Ενισχυμένος στο βαμβάκι ο Καραγιώργος με το εκκοκκιστήριο Παλαιολόγου

Στα 3,3 εκατ. ευρώ το τίμημα για την απόκτηση του εργοστασίου που νοίκιαζε την τελευταία διετία

Τη θέση του στην εγχώρια αγορά βάμβακος ενισχύει ο όμιλος Καραγιώργου μετά την απόκτηση του συγκροτήματος της Αλεξ. Π. Παλαιολόγου ΑΒΕΕ στον Λόγγο Τρικάλων. Πρόκειται για ένα εργοστάσιο που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει δύο μονάδες επεξεργασίας- εκκόκκισης βάμβακος με συνολική δυναμικότητα 600-650 τόνων σύσπορου ημερησίως και εγκατάσταση σπορελαιουργείου.

Είχε κατασχεθεί από την Τράπεζα Πειραιώς λόγω των οικονομικών προβλημάτων, που αντιμετώπισε στο παρελθόν η Αλεξ. Π. Παλαιολόγου ΑΒΕΕ, η οποία, με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας το 2020, τέθηκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης. Ακολούθησε η εκποίηση του ενεργητικού της, με τη σχετική πρόσκληση να δημοσιεύεται τον Οκτώβριο και την προθεσμία για την κατάθεση δεσμευτικών προσφορών να εκπνέει στις 8 Δεκεμβρίου.

Ποιοι συμμετείχαν

Στον διαγωνισμό που «έτρεξε» η Ernst & Young συμμετείχαν, επίσης, η εκκοκκιστική επιχείρηση Ευστ. Αγγελούσης ΑΕ και η Βουλγαράκης ΑΕ, η οποία εδρεύει στον Ενιπέα Σταυρού Φαρσάλων και, πέραν του εμπορίου δημητριακών που αποτελεί το βασικό της αντικείμενο, δραστηριοποιείται και στη μεσιτεία σύσπορου βάμβακος για λογαριασμό εκκοκκιστικών επιχειρήσεων της περιοχής. Ωστόσο, η Αφοί Ν. Καραγιώργου ΑΒΕΕ ήταν αυτή που πλειοδότησε προσφέροντας 3,3 εκατ. ευρώ, τίμημα που παράγοντες της αγοράς θεωρούν αρκετά λογικό. Απομένει η επικύρωση της απόφασης από το δικαστήριο, προκειμένου να ολοκληρωθεί και τυπικά η συναλλαγή.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η Αφοί Ν. Καραγιώργου ΑΒΕΕ δούλευε το συγκεκριμένο εκκοκκιστήριο τις τελευταίες δύο εκκοκκιστικές σεζόν, καταβάλλοντας μίσθωμα στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ νωρίτερα και για μια πενταετία το λειτουργήσε η Επίλεκτος της οικογένειας Δοντά.

Με την κίνηση αυτή, ο όμιλος Καραγιώργου εδραιώνει ουσιαστικά την πρωτοκαθεδρία του στην επεξεργασία και εμπορία βάμβακος και δη στη Θεσσαλία, όπου λειτουργεί τρία ιδιόκτητα και πέντε μισθωμένα εκκοκκιστήρια. Σε πανελλαδική κλίμακα, είτε αυτόνομα είτε μέσω της θυγατρικής Κάπα-Σίγμα ΑΒΕΕ που έχει συστήσει από κοινού με τη Σιάρκος ΑΕ, διαχειρίζεται τουλάχιστον 16 μονάδες. Παράλληλα, έχει σημαντική παρουσία και στο εμπόριο δημητριακών.

Αυξημένος ο περσινός τζίρος

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσιοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, ο κύκλος εργασιών για τη χρήση που ολοκληρώθηκε στις 30/6/2021 διαμορφώθηκε σε 184,54 εκατ. ευρώ από 179,24 εκατ. ευρώ έναν χρόνο πριν, ενώ τα κέρδη προ φόρων έφτασαν τα 8,98 εκατ. ευρώ από 8,81 εκατ. ευρώ την προηγούμενη οικονομική χρήση.

Μετά από τους φόρους, το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε κέρδη 6,33 εκατ. ευρώ έναντι 6,54 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω του αυξημένου φόρου (2,65 εκατ. ευρώ έναντι 2,26 εκατ. ευρώ τη σεζόν που ολοκληρώθηκε στις 30/6/2019). Για την τρέχουσα χρονιά, η διοίκηση του ομίλου στόχευε στην αγορά «όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποσότητας σύσπορου βάμβακος και σε καλύτερες τιμές, για να επιτευχθεί η πλήρης αξιοποίηση της δυναμικότητας του μηχανολογικού εξοπλισμού και η καλύτερη ποσοτική και ποιοτική παραγωγή».

Έξτρα 7 λεπτά/κιλό στις τιμές προαγοράς

Μετά το μούδιασμα της περασμένης εβδομάδας κυρίως λόγω της μετάλλαξης Όμικρον, η αγορά αντέδρασε ανοδικά, με τις τιμές στο Χρηματιστήριο να κινούνται τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην περιοχή των 105-106 σεντς. Στα εγχώρια εκκοκκιστήρια, αντίστοιχα, το σύσπορο βρίσκεται πέριξ ή και κάτω των 70 λεπτών/κιλό (στην πόρτα του εργοστασίου), ωστόσο η πλειονότητα των παραγωγών πρόλαβε να κλειδώσει τις υψηλότερες τιμές που προηγήθηκαν της πρόσφατης πτώσης. Επιπλέον, οι περισσότερες εκκοκκιστικές επιχειρήσεις αποφάσισαν να χορηγήσουν 7 λεπτά/κιλό έξτρα σε παραγωγούς για τις ποσότητες που παρέδωσαν στο πλαίσιο των προπωλήσεων κατά την περίοδο της σποράς, όταν οι φιξαρισμένες τιμές ήταν σαφώς χαμηλότερες του φθινοπώρου.

Πάνω από 200.000 τόνους οι πωλήσεις

Στο μέτωπο των πωλήσεων του εκκοκκισμένου, υπολογίζεται ότι, λόγω της υψηλής ζήτησης και των ιδιαίτερα ικανοποιητικών τιμών του προηγούμενου διαστήματος, έχουν ήδη πωληθεί περίπου 210.000 τόνοι σε σύνολο 280.000 τόνων εκτιμώμενης παραγωγής.