Εξαίρεση και όχι κανόνας η πληρωμή των παραγωγών εντός 30 ημερών

Μικρή πρόοδος, και αυτή σε συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες τροφίμων, έχει συντελεστεί στο πεδίο της αποπληρωμής των προμηθευτών από τα σούπερ μάρκετ, παρά την ενεργοποίηση πριν από λίγους μήνες του ν. 4792/2021, που προβλέπει εξόφληση εντός 30 ημερών για τα νωπά και ευαλλοίωτα αγροτικά προϊόντα και εντός 60 ημερών για τα υπόλοιπα με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση στην «ΥΧ» επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και διακίνηση επώνυμων κηπευτικών και ο οποίος συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις μεγάλες αλυσίδες: «Σε ό,τι αφορά τους δικούς μας πελάτες, παραμένουμε στην ίδια διαχείριση. Υπάρχουν αλυσίδες που μας εξοφλούν εντός 45-50 ημερών από την τιμολόγηση και κάποιες άλλες που η αποπληρωμή γίνεται 55 μέρες μετά το κλείσιμο του μήνα». Όπως διευκρινίζει, πάντως, ο ίδιος, όλα γίνονται στη βάση συμφωνιών και, υπό αυτή την έννοια, «δεν μπορούμε να μιλάμε για κακοπληρωτές».

Τα πράγματα βέβαια είναι πολύ χειρότερα στις συναλλαγές με εμπόρους που δραστηριοποιούνται στις λαχαναγορές, που ο χρόνος εξόφλησης «απλώνεται» σε πολλούς μήνες. Ενδεικτικά, ο συνομιλητής μας πρόσφατα έλαβε από έμπορο επιταγή που λήγει στα τέλη Απριλίου για πωλήσεις που πραγματοποίησε τον Σεπτέμβριο του 2021.

«Οι ‘‘λαχαναγορίτες’’ μας ζητάνε… τράτο με το επιχείρημα ότι πουλάνε σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, τα οποία φτάνουν να τους αποπληρώσουν σε εννέα ή και δώδεκα μήνες», δηλώνει στην «ΥΧ» επικεφαλής μεγάλου συνεταιρισμού οπωροκηπευτικών, ο οποίος επίσης δεν βλέπει κάποια ουσιαστική μεταβολή στη μεταχείριση από τα σούπερ μάρκετ.

«Όταν σου δίνουν στις 30 μέρες μια επιταγή 30 ή 45 ημερών, ο χρόνος εξόφλησης πρακτικά διαμορφώνεται στις 60-75 μέρες και πάλι. Εμείς εξακολουθούμε να πληρώνουμε τους παραγωγούς πολύ πιο σύντομα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανισορροπία», προσθέτει ο ίδιος.

Ζητούνται ανταλλάγματα

Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που ο χρόνος εξόφλησης πέφτει μεν όντως στις 30 ή στις 60 μέρες, με τους λιανέμπορους όμως να ζητάνε κάποιο αντάλλαγμα είτε σε επίπεδο παροχών είτε σε επίπεδο έκπτωσης στην τιμή του προϊόντος. Όταν τίθενται τέτοια «διλήμματα», όπως αναφέρει στην «ΥΧ» υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης μεταποιητικής βιομηχανίας, ουκ ολίγοι προμηθευτές επιλέγουν να εξοφληθούν σε μεγαλύτερο διάστημα αν και, όπως είναι λογικό, αυτό εξαρτάται και από τις ανάγκες ρευστότητας της κάθε επιχείρησης.

Εκεί που φαίνεται να έχουν γίνει πράγματι κάποια βήματα είναι στα τυροκομικά, σύμφωνα τουλάχιστον με τους επικεφαλής δύο επιχειρήσεων με τους οποίους ήρθε σε επαφή η «ΥΧ». Όπως σημειώνουν, στις περισσότερες των περιπτώσεων η εξόφληση από τις αλυσίδες γίνεται πλέον εντός δύο μηνών όταν μέχρι πρότινος το διάστημα αυτό μπορεί να έφτανε και τους έξι μήνες.

Αξιοσημείωτο, πάντως, είναι ότι αρκετοί από τους συνομιλητές μας ανέφεραν ότι από την πλευρά των σούπερ μάρκετ υπάρχει διάθεση να απορροφηθεί το μεγαλύτερο μέρος των ανατιμήσεων, τις οποίες οι προμηθευτές είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να κάνουν, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα αυξημένα κοστολόγια.

«Προϋπόθεση γι’ αυτό βέβαια είναι να υπάρχει μια καλή συνεργασία και να έχει καλλιεργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας εκ των επιχειρηματιών.

