Σήμερα, περίπου το 40% του μελιού που καταναλώνεται στην ΕΕ είναι εισαγόμενο. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό του είναι ύποπτο για νοθεία με προσθήκη σιροπιού ζάχαρης, σύμφωνα με νέα μελέτη της Κομισιόν, η οποία εντοπίζει μια ανησυχητικά αυξητική τάση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Η μελέτη, η οποία κυκλοφόρησε στις 23 Μαρτίου, διαπίστωσε ότι το 46% των 320 δειγμάτων εισαγόμενου μελιού, τα οποία ελήφθησαν τυχαία από τα κράτη-μέλη μεταξύ Νοεμβρίου 2021 και Φεβρουαρίου 2022 και αναλύθηκαν από το Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) της Κομισιόν, πιθανότατα ήταν νοθευμένα. Σε αυτήν τη βάση, υπάρχει «ισχυρή υποψία ότι ένα μεγάλο μέρος του μελιού που εισάγεται από τρίτες χώρες και το οποίο το JRC θεωρεί ύποπτο για νοθεία δεν ανιχνεύεται στην αγορά της ΕΕ», καταλήγει η δημοσίευση.

Παρότι ο κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία θεωρείται χαμηλός, τέτοιες πρακτικές εξαπατούν τους καταναλωτές και θέτουν σε κίνδυνο τους παραγωγούς της ΕΕ που αντιμετωπίζουν αθέμιτο ανταγωνισμό από εισαγόμενα προϊόντα που περιέχουν φθηνά συστατικά παρανόμως. Για παράδειγμα, η μέση αξία για το εισαγόμενο μέλι στην ΕΕ ήταν 2,32 ευρώ ανά κιλό το 2021, τη στιγμή που τα σιρόπια ζάχαρης από ρύζι (σ.σ. μια διαδεδομένη πρακτική στη νοθεία μαζί με το σιτάρι) τιμολογούνταν περίπου στα 0,40/0,60 ευρώ ανά κιλό.

Το ποσοστό του ύποπτου μελιού που καταγράφηκε σε αυτή την πιο πρόσφατη μελέτη είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό της διετίας 2015-2017, το οποίο ήταν μόλις 14%, σκιαγραφώντας μια ανησυχητική ανοδική τάση.

Ο μεγαλύτερος απόλυτος αριθμός ύποπτων αποστολών προερχόταν από την Κίνα (74%), αν και το μέλι τουρκικής προέλευσης είχε το υψηλότερο ποσοστό ύποπτων δειγμάτων (93%). Το γεγονός αυτό προσθέτει στην αγωνία των Ευρωπαίων παραγωγών, οι οποίοι μάχονται ενάντια στις αυξανόμενες φθηνές εισαγωγές, ιδίως από την Κίνα, τις οποίες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν.