Μια εμπορική χρονιά με υψηλή μεταβλητότητα, που απαιτεί προσεκτική διαχείριση και λελογισμένες κινήσεις εκ μέρους των παραγωγών προκειμένου να εκμεταλλευθούν στο έπακρο τις ευκαιρίες που θα τους παρουσιαστούν είναι, όπως όλα δείχνουν, αυτή που ξεκινά για το ελληνικό βαμβάκι.

Οι βαμβακοσυλλεκτικές έχουν ήδη πιάσει πιάσει δουλειά στους νομούς Ημαθίας, Πέλλας, Θεσσαλονίκης, Δράμας, Κιλκίς, Λάρισας και Τρικάλων, ωστόσο ο κύριος όγκος της συγκομιδής θα ξεκινήσει στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Τα πρώτα δείγματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αντιπροσωπευτικά, ωστόσο διαφαίνεται μια μικρή πτώση των αποδόσεων που, ανάλογα με την περιοχή και το χωράφι, κινούνται από 40 έως 100 κιλά/στρέμμα σε σχέση με πέρυσι.

Για την ώρα, πάντως, και παρά την επίσης μικρή μείωση των εκτάσεων (-3,2% στα 2,541 εκατ. στρέμματα), η κυρίαρχη εκτίμηση παραμένει ότι η Ελλάδα θα «πιάσει» και φέτος μια παραγωγή εκκοκκισμένου της τάξης των 300.000 τόνων, ενώ στα θετικά συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι δεν έχουν καταγραφεί, ούτε προβλέπονται, με την επιφύλαξη πάντα του καιρού, αξιοσημείωτα ποιοτικά προβλήματα.

Με αυτά κατά νου, λοιπόν, η προσοχή στρέφεται στις ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί και σε αυτές που προδιαγράφονται για τη διεθνή αγορά. Η αλήθεια είναι ότι η έναρξη της εκκοκκιστικής περιόδου δεν βρίσκει το χρηματιστήριο στην καλύτερη στιγμή του, σε σύγκριση πάντα με την πορεία που διέγραψε τους τελευταίους 12 μήνες.

Από τον Σεπτέμβριο του 2021, και στο πλαίσιο της γενικότερης ευφορίας γύρω από τα εμπορεύματα, η αγορά βίωσε ένα ανοδικό κρεσέντο που διακόπηκε τον Δεκέμβριο, προτού ανακτήσει τον βηματισμό της στις αρχές του χρόνου. Η ανοδική πορεία συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, οπότε και το κλίμα άρχισε να βαραίνει από τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό, τις αυξήσεις των επιτοκίων και τους φόβους για την οικονομική ύφεση.

Κάπου εκεί κατέφτασαν οι πρώτες εκτιμήσεις για σοβαρές απώλειες στην παραγωγή των ΗΠΑ, λόγω της ξηρασίας, αλλά και του Πακιστάν, λόγω των πλημμυρών, οι οποίες προοικονομούσαν σημαντική μείωση της συνολικής προσφοράς και αποδείχτηκαν αρκετές για να πυροδοτήσουν μια νέα απότομη αύξηση των τιμών. Αν και η τελευταία έκθεση του USDA σκιαγραφεί μια κάπως πιο αισιόδοξη εικόνα για την παγκόσμια παραγωγή, από άποψη διαθεσιμότητας η αγορά εξακολουθεί να θεωρείται «σφικτή».

Η κύρια πηγή ανησυχίας, ωστόσο, έχει να κάνει με την κατανάλωση, η οποία, με φόντο το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον, παρουσιάζει αυτήν τη στιγμή ορατή κάμψη. Με τα συμβόλαια Δεκεμβρίου στη Νέα Υόρκη να δυσκολεύονται να κρατηθούν στα 95-96 σεντς, οι τιμές για το σύσπορο υποχώρησαν αυτή την εβδομάδα ακόμα και κάτω από τα 80 λεπτά/κιλό, ενώ πιέσεις έχει δεχτεί τις τελευταίες εβδομάδες και το basis (πριμ επί των χρηματιστηριακών τιμών) του ελληνικού εκκοκκισμένου, παραμένοντας ωστόσο πάνω από τα 10 σεντς/λίμπρα.

