Οι δύο πραγματικότητες της αγροτικής Ελλάδας και η αιγοπροβατοτροφία

Οι συζητήσεις όλο αυτό το διάστημα, πρωτίστως με παραγωγούς και αγροτικές δομές για την επόμενη μέρα της συγκυρίας που βιώνουμε, αποτυπώνουν τις δύο πραγματικότητες που συνυπάρχουν.

Συνομιλώντας με γεωργούς του Βελβεντού, για παράδειγμα, που είναι ενεργά μέλη του ΑΣΕΠΟΠ, διαπιστώνεις ένα αίσθημα ασφάλειας, αν και παράγουν ένα ιδιαίτερα ευάλωτο, τόσο παραγωγικά όσο και οικονομικά, προϊόν. Τα στελέχη της οργάνωσης δείχνουν να γνωρίζουν τις ιδιομορφίες της αγοράς την περίοδο αυτή, πώς και με ποιους όρους θα διακινηθεί το προϊόν τους, και έχουν ήδη κλείσει εμπορικές συμφωνίες.

Το ίδιο ισχύει και στη Ζαγορά, όπου εδώ η αυξημένη ζήτηση για μήλα λόγω του κορωνοϊού έχει σχεδόν αδειάσει τα ψυγεία με την περσινή παραγωγή. Ωστόσο, τα στελέχη του συνεταιρισμού είναι στους οπωρώνες παρέχοντας συμβουλές πεδίου στους καλλιεργητές, ενώ άλλοι σχεδιάζουν προϊόντα πρώτης και δεύτερης μεταποίησης που θα προσδώσουν προστιθέμενη αξία στο μήλο.

Αίσθημα ασφάλειας σε ιδιαίτερα ευμετάβλητες εποχές διακρίνεις επίσης και στα μέλη της γειτονικής ΕΒΟΛ.

Υπάρχει όμως και μία δεύτερη πραγματικότητα, αυτή της μεμονωμένης, ατομικής πορείας, τις συνέπειες της οποίας βιώνουν σήμερα πολλοί αιγοπροβατοτρόφοι.

Και, όμως, τα μηνύματα για τον κλάδο ήταν μέχρι πρόσφατα ενθαρρυντικά. Μετά από καιρό, η τιμή του γάλακτος αυξήθηκε, για να ακολουθήσουν και οι τιμές του κρέατος από την αρχή του έτους. Το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων περιορίστηκε σημαντικά, ενώ τελικά μόνο δύο χώρες έριξαν σχετικά μικρές ποσότητες προϊόντων τους στην αγορά, η Βόρεια Μακεδονία και η Σλοβενία.

Με την εμφάνιση του κορωνοϊού, πολλά άλλαξαν. Στην προσπάθειά τους κάποιοι να τεκμηριώσουν το αίτημα ένταξης στους ΚΑΔ, μιλούσαν για κατάρρευση τιμών παραγωγού. Στην ίδια λογική, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν λόγο για απώλεια της αγοράς της Ιταλίας, η οποία υποτίθεται ότι θα απορροφούσε 700.000 αμνοερίφια (αν και συνήθως απορροφά τα μισά από αυτά). Σε αυτό συχνά προστέθηκε ότι οι κλειστές ταβέρνες θα οδηγούσαν σε κάθετη πτώση της κατανάλωσης κρέατος και σε αδιάθετα τουλάχιστον ένα εκατομμύριο σφάγια.

Σε όλα τα παραπάνω, που διαμόρφωναν προϋποθέσεις πανικού, προστέθηκε και κάτι επιπλέον που συνέβαλε ώστε να πεισθούν πολλοί κτηνοτρόφοι να πουλήσουν σε χαμηλότερες τιμές: Ήταν η βεβαιότητα κάποιων, εντύπων, ιστοσελίδων, πολιτικών, διάφορων παραγόντων ότι το ΥΠΑΑΤ θα αποζημιώσει τον κτηνοτρόφο ακόμη και για απώλειες που δεν σχετίζονται με τον κορωνοϊό, με ένταξη στους ΚΑΔ, «δεύτερη συνδεδεμένη ενίσχυση», με δύο ευρώ το κιλό για ό,τι έχει σφαχτεί ακόμη και από τον Ιανουάριο χωρίς μάλιστα την ανάγκη ιδιαίτερης τεκμηρίωσης κ.λπ.

Μάλιστα, η ουσία αυτών συχνά θύμιζε άλλες εποχές, που παραγωγοί συγκεκριμένου προϊόντος, αγοραστές, τοπικοί βουλευτές και υπουργοί είχαν συμφωνήσει μία χαμηλή τιμή πώλησης, με το κράτος συνήθως μέσω του ΕΛΓΑ να συμπληρώνει με αποζημιώσεις τη χαμηλή αυτήν τιμή που πληρώθηκε ο παραγωγός.

Φτάσαμε έτσι το Πάσχα ο καταναλωτής της Αθήνας να έχει πληρώσει το αρνί και το κατσίκι με 10 και 11 ευρώ, τα κρεοπωλεία να έχουν ξεπουλήσει και ο κτηνοτρόφος να περιμένει να διασωθεί από την όποια αποζημίωση του ΥΠΑΑΤ.

Μάλλον κάπου σφάλλουμε.