Δραματική η μείωση της ορεινής κτηνοτροφίας στη Στερεά Ελλάδα

Ξεπέρασε το 40% την τελευταία δεκαετία σε Φωκίδα και Ευρυτανία

Οι περιφερειακές ενότητες της Ευρυτανίας και Φωκίδας αποτελούν μέρος των ορεινών κτηνοτροφικών περιοχών της χώρας μας. Τα τελευταία χρόνια, βιώνουν τις αρνητικές συνέπειες της εγκατάλειψής τους. Τόποι με πλούσια παράδοση στην αιγοπροβατοτροφία τείνουν σε λίγα χρόνια να ερημωθούν και μαζί με αυτούς να λησμονηθεί όλη η πλούσια πολιτιστική και περιβαλλοντική κληρονομιά τους. Τα αίτια αυτής της αρνητικής εξέλιξης εδράζονται στις εγγενείς αδυναμίες της χώρας μας σε εθνικό, αλλά και σε τοπικό επίπεδο. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και αποκαλύπτουν με ξεκάθαρο τρόπο το επερχόμενο τέλος. Ο γερασμένος αγροτικός πληθυσμός, που, για ακόμη λίγα χρόνια, θα κρατά τη σκυτάλη στα χέρια του, αδυνατεί να την παραδώσει στην επόμενη γενιά, διότι οι νέοι δεν ενδιαφέρονται για την κτηνοτροφία.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας Στερεάς, η Ευρυτανία το 2007 αριθμούσε 1.317 κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις με 80.000 αιγοπρόβατα. Το 2016, οι εκμεταλλεύσεις μειωθήκαν στις 700 περίπου και ο αριθμός του ζωικού κεφαλαίου έπεσε στις 65.000. Την ίδια εικόνα παρατηρεί κάποιος και στη Φωκίδα, όπου ο αριθμός των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων το 2007 ήταν 1.374 με 150.000 αιγοπρόβατα και το 2016 έπεσε δραματικά στις 881 εκμεταλλεύσεις με 118.000 ζώα.

Την αρνητική κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή της Φωκίδας μας μεταφέρει κτηνοτρόφος της περιοχής, Γιάννης Γκρίνιας: «Ο νομός μας είχε μεγάλο αριθμό κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Στη Δεσφίνα, για παράδειγμα, ο αριθμός των ζώων ξεκινούσε από 200 αιγοπρόβατα και ξεπερνούσε τα 1.000. Ήταν μονάδες που έδιναν ένα ικανοποιητικό εισόδημα στις οικογένειες. Δυστυχώς, όμως, το κόστος παραγωγής, οι χαμηλές τιμές των προϊόντων μας, ο γερασμένος πληθυσμός, η γραφειοκρατία της νομιμοποίησης των σταβλικών εγκαταστάσεων και ο αφανισμός κοπαδιών από τους λύκους συνετέλεσαν στη μεγάλη μείωση των εκμεταλλεύσεων αυτών. Η είσοδος νέων στο επάγγελμα του κτηνοτρόφου κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα και εστιάζεται κυρίως στην κλειστή κτηνοτροφία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο ορεινός πλούσιος φυτικός όγκος στο προσεχές μέλλον δεν θα καταναλώνεται, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία και στην ποιότητα των παραγόμενων κτηνοτροφικών προϊόντων μας».

Στο ερώτημά μας, σχετικά με το αν μπορεί να υπάρξει αναστροφή σε αυτή την αρνητική πορεία της ορεινής κτηνοτροφίας, ο κ. Γκρίνιας ήταν αρκετά σαφής: «Το μοντέλο παραγωγής της ορεινής κτηνοτροφίας αποτελεί κομμάτι της παράδοσης και του πολιτισμού μας και πρέπει να το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού για πολλούς λόγους.

Η δυνατότητα προσέλκυσης νέων κτηνοτρόφων με τη γενναία στήριξη της πολιτείας θα πρέπει να αποτελέσει το κυρίαρχο ζήτημα στη χάραξη της εθνικής μας αγροτικής πολιτικής. Πρέπει να το καταλάβουμε ότι η ορεινή κτηνοτροφία δεν έχει μόνο σχέση με την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας, αλλά συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην προστασία του περιβάλλοντος και στη στήριξη της απασχόλησης».