Επί του παρόντος, οι εξελίξεις μοιάζουν να δικαιώνουν όσους βαμβακοκαλλιεργητές αποφάσισαν να προπωλήσουν τμήμα της παραγωγής τους κλειδώνοντας τιμές άνω των 90 λεπτών/κιλό, όταν το χρηματιστήριο βρισκόταν ακόμα στα (πολύ) υψηλά. Ωστόσο, η φετινή εμπορική χρονιά αναμένεται να είναι μακρά και επιφυλάσσει αρκετές ακόμα εκπλήξεις.

«Τόσο οι παραγωγοί, όσο και οι εκκοκκιστές πιθανότατα θα χρειαστεί να ακολουθήσουν μια στρατηγική διασποράς κινδύνου με πολλές σταδιακές αποφάσεις πώλησης, έχοντας κατά νου την επίτευξη του καλύτερου δυνατού μέσου όρου. Δεδομένης της μεταβλητότητας, θα χρειαστεί καθαρό μυαλό για να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που θα προσφέρει η αγορά», επισημαίνει έμπειρο στέλεχος του κλάδου.

«Οι προπωλήσεις έδειξαν την αξία τους»

O πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος, Ευθύμης Φωτεινός

«Είναι αρκετά νωρίς για να έχουμε μια πλήρη εικόνα, όμως η εκτίμησή μας είναι ότι μεσοσταθμικά οι αποδόσεις φέτος θα κινηθούν εντέλει κοντά στα περσινά επίπεδα», δηλώνει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος, Ευθύμης Φωτεινός, θυμίζοντας ότι το 2021-2022 η μέση απόδοση σε πανελλαδικό επίπεδο διαμορφώθηκε στα 331 κιλά/στρέμμα. Ο ίδιος εμφανίζεται επίσης αισιόδοξος ότι, παρά την πτώση των τελευταίων εβδομάδων, οι τιμές θα ανακάμψουν το επόμενο διάστημα. «Ακόμα κι αν πάνε λίγο πίσω οι πωλήσεις, πιστεύω ότι θα επέλθει τελικά μια ισορροπία», προσθέτει.

Τονίζει, δε, ότι τα σκαμπανεβάσματα του χρηματιστηρίου καταδεικνύουν για ακόμα μία φορά τη χρησιμότητα των προπωλήσεων, οι οποίες αποτελούν όπλο κατά της αβεβαιότητας: «Οι αγρότες που προχώρησαν σε προπωλήσεις εξασφάλισαν μια καλή τιμή, που παρέχει μια ασφάλεια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, σε μια περίοδο που το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Πέρα από το ακριβό πετρέλαιο, φέτος είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις υψηλές τιμές του ρεύματος, καθώς πολλές περιοχές δουλεύουν με πομόνες. Είχαμε επίσης ένα λίπασμα αυξημένο σχεδόν 100% σε σχέση με πέρυσι, ενώ αυξήσεις είδαμε και στα φάρμακα».

«Γι’ αυτό, λοιπόν, λέμε ότι το βαμβάκι διαθέτει σήμερα πολλά πλεονεκτήματα έναντι άλλων προϊόντων. Σε ό,τι αφορά την τιμή παραγωγού, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι τη δεκαετία 2011-2020, ο μέσος όρος της ήταν 42 λεπτά. Πέρυσι, αυξήθηκε στα 72 λεπτά, ενώ φέτος διαφαίνεται ότι θα πάει ακόμα ψηλότερα. Παράλληλα, έχουμε στα χέρια μας το εργαλείο της προπώλησης, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον αγρότη, έχοντας ήδη εικόνα του κόστους παραγωγής, να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που του προσφέρει η αγορά και να υφάνει ένα δίχτυ ασφαλείας. Αυτό δεν συμβαίνει με άλλες καλλιέργειες», υπογραμμίζει.

Σπεύδει ωστόσο να επισημάνει ότι, τόσο οι αγρότες, όσο και οι εκκοκκιστές, θα πρέπει να περιφρουρήσουν αυτή την κατάκτηση: «Πρόκειται για ένα συμφωνητικό και ως τέτοιο θα πρέπει να γίνεται σεβαστό και να τηρείται πιστά και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Από την πλευρά των εκκοκκιστών, πρέπει να τηρείται η υποχρέωση ανάρτησης της τιμής ημέρας στην είσοδο της επιχείρησης. Από την πλευρά του, ο παραγωγός θα πρέπει να βάζει τις ποικιλίες που επιδοτούν τα εκκοκκιστήρια και να κρατάει χαμηλά την υγρασία, ώστε να λάβει αυτά που δικαιούται».

Στέλνοντας το δικό του μήνυμα ενόψει της έναρξης της εκκοκκιστικής σεζόν, ο κ. Φωτεινός σημειώνει ότι «οι αγρότες μπορούν να εμπιστεύονται τη ΔΟΒ και να είναι σίγουροι ότι θα είναι πάντα στην πρώτη γραμμή για να προασπίσει τα δικαιώματα και να παλέψει για τα συμφέροντά τους».

«Από καλή βάση ξεκινούν οι παραγωγοί»

O πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος (ΠΕΕΕΒ), Αντώνης Σιάρκος

«Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει αυτήν τη στιγμή μια υστέρηση στο κομμάτι της ζήτησης. Δεδομένων και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν μεγάλες παραγωγικές χώρες, θα περιμέναμε μεγαλύτερη κινητικότητα από τους αγοραστές και δη από τους Τούρκους. Όμως, δεν βλέπουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ φαίνεται ότι τα κλωστήρια διαθέτουν και αρκετά αποθέματα», λέει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος (ΠΕΕΕΒ), Αντώνης Σιάρκος.

Ο ίδιος ωστόσο τονίζει ότι οι παραγωγοί δεν πρέπει να είναι απαισιόδοξοι. «Ακόμα κι αν οι τιμές έχουν διορθώσει το τελευταίο διάστημα, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι παραμένουν ανεβασμένες σε σχέση και με τα περσινά υψηλά. Επιπλέον, φέτος υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό της εγχώριας προσδοκώμενης παραγωγής σύσπορου, που ενδεχομένως να αγγίζει το 20% και το οποίο έχει συμβολαιοποιηθεί σε τιμές από 90 λεπτά έως 1 ευρώ/κιλό. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η χρονιά ξεκινά με καλούς οιωνούς, με την έννοια ότι, παρά την αδιαμφισβήτητη αύξηση του κόστους παραγωγής, αρκετοί παραγωγοί έχουν καταφέρει να “κλειδώσουν” ένα σοβαρό περιθώριο κέρδους και ξεκινούν από μια καλή βάση», σημειώνει.

Στάση αναμονής από Τουρκία, ενδιαφέρον από Αίγυπτο και Πακιστάν

Σε Αίγυπτο και Πακιστάν εντοπίζεται αυτήν τη χρονική περίοδο η ζήτηση για το ελληνικό βαμβάκι, σύμφωνα με τον αντιπρόσωπο-αγοραστή εκκοκκισμένου βάμβακος, Γιάννη Ψαρόπουλο, δύο χώρες ωστόσο που, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, παρουσιάζουν προσκόμματα.