Σύμφωνα με το τελευταίο «Πανόραμα των ελληνικών σούπερ μάρκετ» που αντλεί στοιχεία από τις ισολογισμούς 34 αλυσίδων, το 2020 η ΜΕΤΡΟ φαίνεται να εξοφλεί ταχύτερα εντός 86,52 ημερών, ενώ, στον αντίποδα, για τη Σκλαβενίτης το αντίστοιχο διάστημα είναι 149,3 μέρες. Αντίστοιχα, η Μασούτης πληρώνει σε σχεδόν 119,92 μέρες, η ΑΒ Βασιλόπουλος σε 105,41 μέρες, η Μarket In σε 142,56 μέρες και η Γαλαξίας σε 101,06 μέρες.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, τα στοιχεία αυτά δεν είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά για τις συναλλαγές που αφορούν τα τρόφιμα και τα αγροτικά προϊόντα. Ενδεικτικά, για τη Σκλαβενίτης το διάστημα εξόφλησης για αυτές τις κατηγορίες είναι πολύ χαμηλότερο, ενώ ελάχιστοι είναι και οι δυσαρεστημένοι προμηθευτές, έστω και αν οι χρόνοι απέχουν πλέον αρκετά από την «προ διάσωσης Μαρινόπουλου» εποχή…

Εντείνεται η κινητικότητα στα σούπερ μάρκετ

Μπροστά σε έναν νέο κύκλο ανακατατάξεων βρίσκεται ο χώρος των σούπερ μάρκετ, μετά από μια διετία… σχετικής ηρεμίας, η οποία, όμως, λόγω και των ειδικών συνθηκών που διαμόρφωσε η πανδημία, χαρακτηρίστηκε από διψήφια ποσοστά αύξησης των πωλήσεων.

Η εκτίμηση ότι το οργανωμένο λιανεμπόριο στη χώρα μας «σηκώνει» νέες εξαγορές και συγχωνεύσεις έχει διατυπωθεί ουκ ολίγες φορές τα τελευταία χρόνια από παράγοντες της αγοράς, δεδομένου ότι ο κλάδος, σε σύγκριση τουλάχιστον με τους αντίστοιχους άλλων δυτικών κρατών, θεωρείται –ακόμα– αρκετά διασπασμένος.

Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς (σ.σ. η Lidl Hellas δεν δημοσιεύει οικονομικές καταστάσεις), τρεις αλυσίδες ελέγχουν σχεδόν το 70% της συνολικής πίτας. Υπό μία έννοια, λοιπόν, η σταδιακή «επιστροφή στην κανονικότητα» δίνει το έναυσμα για να τεθούν σε κίνηση ζυμώσεις και σχεδιασμοί που ενδεχομένως προϋπήρχαν, αλλά στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης είχαν μπει προσωρινά στο συρτάρι.

Ο όρος «κανονικότητα» είναι βέβαια σχετικός, αν λάβει κανείς υπόψη τις δραματικές αυξήσεις στα κοστολόγια και το συνακόλουθο κύμα ανατιμήσεων σε ολόκληρο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας. Το ρεκόρ 25ετίας που σημείωσε ο πληθωρισμός τον Ιανουάριο είναι χαρακτηριστικό και αντικατοπτρίζει μια νέα εν πολλοίς πρωτόγνωρη συνθήκη, η οποία δοκιμάζει εκ νέου τις σχέσεις των σούπερ μάρκετ τόσο με τους καταναλωτές όσο και με τους προμηθευτές τους.

Πόδι στην Κρήτη βάζει ο Μασούτης

Σε αυτό το πλαίσιο, η πρώτη για το 2022 κίνηση στην επιχειρηματική σκακιέρα έρχεται από τη Μασούτης που, μέσω της επικείμενης απόκτησης του 50% της ΣΥΝΚΑ, βάζει πόδι στην αγορά της Κρήτης, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το δίκτυό της, στο οποίο, εκτός από την Αττική (όπου εισήλθε το 2018 εξαγοράζοντας την Προμηθευτική), περιλαμβάνεται πλέον και η Πελοπόννησος (Πάτρα).

Παράλληλα, αποκτά παρουσία και στις υπόλοιπες νησιωτικές περιοχές στις οποίες είχε επεκταθεί τα τελευταία χρόνια η ΣΥΝΚΑ, εξαγοράζοντας το 2014 τη Βιδάλης (Δωδεκάνησα, Κυκλάδες) και το 2020 τη Δήμητρα Μαρκάτο (Κέρκυρα).

Η κρητική αλυσίδα με τη συνεταιριστική δομή αριθμεί σήμερα 74 καταστήματα και το 2020, βάσει του τελευταίου δημοσιευμένου ισολογισμού της, οι πωλήσεις της ανέρχονταν σε 186,214 εκατ. ευρώ. Αν σε αυτά προστεθούν τα σχεδόν 882,5 εκατ. ευρώ της Μασούτης (ισολογισμός της ίδιας χρονιάς), δημιουργείται ένας όμιλος με τζίρο που αγγίζει το 1,1 εκατ. ευρώ και πάνω από 400 καταστήματα σε πανελλαδικό επίπεδο.

Όχημα για την υλοποίηση της συμφωνίας, που πρέπει φυσικά να λάβει και το «πράσινο φως» της Επιτροπής Ανταγωνισμού, θα είναι η νέα εταιρεία «ΣΥΝΚΑ Κρήτης Υπεραγορές ΑΕ» στην οποία συμμετέχουν εξ ημισείας οι δύο στρατηγικοί συνεργάτες, με τον συνεταιρισμό να διατηρεί το management.

