Ελληνικές τρεις στις τέσσερις κομπόστες που εισάγει η Νότια Κορέα

Την ανοδική της πορεία στην αγορά της Ν. Κορέας συνεχίζει η ελληνική κονσέρβα ροδάκινο, έχοντας ήδη καταφέρει να εκτοπίσει παραδοσιακές και ανταγωνίστριες δυνάμεις του χώρου, όπως η Κίνα και η Χιλή.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2020, έτος της πανδημίας, η Ελλάδα ανέβασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τις εξαγωγές της στην ασιατική χώρα (που ουσιαστικά δεν έχει δική της παραγωγή) φτάνοντας τους σχεδόν 6.400 τόνους και τα 7,15 εκατ. δολάρια. Τα νούμερα αυτά που αναφέρονται σε πρόσφατη έρευνα του Γραφείου ΟΕΥ στη Σεούλ, συνιστούν αύξηση 35,8% σε ποσότητα και 40,9% σε αξία σε σύγκριση με τις αντίστοιχες επιδόσεις του 2019.

Βεβαίως, τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε… ρόδινα για το δημοφιλές σήμερα στο νοτιοκρεάτικο κοινό προϊόν: Μετά τις αξιόλογες εξαγωγές που κατέγραψε στο διάστημα 2001-2007, η χώρα μας δέχθηκε ασφυκτικές πιέσεις από τον ανταγωνισμό. Το σκηνικό ανατράπηκε με τη Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών (ΣΕΣ) που υπογράφηκε μεταξύ ΕΕ και Ν. Κορέας στα μέσα του 2011 και έφερε τη σταδιακή κατάργηση του υψηλού εισαγωγικού δασμού που μηδενίστηκε το 2018.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αδιαμφισβήτητη ποιότητα της ελληνικής κονσέρβας, είχε ως αποτέλεσμα η χώρα μας να καταστεί πιο ανταγωνιστική από χώρες όπως η Κίνα και η Ν. Αφρική που υφίστανται τον εισαγωγικό δασμό του 50% ή η Χιλή που έχει κατώτερης ποιότητας προϊόν.

Σύμφωνα πάντα με την έρευνα του γραφείου ΟΕΥ, το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών κονσέρβας ροδάκινου στη Νότια Κορέα τυπικά ανέρχεται στο 48,4%, στην πραγματικότητα όμως ανεβαίνει στο 75%, αν συνυπολογιστούν και οι ποσότητες της Ταϊλάνδης η οποία εξάγει πρωτίστως ελληνικό και δευτερόντως κινέζικο προϊόν.

Πρόβλημα τα ακριβά ναύλα

«Η Ελλάδα έχει όλες τις προϋποθέσεις να κυριαρχήσει στην κορεατική αγορά κονσέρβας ροδάκινου και κατά τα προσεχή χρόνια», υπογραμμίζει το Γραφείο ΟΕΥ, επισημαίνοντας ότι για την ισχυροποίηση της θέσης μας απαιτούνται αφενός δραστηριοποίηση περισσότερων ελληνικών εταιρειών οι οποίες, καθώς αίρονται οι περιορισμοί της πανδημίας, θα στέλνουν τους διευθυντές εξαγωγών τους τουλάχιστον δύο φορές ετησίως για διερεύνηση της αγοράς, αφετέρου στοχευμένες επιχειρηματικές συναντήσεις, με την αρωγή και του Γραφείου».

Στη σημερινή συγκυρία ωστόσο, η μεγάλη άνοδος των θαλάσσιων ναύλων λόγω της πανδημίας αλλά και η έλλειψη ενίοτε επαρκούς αριθμού εισερχόμενων κοντέινερ για τις εξαγωγικές ανάγκες, συνιστούν σημαντικά προβλήματα δεδομένου ότι, καθώς μιλάμε για ένα προϊόν με χαμηλά περιθώρια κέρδους, η συνολική κερδοφορία συναρτάται άμεσα από τον όγκο των εξαγωγών.