«Η Αίγυπτος, με μια κατανάλωση 200.000 τόνων, λόγω των φυτοϋγειονομικών προδιαγραφών που έχει, δίνει πάντα προτεραιότητα στο ελληνικό βαμβάκι και είναι διατεθειμένη να πληρώσει ένα premium γι’ αυτό. Σε αντίθεση, για παράδειγμα με τα τουρκικά κλωστήρια, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής διοχετεύεται στην εσωτερική αγορά. Γι’ αυτό και αυτήν τη στιγμή είναι ίσως η πλέον ζωηρή αγορά για τη χώρα μας. Όμως, λόγω των έμμεσων capital controls που υπάρχουν στο δολάριο, υπάρχει μια δυσκολία στο να πραγματοποιηθούν οι πληρωμές στην ώρα τους. Αν, όπως ακούγεται στο τέλος του μήνα, λάβουν κάποιο δάνειο από το ΔΝΤ, ενδεχομένως να ξεμπλοκάρει η κατάσταση», εξηγεί ο κ. Ψαρόπουλος.

«Το Πακιστάν, από την άλλη, έχει βγει στην αγορά για να καλύψει το κενό στην εγχώρια παραγωγή του από τις πλημμύρες, όμως περνάει από… κόσκινο τις τιμές όλων των προελεύσεων που μπορούν να φορτωθούν το επόμενο διάστημα, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη χαμηλότερη. Πρόσφατα, πουλήθηκε εκεί τούρκικο βαμβάκι με χρώμα 41 στα 110 σεντς/λίμπρα παραδοτέο για φορτώσεις που θα πραγματοποιηθούν τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Το τούρκικο βαμβάκι δεν είναι αντίστοιχης ποιότητας με το ελληνικό, ωστόσο η συναλλαγή αυτή δίνει μια ένδειξη», προσθέτει.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτήν τη στιγμή είναι ότι «κανείς δεν ξέρει πόσο μεγάλη θα είναι η πτώση της κατανάλωσης. Με όλες αυτές τις απώλειες παραγωγής σε μεγάλες παραγωγικές χώρες, η αγορά θα έπρεπε να έχει… φύγει στον Θεό. Όμως τα κλωστήρια στην Τουρκία δουλεύουν στο 40% της δυναμικότητάς τους, ενώ πολλά από αυτά διαμηνύουν ότι, μόλις χρησιμοποιήσουν τα αποθέματα που έχουν στις αποθήκες τους, θα κατεβάσουν διακόπτες, καθώς δεν υπάρχει ζήτηση για νήμα. Για τον κλάδο μας, η Τουρκία είναι, τρόπον τινά, η “Κίνα της Ευρώπης” και αυτήν τη στιγμή πλήττεται από την πτώση της ζήτησης στη Γηραιά Ήπειρο».

Αυτό βέβαια, σύμφωνα με τον κ. Ψαρόπουλο, δεν σημαίνει ότι η γειτονική χώρα απέχει επί μακρόν από το ελληνικό βαμβάκι. «Όταν κάποια στιγμή αρχίσει να κινείται η αγορά και έχει ανάγκη για βαμβάκι, οι εκεί αγοραστές σαφώς και θα ενδιαφερθούν για ελληνικό βαμβάκι, το οποίο μπορούν να έχουν μέσα σε 15 μέρες στην πόρτα τους. Απλά θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ενδέχεται να κοιτάξουν και κάποιες άλλες προελεύσεις, όπως π.χ. τη Βραζιλία, όπου πλέον, όπως πληροφορούμαστε, τα βαμβάκια φορτώνονται στην ώρα τους».

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος είναι τα υψηλά επιτόκια που αυξάνουν το κόστος του χρήματος, όπως επίσης και οι τιμές της ενέργειας, δεδομένου ότι η κλωστοϋφαντουργία είναι μια ενεργοβόρος βιομηχανία. Καταλήγοντας, ο κ. Ψαρόπουλος εκτιμά ότι το βαμβάκι δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει πρόβλημα διάθεσης, το πιθανότερο ωστόσο είναι «να φύγει πιο αργά από άλλες χρονιές».