Φυσικοί πόροι και επιχειρηματικές επιδόσεις καθορίζουν την πορεία του αλιευτικού κλάδου

Χαρτογράφηση της ευρωπαϊκής αλιείας μέσα από την πρόσφατη μελέτη της Κομισιόν

Τη δομή της ευρωπαϊκής αλιείας στα παράκτια κράτη της ΕΕ περιγράφει η αναθεωρημένη μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από την Κομισιόν, η οποία έχει ως στόχο την ανάλυση και τις δυνατότητες οριζόντιων ή κάθετων συνεργασιών μεταξύ των μερών του κλάδου. Παράλληλα, αναλύονται οι τάσεις που κυριαρχούν στα παράκτια κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά και ο ρόλος των φορέων και των μεσαζόντων τρίτων χωρών. Αξίζει να τονιστεί ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται ανακατατάξεις στον κλάδο, τόσο στο σύνολο της ΕΕ όσο και στην Ελλάδα, κάποιες από τις οποίες δεν καταγράφονται.

Τα ζητήματα που σχετίζονται με τις κάθετες μορφές συνεργασίας εστιάζουν σε παράγοντες όπως το γιατί μία επιχείρηση επιθυμεί να εξαγοράσει έναν από τους προμηθευτές ή τους πελάτες της. Στην εμπορική αλιεία υπάρχει ακόμη μία διάσταση, επισημαίνουν οι συγγραφείς της έκθεσης, αφού ο εκμεταλλεύσιμος πόρος δεν χαρακτηρίζεται από δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αντίθετα, τα αλιευτικά πεδία συνιστούν κοινόχρηστους πόρους ή πόρους ανοιχτής πρόσβασης.

Παράλληλα, δεν είναι λίγοι αυτοί που διατυπώνουν την ανησυχία τους για την αύξηση αυτών των συνεργιών, όχι λόγω των οικονομικών δεδομένων, αλλά περισσότερο λόγω κοινωνικών ζητημάτων.

Η αλιεία, σε πολλές παράκτιες περιοχές της Ευρώπης και των νησιών της, αποτελεί οικογενειακή παράδοση, γεγονός που επιτρέπει την εύλογη ανησυχία για το κατά πόσο τα οφέλη των συνεργιών στον κλάδο αντισταθμίζουν τα κοινωνικά και άλλα κόστη, όπως αυτά της μείωσης των ανεξάρτητων αλιέων, αλλά και της διατάραξης των παράκτιων κοινοτήτων εξαιτίας της απώλειας εσόδων και θέσεων εργασίας.

Συμπεράσματα και συστάσεις

Η έρευνα διαπιστώνει ότι περιπτώσεις οριζόντιων συνεργιών, παρά το γεγονός ότι δεν δείχνουν να επηρεάζουν τον αριθμό των εργαζομένων, έχουν επιπτώσεις στους μισθούς, στο εισόδημα και στην αποδοτικότητα του πλοίου, αλλά όχι στην παραγωγικότητα του τομέα.

Οι μισθοί και τα ημερομίσθια, για παράδειγμα, στο σύνολο του πληρώματος, μειώθηκαν κατά μέσο όρο κατά 5,5%, όταν ο μέσος αριθμός των σκαφών μίας επιχείρησης αυξήθηκε κατά ένα. Σε όρους εισοδήματος, και οι τρεις κατηγορίες –έσοδα από εκφορτώσεις, βάρος εκφορτώσεων και αξία εκφορτώσεων– μειώθηκαν με τις συνέργειες.

