Η Έκθεση Πισσαρίδη μάλλον αδικεί τις επιδόσεις της αγροδιατροφής

Κατά 12,7% αυξήθηκαν οι εξαγωγές της αγροδιατροφής το 9μηνο Ιανουάριος – Σεπτέμβριος του 2020, αποτελώντας πλέον το 22% των συνολικών εξαγωγών της χώρας, όπως ανακοίνωσε προχθές η ΕΛΣΤΑΤ. Μία επίδοση που μάλλον υποβαθμίζεται από το πνεύμα της Έκθεσης Πισσαρίδη, η οποία παρουσιάσθηκε την ίδια ημέρα, μέσω των αναφορών της τόσο για την αγροδιατροφή συνολικά ως «κλάδου υψηλών προοπτικών», όσο και για τον πρωτογενή τομέα.

Στην πρώτη περίπτωση, προτείνεται το παράδειγμα της διεθνούς αναγνώρισης του γιαουρτιού και της φέτας να ακολουθηθεί από τη μαστίχα Χίου και το ελαιόλαδο κάποιων περιοχών.

Στη δεύτερη, τίθενται ως οι τρεις κυρίαρχες διαρθρωτικές αδυναμίες του πρωτογενούς τομέα το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, η χαμηλή παραγωγικότητα και η εξάρτηση από τις επιδοτήσεις.

Το ζήτημα του κλήρου, «η στενότης της γης» όπως αναφέρεται από τα πρώτα μεταπολεμικά συγγράμματα για την ελληνική γεωργία, επανέρχεται για ακόμη μία φορά μάλλον μονοσήμαντα. Στα διαγράμματα που παραθέτει η ίδια η Έκθεση εξάλλου οι πέντε πιο παραγωγικές χώρες της ΕΕ δεν ανήκουν σε αυτές που διαθέτουν τις μεγαλύτερες εκτάσεις ανά εκμετάλλευση. Αντίθετα, μάλιστα, η πιο παραγωγική χώρα, η Ολλανδία, βρίσκεται στο μέσο των χωρών μελών με κριτήριο τη γη.

Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη εξάρτηση από τις επιδοτήσεις, η οποία δεν διαφέρει από ό,τι ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι κτηνοτροφικοί κλάδοι της Δανίας, για παράδειγμα, μίας ιδιαίτερης παραγωγικής χώρας, συχνά εξαρτώνται περισσότερο από τις επιδοτήσεις από ό,τι οι ελληνικοί.

Συνεπώς, η χαμηλή παραγωγικότητα, η τρίτη κυρίαρχη διαρθρωτική αδυναμία τη Ελλάδας, που πράγματι βρίσκεται στο επίκεντρο του προβλήματος, δεν μπορεί να συσχετιστεί απλά και μόνο με τα δύο παραπάνω γνωρίσματα, καθώς αποτελεί ένα πολύ πιο σύνθετο ζήτημα.

Εκτός των παραδοχών αυτών, η Έκθεση αναδεικνύει από τους πυλώνες βιωσιμότητας της νέας ΚΑΠ, δηλαδή τον οικονομικό, τον κοινωνικό και τον περιβαλλοντικό, κατά βάση μόνο τον τελευταίο.

Για τους λόγους αυτούς επαναφέρει ως προτάσεις πολιτικής τη μεγέθυνση των εκμεταλλεύσεων, τον εκσυγχρονισμό τους, τη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού, την ενίσχυση της συνεργασίας με τα πανεπιστήμια και την ερευνητική κοινότητα, την αύξηση της προστιθέμενης αξίας, την καλύτερη διασύνδεση με τον τουρισμό. Ωστόσο, το σημείο στο οποίο υστερεί είναι ότι δεν προτείνει, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, πώς θα υλοποιηθούν και θα επιτευχθούν τα παραπάνω.

Το ενδιαφέρον, λοιπόν, όλων στρέφεται στη δημόσια διαβούλευση που μόλις αρχίζει, αλλά επίσης και στις λεπτομέρειες του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι στρατηγικές κατευθύνσεις του οποίου δημοσιοποιήθηκαν.

Γιατί είναι το πώς θα κατανεμηθούν οι διαθέσιμοι πόροι των 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης στην προκειμένη περίπτωση, που θα καθορίσουν το εάν τελικά ο πρωτογενής τομέας θα κάνει το παραγωγικό βήμα που δικαιούται.