Έδιωξαν στοκ οι κονσερβοποιίες

Με λιγότερα βάρη και αυξημένη έμφαση στις μικρές συσκευασίες κομπόστας μπαίνει στη νέα σεζόν η βιομηχανία

Την ευκαιρία να διώξουν ένα σημαντικό μέρος του στοκ που κουβαλούσαν από την περυσινή χρονιά, ώστε να μπουν με σαφώς λιγότερα «βαρίδια» στη νέα σεζόν, έδωσε στις ελληνικές κονσερβοποιίες το… ανακάτεμα που προκάλεσε στην παγκόσμια αγορά κομπόστας ο κορωνοϊός.

Η στροφή των καταναλωτών σε προϊόντα μακράς διάρκειας είχε ως αποτέλεσμα την εκρηκτική αύξηση των φορτώσεων με προορισμό το λιανεμπόριο. Εκεί δηλαδή όπου, σύμφωνα με εκτιμήσεις των ανθρώπων του κλάδου, κατευθύνεται χονδρικά το 60% έως 70% της εγχώριας παραγωγής σε συσκευασίες του ενός και του μισού κιλού. Αυτή η εκτίναξη της ζήτησης στο ράφι, πέρα από μείωση των αποθεμάτων, έφερε και επιτάχυνση των ταμειακών ροών, προσφέροντας μια ευπρόσδεκτη ανάσα ρευστότητας.

Την ίδια στιγμή, όμως, η καθίζηση της εστίασης, η οποία απορροφά το υπόλοιπο 30%-40% της παραγωγής, εξαφάνισε τη ζήτηση για μεγαλύτερες συσκευασίες (από τρία κιλά και πάνω), πλήττοντας κυρίως όσες βιομηχανίες ήταν στρατηγικά προσανατολισμένες σε αυτό το κομμάτι της αγοράς. Ήδη, αρκετές από αυτές αναπροσαρμόζουν τον σχεδιασμό τους, ώστε να δώσουν από φέτος μεγαλύτερη έμφαση στο κανάλι του retail.

Στα περσινά επίπεδα τα αποθέματα

Σε γενικές γραμμές, οι επιχειρηματίες του χώρου εκτιμούν ότι το πρόσημο για την ελληνική κομπόστα από τις ανακατατάξεις που προκάλεσε η πανδημία είναι θετικό, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι από τώρα καταγράφεται ζωηρό το ενδιαφέρον των αγοραστών για την παραγωγή της νέας σεζόν. «Από τις αρχές Μαρτίου διαπιστώσαμε μια έκρηξη της ζήτησης στις συσκευασίες του retail. Για ένα δίμηνο περίπου είχαμε πολύ αυξημένες φορτώσεις, ωστόσο από τα μέσα Απριλίου και μετά το σκηνικό άρχισε να ισορροπεί και οι εξαγωγικές ροές έχουν πλέον επανέλθει στους συνήθεις ρυθμούς.

Στο μεταξύ, το πρόβλημα με την αγορά του HORECA παραμένει και επιτείνει τις δυσκολίες που έχουν δημιουργήσει οι αυξημένοι δασμοί των ΗΠΑ», λέει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδος (ΕΚΕ), Κώστας Αποστόλου. Όπως εξηγεί ο ίδιος, «η εν λόγω αγορά κινείται κυρίως με την εστίαση και οι ελληνικές εξαγωγές αφορούν κατά κανόνα τρίκιλες συσκευασίες».

Πρόβλημα φαίνεται ότι υπάρχει και με τις αγορές της Λατινικής Αμερικής, όπου «πολλοί πελάτες μας αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν καλύπτουν πλέον τις εξαγωγές», σημειώνει. Οι χώρες του δυτικού ημισφαιρίου (ΗΠΑ, Καναδάς, Λατινική Αμερική) απορροφούν ετησίως το 15%-20% των ελληνικών εξαγωγών κομπόστας, ωστόσο ο μεγαλύτερος πελάτης της εγχώριας βιομηχανίας με ποσοστό που ξεπερνά το 60% παραμένει η ΕΕ. «Συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα, εκτιμώ ότι στο τέλος Ιουνίου, που κάνουμε την καταμέτρηση των αποθεμάτων, θα βρισκόμαστε περίπου στα περσινά επίπεδα», υπογραμμίζει ο κ. Αποστόλου, προσθέτοντας ότι η παραγωγή της σεζόν 2019/2020 ήταν αυξημένη κατά τουλάχιστον 10% σε σχέση με έναν χρόνο πριν, ξεπερνώντας τα 12 εκατ. χαρτοκιβώτια.

