Έκθεση Κομισιόν: Μειωμένη στη δεκαετία η παραγωγή βοδινού, όλο και αυξάνεται η κατανάλωση πρόβειου κρέατος

Αύξηση της κατανάλωσης κρέατος σε παγκόσμιο επίπεδο με έναν μέσο ρυθμό 1,4% ετησίως προβλέπει η Κομισιόν στην έκθεση για τις Προοπτικές του Αγροτικού Τομέα μέχρι το 2031, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα.

Μετά την πτώση της κατανάλωσης λόγω της COVID-19 και λόγω της μειωμένης προσφοράς από την Κίνα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί από 69,8 κιλά το 2018 σε 67 κιλά σε ορίζοντα δεκαετίας. Παράλληλα, για να καλυφθούν οι ανάγκες της ΕΕ θα χρειαστούν περίπου 3,4 εκατ. τόνοι εισαγωγών, οι οποίοι θα πρέπει να προστεθούν στους 37,3 εκατ. τόνους που εισάγονται σήμερα.

Τα φυτικά υποκατάστατα αντιπροσώπευαν το 2020 το 1% της συνολικής αγοράς κρέατος και θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται, με το μερίδιό τους ωστόσο να παραμένει πολύ μικρό.

Στο βοδινό, η παραγωγή σε επίπεδο ΕΕ θα συνεχίσει την πτωτική πορεία που επιδεικνύει από το 2018, υποχωρώντας κατά 8% ή 600.000 τόνους μέχρι το 2031. Παράλληλα, θα μειωθεί και το ζωικό κεφάλαιο (αγελάδες) κατά 7% ή 2,1 εκατ. ζώα. Η κατανάλωση βοδινού, η οποία λόγω της πανδημίας κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα τη διετία 2020-2021, θα συνεχίσει να υποχωρεί και το 2031 θα έχει μειωθεί από 10,6 σε 9,7 κιλά κατ’ άτομο ετησίως.

Aνησυχία για τις συμφωνίες της Μεγ. Βρετανίας

Σε εμπορικό επίπεδο, ο ανταγωνισμός εντείνεται. Οι εξαγωγές της ΕΕ θα τρέχουν με ρυθμό 0,6% ετησίως, με τη Μεγάλη Βρετανία να παραμένει ο βασικός προορισμός, όμως ενδεχόμενες εμπορικές συμφωνίες της χώρας με την Αυστραλία και τις ΗΠΑ μπορεί να αλλάξουν επί τα χείρω αυτή την εικόνα για την ΕΕ.

Οι ευρωπαϊκές εισαγωγές, οι οποίες μειώθηκαν πολύ λόγω της πανδημίας, προβλέπεται να ανακάμψουν και να αυξάνονται με χαμηλούς ρυθμούς μέχρι το 2031, παραμένοντας, ωστόσο, κάτω από τα επίπεδα του 2019.

Βραχυπρόθεσμα, η αύξηση των αποθεμάτων στη Βραζιλία και στην Αυστραλία και οι περιορισμοί στις εξαγωγές προς την Αργεντινή εκτιμάται ότι θα ασκήσουν πίεση στις τιμές. Ωστόσο, στη συνέχεια, οι τιμές του βοδινού αναμένεται να σταθεροποιηθούν μεταξύ 3.700 ευρώ και 3.800 ευρώ/τόνο λόγω της υψηλής παγκόσμιας ζήτησης, η οποία θα αυξάνεται με ρυθμό 1,4% ετησίως μέχρι το 2031.

Τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή πρόβειου κρέατος στην ΕΕ αυξάνεται, έστω και σε σχετικά αργούς ρυθμούς, και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί με ρυθμό 3,5% ετησίως μέχρι το 2031, φτάνοντας τους 660.000 τόνους. Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία συγκεντρώνουν σήμερα πάνω από το 50% της ευρωπαϊκής παραγωγής και θα συνεχίσουν να είναι οι τέσσερις βασικοί παίκτες του κλάδου.

Η κατά κεφαλήν κατανάλωση πρόβειου κρέατος αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς φτάνοντας το 1,4 κιλό, κυρίως λόγω της επιθυμίας αρκετών καταναλωτών να εμπλουτίσουν τη διατροφή τους με περισσότερα είδη κρέατος, αλλά και λόγω της μεταβολής του πληθυσμιακού μείγματος της ΕΕ (θρησκευτικές παραδόσεις, μετανάστευση).

Οι εξαγωγές πρόβειου κρέατος της ΕΕ αναμένεται να ανακάμψουν το 2022 και να ανέλθουν σε 65.000 τόνους το 2031, κυρίως λόγω των αυξημένων αποστολών προς τη Μέση Ανατολή. Η Μεγ. Βρετανία απορροφά σήμερα περίπου το 50% των ευρωπαϊκών εξαγωγών και υπάρχει ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις από ενδεχόμενες εμπορικές συμφωνίες της χώρας με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.

Οι τιμές του πρόβειου κρέατος αναμένεται να συνεχίσουν να ενισχύονται, ωστόσο θα εξακολουθεί να υφίσταται η ψαλίδα με τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία, οι υψηλότερες τιμές των οποίων αντανακλούν τον χαμηλότερο όγκο παραγωγής, αλλά και τα αυξημένα εργατικά κόστη.