Εξάλλου, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, το εμπορικό σήμα της ΣΥΝΚΑ θα διατηρηθεί στα καταστήματα της Κρήτης, λόγω της αναγνωρισιμότητας που απολαμβάνει στην τοπική αγορά.

Το comeback της Carrefour

Σημειωτέον ότι στη Μεγαλόνησο δραστηριοποιείται από το 2014 και η Σκλαβενίτης, Νο 1 παίκτης του κλάδου πανελλαδικά μέσω της θυγατρικής της Χαλκιαδάκης, ο τζίρος της οποίας πλέον δεν απέχει πολύ από εκείνον της ΣΥΝΚΑ (172,25 εκατ. ευρώ το 2020 με αύξηση 8,4%), ενώ από εκεί θα εκκινήσει τους επόμενους μήνες και το εγχείρημα επανόδου στην ελληνική αγορά της Carrefour, μετά την επεισοδιακή αποχώρηση προ δεκαετίας και τα όσα ακολούθησαν με την κατάρρευση της Μαρινόπουλος.

Το comeback θα επιχειρηθεί σε συνεργασία με τη Retail & More, θυγατρική του ομίλου Teleunicom, συμφερόντων Νίκου Θ. Βαρδινογιάννη, και τα πρώτα καταστήματα υπολογίζεται ότι θα ανοίξουν το αργότερο μέχρι το καλοκαίρι, προκειμένου να επωφεληθούν και από τις τουριστικές ροές.

Την αγορά «σκανάρει» και η ΜΕΤΡΟ ΑΕΒΕ, που δραστηριοποιείται στη λιανική με το σήμα Μy Market και η διοίκηση της οποίας έχει δηλώσει ανοιχτή σε εξαγορές μικρότερων αλυσίδων. Με ενδιαφέρον αναμένονται και οι επόμενες κινήσεις της ΑΒ Βασιλόπουλος, η οποία ωστόσο βρίσκεται σε φάση εσωτερικών αλλαγών, μετά και την αιφνίδια αποχώρηση του Brand President, Βασίλη Σταύρου.

Το «διαζύγιο» των δύο πλευρών ήρθε ως απόρροια των μάλλον… υποτονικών, σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό, επιδόσεων της αλυσίδας τα τελευταία χρόνια και της συνακόλουθης απώλειας μεριδίων. Ενδεικτικά, το 2020 ο κύκλος εργασιών της ΑΒ Βασιλόπουλος ανήλθε σε 2,021 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 3,76% όταν, σύμφωνα με την ΝielsenΙQ, ο κλάδος των σούπερ μάρκετ στο σύνολό του παρουσίασε ανάπτυξη 9,7%.

Εξίσου χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι, σε μια αντιστροφή των σεναρίων που είχαν δει το φως της δημοσιότητας στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, η μητρική Αhold Delhaize φέρεται να έχει δεχτεί κρούση εξαγοράς της ΑΒ Βασιλόπουλος από τη Μασούτης, κάτι που πάντως κανένας από τους εμπλεκομένους δεν έχει επιβεβαιώσει μέχρι στιγμής.

Επί του παρόντος και μέχρι να τοποθετηθεί νέος επικεφαλής, την ελληνική θυγατρική «τρέχει» ο Jesper Lauridsen, υπεύθυνος της Αhold Delhaize για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Ποδαρικό με πτώση τζίρου

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ, η περσινή χρονιά έκλεισε με ρυθμούς ανάπτυξης 1,3% για το οργανωμένο λιανεμπόριο, κάτι που σε συνδυασμό με το +9,7% του 2020, δίνει μια αθροιστική αύξηση 11% των πωλήσεων τη διετία της πανδημίας. Το 2022 ξεκίνησε με πτώση 3,4%, ωστόσο, όπως σχολιάζει η εταιρεία, η σύγκριση γίνεται με τον ίδιο μήνα πέρυσι όπου επικρατούσε καθεστώς lockdown και η κατανάλωση στο σπίτι ήταν ιδιαίτερα υψηλή, στηρίζοντας και τις πωλήσεις των σούπερ μάρκετ.

Aν η σύγκριση γίνει με τον ίδιο μήνα του 2020, οπότε και επικρατούσαν κανονικές προ Covid συνθήκες στην αγορά, ο τζίρος του φετινού Ιανουαρίου εμφανίζεται σημαντικά αυξημένος κατά 11,2%.

Σε επίπεδο εβδομάδας, η πρώτη του χρόνου παρουσίασε την πιο αρνητική τάση με μείωση πωλήσεων -12,4%, ωστόσο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι την 3η Ιανουαρίου κάποιες αλυσίδες δεν λειτούργησαν, λόγω απογραφής. Αρνητικός, αν και αρκετά πιο συγκρατημένος, ήταν ο ρυθμός ανάπτυξης της δεύτερης εβδομάδας, στο -1,8%, ενώ την τρίτη εβδομάδα υπήρξε ανάκαμψη και μια θετική τάση σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή, στο +2,7%.