών πέρσι».

Μόνο στο μάρκετινγκ χάνουμε από τους Ιταλούς

Η Χριστίνα Μανώση σημειώνει ότι οι Ιταλοί, που αντιμετωπίζουν σοβαρά παραγωγικά προβλήματα, αναμένουν να τελειώσει η δική μας εμπορική περίοδος για να μπουν στην αγορά πιο δυνατά. «Αυτό πρέπει να το εκμεταλλευτούμε προς όφελός μας, κάτι που κάνουμε εν πολλοίς. Θα πρέπει, όμως, να απαιτήσουμε και καλύτερες τιμές. Δεν μπορεί η Ελλάδα, με πολύ καλή ποιότητα, να πουλάει με 1,10 ευρώ/κιλό και η Ιταλία με 1,50. Νομίζω ότι πάσχουμε στο θέμα του μάρκετινγκ και όταν υπολείπεται κανείς σε αυτό, δεν μπορεί να διεκδικήσει καλύτερες τιμές».

Στο 1,2 ευρώ/κιλό διαμορφώνονται οι τιμές στα συσκευασμένα προς πώληση ακτινίδια, σύμφωνα με τον Σπύρο Κακοσίμο από την Kakosimos Farm, που εδρεύει στην Άρτα. Ο ίδιος παρατηρεί ότι η ζήτηση ήταν πιο αυξημένη μετά το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου, κάτι το οποίο συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, φέτος όμως ήταν σαφώς πιο έντονη και από νέες αγορές.