Εργαλείο στα χέρια των ζωοτεχνών το Soypass που παράγει πλέον στην Ελλάδα η Σόγια Ελλάς

Εξασφάλισε την πατέντα για το καταξιωμένο σογιάλευρο από την Boregaard η ελληνική εταιρεία

των Αφροδίτης Χρυσοχόου, Γιάννη Τσατσάκη

Ενα νέο είδος σογιάλευρου υψηλής διαθρεπτικής αξίας, το οποίο είναι ήδη καταξιωμένο και καθιερωμένο στις αγορές του εξωτερικού άρχισε να παράγει και να διαθέτει κατ’ αποκλειστικότητα στην ελληνική και στην κυπριακή αγορά η Σόγια Ελλάς.

Πρόκειται για το Soypass®, το οποίο παράγεται από σογιάλευρο υψηλών πρωτεϊνών σε συνδυασμό με φυσικά σάκχαρα κωνοφόρων με τις προδιαγραφές της Boregaard Lignotech. Η Σόγια Ελλάς πήρε την πατέντα και την τεχνογνωσία από την πρωτοπόρο νορβηγική εταιρεία, προκειμένου να το παράγει πλέον στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως το έκανε εισαγωγή για περισσότερα από τρία χρόνια.

Στη διάρκεια αυτή, και έπειτα από σχετικές έρευνές της, επιβεβαίωσε τα εξαιρετικά αποτελέσματα που έχει στη διατροφή των μηρυκαστικών. Για τον λόγο αυτόν, πήρε την άδεια της Boregaard, ώστε να ξεκινήσει την παραγωγή του προϊόντος στο εργοστάσιό της στα Ψαχνά Ευβοίας.

Άμεσα ορατά τα αποτελέσματα

Όπως εξηγεί στην «ΥΧ» ο εμπορικός διευθυντής της Σόγια Ελλάς, Απόστολος Μπεντούλης, το Soypass®, είναι το μόνο bypass σογιάλευρο που παράγεται με φυσικές μεθόδους, χωρίς τη χρήση επιβλαβών χημικών ουσιών. «Είναι σογιάλευρο που παράγεται με φυσικό τρόπο. Βοηθά στη διατροφή των μηρυκαστικών (αγελάδες, μοσχάρια πάχυνσης, πρόβατα, αίγες), αυξάνοντας τη γαλακτοπαραγωγή και βελτιώνοντας την πάχυνση. Επίσης, βοηθά τα ζώα να ζουν καλύτερα και με πιο υγιεινό τρόπο, αυξάνοντας τη γονιμότητά τους και παράλληλα είναι ιδιαίτερα ελκυστικό και εύγεστο για τα ζώα», υπογραμμίζει ο κ. Μπεντούλης.

Όπως εξηγεί, εφόσον το προϊόν ταϊστεί στη σωστή ποσότητα και αναλογία, η γαλακτοπαραγωγή μπορεί να αυξηθεί έως και 10%, ενώ τα σημάδια στην αύξηση της γονιμότητας γίνονται εμφανή από την πρώτη κιόλας αναπαραγωγική περίοδο.

Καλύτερη τιμή και μόνιμη επάρκεια

Το συγκεκριμένο προϊόν είναι σχετικά νέο για την Ελλάδα, στην υπόλοιπη Ευρώπη, όμως, είναι πολύ γνωστό και ειδικότερα σε χώρες με ανεπτυγμένη αγελαδοτροφία, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία, ενώ η χρήση του αναπτύσσεται ραγδαία στη σύγχρονη κτηνοτροφία. «Αποτελεί ένα εργαλείο για τους ζωοτέχνες, προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγή των κοπαδιών τους, να βελτιστοποιήσουν τα κοστολόγιά τους και να κάνουν τις διάφορες συνταγές στα σιτηρέσια», επισημαίνει ο κ. Μπεντούλης.

Αναφορικά με το κόστος και τη διαθεσιμότητα του προϊόντος, υπογραμμίζει πως «το γεγονός ότι το παράγουμε πλέον στην Ελλάδα σημαίνει ότι έχουμε καλύτερα κοστολόγια, άρα διατίθεται σε πολύ πιο ανταγωνιστικές τιμές, ενώ εξασφαλίζουμε μόνιμη επάρκεια και άμεση διαθεσιμότητα σε όλο το δίκτυό μας στην Ελλάδα».Το Soypass® προϊόν κυκλοφορεί στην Ελλάδα από το καλοκαίρι με πολύ θετική απόκριση και ραγδαία ανάπτυξη.

Διατίθεται από όλα τα υποκαταστήματα της Σόγια Ελλάς στα Ψαχνά Ευβοίας (όπου βρίσκεται και το εργοστάσιο), στη Θεσσαλονίκη, στην Ξάνθη και στην Πρέβεζα, καθώς και από όλο το δίκτυο των συνεργαζόμενων εμπόρων και βιομηχανιών ζωοτροφών. Επίσης, είναι διαθέσιμο και σε χύμα μορφή σε big bags του 1 τόνου και σε σακιά των 40 κιλών.

Προς αύξηση οι εκτάσεις στα ενεργειακά φυτά

Η Σόγια Ελλάς ιδρύθηκε το 1976. Δραστηριοποιείται στην επεξεργασία και στη βιομηχανοποίηση ελαιούχων σπόρων, στον εξευγενισμό και στην τυποποίηση σπορελαίων και ελαιολάδου, στην παραγωγή και στη συσκευασία μαργαρινών και φυτικών λιπών, στην παραγωγή λεκιθίνης, καθώς και στη διαχείριση, στην αποθήκευση και στην εμπορία δημητριακών. Προμηθεύεται ελαιούχους σπόρους τόσο από την ελληνική, όσο και τη διεθνή αγορά, ενώ έχει συνάψει συμβολαιακή καλλιέργεια σόγιας με παραγωγούς στη Β. Ελλάδα, κυρίως Καβάλα και Ξάνθη.

Ταυτόχρονα, βρίσκεται σε διαδικασία αύξησης των εκτάσεων συμβολαιακής γεωργίας σε καλλιέργειες ηλιόσπορου, high oleic ηλιόσπορου και κραμβόσπορου. «Ως βιομηχανία, θέλουμε ένα σημαντικό κομμάτι των πρώτων υλών που χρησιμοποιούμε να παράγεται εγχώρια, με σκοπό τόσο την τόνωση της ελληνικής οικονομίας όσο και για θέματα επάρκειας και διατροφικής αυτάρκειας», κατέληξε ο κ. Μπεντούλης.