Ανοιχτή πληγή η αγορά των ΗΠΑ

«Όλο αυτό το σκηνικό βοήθησε τις επιχειρήσεις να ξεστοκάρουν. Αποσυμπιέστηκε κάπως η κατάσταση και επιστρέψαμε σε μια τρόπον τινά κανονικότητα», δηλώνει από την πλευρά του ο Στέλιος Θεοδουλίδης, γεν. διευθυντής της συνεταιριστικής Venus Growers, που απορροφά ετησίως περί τους 45.000 τόνους συμπύρηνου. Υπογραμμίζει ότι ήδη καταγράφεται αυξημένο ενδιαφέρον από αγοραστές για τη νέα παραγωγή, «δεδομένου ότι υπάρχει ανησυχία για ένα δεύτερο κύμα εξάπλωσης του ιού, οπότε ορισμένοι θέλουν να ‘’κλειδώσουν’’ τις θέσεις τους από νωρίς». Προβλέπει, επίσης, ότι περισσότερες εταιρείες θα στραφούν φέτος στις μικρές συσκευασίες, κάτι που αναπόφευκτα θα εντείνει τον ανταγωνισμό. Ανοιχτή πληγή, κατά τον ίδιο, παραμένουν οι δασμοί των ΗΠΑ η αναθεώρηση των οποίων, μετατέθηκε για τον Αύγουστο, «κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χαθεί για άλλη μια χρονιά μια μεγάλη αγορά».

Κατά τον κ. Θεοδουλίδη, πάντως, η πιο άμεση πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει φέτος ο κλάδος έχει να κάνει με το ανθρώπινο δυναμικό: «Πρωτίστως, σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής, όπου πρέπει να συγκεντρωθεί κόσμος για να γίνει αρχικά το αραίωμα και, εν συνεχεία, η συγκομιδή και, δευτερευόντως, σε επίπεδο μεταποίησης, όπου πρέπει να διασφαλιστεί η προστασία του προσωπικού και, ταυτόχρονα, η ομαλή λειτουργία των εργοστασίων. Όλα αυτά σε καιρούς κοινωνικής αποστασιοποίησης», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Πιο νωρίς εμφανίζονται φέτος οι αγοραστές

«Ως κλάδος, θα λέγαμε ότι μας βγήκε η συγκυρία. Το retail κινήθηκε πολύ καλά, το foodservice αντίθετα πάγωσε, όμως συνολικά μπορέσαμε να ξεστοκάρουμε και να είμαστε πιο άδειοι ενόψει του καλοκαιριού», δηλώνει στην «ΥΧ» ο διευθύνων σύμβουλος της Intercomm Foods, Στέργιος Τσαγκούλης. Η θεσσαλική εταιρεία που παράγει ετησίως 25.000 τόνους κομπόστας ροδάκινου, πέρα από το λιανεμπόριο και την εστίαση, διοχετεύει ένα σημαντικό κομμάτι της παραγωγής της στη βιομηχανική χρήση. Αυτή η «διασπορά» του πελατολογίου είχε ως αποτέλεσμα να καταγράφει αύξηση 10% του τζίρου της στο πρώτο τετράμηνο, ενώ ήδη γίνεται αποδέκτης αυξημένου ενδιαφέροντος από ξένους πελάτες για τη νέα παραγωγή. Ο κ. Τσαγκούλης δεν αποκλείει η ελληνική κονσερβοποιία να βγει ωφελημένη και από την αναζωπύρωση της κόντρας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Ωστόσο, παραμένει συγκρατημένος για την «επόμενη μέρα», υπογραμμίζοντας ότι «ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι θα παραμείνει ανεπηρέαστος από μια παγκόσμια ύφεση».

Καθηλωμένη η ζήτηση από το κανάλι της εστίασης

Σε αναπροσαρμογή της παραγωγής της, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στο retail, σκοπεύει να προχωρήσει τη φετινή σεζόν η Δαναΐς ΑΕ. «Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε μια γκρίζα ζώνη. Οι καταναλώσεις των μεγάλων συσκευασιών που αφορούν το catering, τις υπηρεσίες και την εστίαση γενικότερα έχουν καθηλωθεί, ήδη έχουμε κάνει μεταχρονολόγηση λήξης κάποιων συμβολαίων. Ως εκ τούτου, ο σχεδιασμός είναι να τις μειώσουμε κατά πολύ και να αυξήσουμε αντίστοιχα τις μικρότερες, ώστε να καλύψουμε τα κενά μας», δηλώνει στην «ΥΧ» ο Μιλτιάδης Κονοπισόπουλος, εκ των ιδιοκτητών της επιχείρησης. Ο ίδιος, βέβαια, τονίζει ότι πρέπει να υπάρξει προσοχή, ώστε να μη στραφούν ξαφνικά όλες οι ελληνικές βιομηχανίες στη μικροσυσκευασία σε ποσότητες που δεν θα μπορεί να απορροφήσει η αγορά. «Μέσα από τις διορθωτικές κινήσεις που θα κάνουμε στην παραγωγή μας, ο στόχος πρέπει να είναι να μη μας βρει το 2021 με επιπλέον στοκ», υπογραμμίζει, προσθέτοντας με νόημα ότι «ακόμα ένα ζητούμενο είναι να λειτουργήσει σωστά ο ανταγωνισμός και να μη νοθευτεί από τυχόν αθρόα χορήγηση δανείων με εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου, την τύχη των οποίων όλοι γνωρίζουμε».