Ωστόσο, ενώ με αυτή την πορεία διαμόρφωσης του κλάδου μειώνεται η παραγωγικότητα του σκάφους, η παραγωγικότητα του τομέα –όπως υπολογίζεται σε μέρες στη θάλασσα, μέρες αλιείας ή αριθμό αλιευτικών ταξιδιών– δεν επηρεάζεται. Εξήγηση στις παραπάνω εκτιμώμενες μειώσεις θα μπορούσε να αποτελέσει το γεγονός ότι σκάφη που αποκτώνται μπορεί να μετατρέπονται σε «ανενεργά», όμως το μερίδιο αυτών αλιεύεται από κάποιο άλλο σκάφος της εταιρείας. Έτσι, εμφανίζεται μείωση στα μέσα μεγέθη, χωρίς να μειώνεται η παραγωγικότητα του τομέα, αφού τα ενεργά σκάφη μπορεί να χρησιμοποιούνται πιο εντατικά.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, ο βαθμός, οι μηχανισμοί, αλλά και οι κινητήριοι μοχλοί τέτοιων προσπαθειών ωρίμανσης του κλάδου στα παράκτια κράτη-μέλη της ΕΕ ποικίλλουν, αφού εξαρτώνται από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, που αλληλοσυνδέονται και οι οποίοι κατηγοριοποιούνται σε ρυθμιστικό περιβάλλον, φυσικούς πόρους και επιδόσεις μίας επιχείρησης. Για να υπάρξουν συστάσεις ως προς τη βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και της πρόσβασης σε φυσικούς πόρους, απαιτείται περαιτέρω οικονομετρική ανάλυση, αναφέρουν οι ερευνητές, αφού αυτό θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη νομοθεσία.

Βέβαια, οι ερευνητές συστήνουν στους αρμόδιους οργανισμούς των χωρών να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων οραμάτων, συνεκτικών και αξιόπιστων νομοθετικών πλαισίων για τον τομέα της αλιείας, αφού όπως προκύπτει από τις απαντήσεις, πολλές εταιρείες παραδέχτηκαν ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης σε αυτό το πεδίο. Πάντως, οι επιχειρήσεις και οι χώρες όπου πραγματοποιήθηκε
η διαρθρωτική ωρίμανση του κλάδου ήταν σε θέση να αναπτύξουν οικονομικά βιώσιμα αλιευτικά σχέδια, να ανταποκριθούν στις αλλαγές στη νομοθεσία και να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική θέση έναντι των αγοραστών των προϊόντων τους.

Παράλληλα, σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτηθέντων, όπου υλοποιήθηκε αυτή η ωρίμανση, υπήρξαν μεν αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο οι συνθήκες στον τομέα γενικότερα βελτιώθηκαν. Αξιοσημείωτο είναι το ότι όπου υπήρχε επάρκεια φυσικών πόρων, η διαρθρωτική ολοκλήρωση ήταν περισσότερο κοινή. Αντίθετα, σε αρκετές χώρες όπου η πρόσβαση στους φυσικούς πόρους ήταν περιορισμένη, ιδίως στη Μεσόγειο, αναπτύχθηκε η υδατοκαλλιέργεια ως αντιστάθμισμα.

Πρόκειται για έναν ελκυστικό τομέα για τις αλιευτικές εταιρείες προς επένδυση, αλλά και για τις μεταποιητικές, ώστε να εξασφαλίσουν τον εφοδιασμό τους. Επομένως, ένα πλαίσιο πολιτικής που θα ενθάρρυνε την ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας σε περιοχές με περιορισμένους φυσικούς πόρους θα μπορούσε να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης και εισοδήματα για τις τοπικές εταιρείες θαλασσινών.

Επιπλέον, προτείνεται η προώθηση της ανάπτυξης αγορών για είδη εκτός TAC και παρεμπιπτόντων αλιευμάτων. Υπό το πρίσμα της απαγόρευσης των απορρίψεων και των περιορισμών των αποθεμάτων σε ορισμένες αλιευτικές δραστηριότητες, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αποτελεσματικό δίαυλο μεταξύ των εταιρειών αλιείας και μεταποίησης, ώστε να μεγιστοποιήσουν τις δυνατότητές τους ελαχιστοποιώντας απόβλητα και υπεραλίευση.

Η ελληνική αλιεία σε αριθμούς

Παρά τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία ως προς τις επίσημες μορφές συνεργιών στον ελληνικό κλάδο της αλιείας, υπάρχουν ανεπίσημες συνεργασίες στη χώρα, αναφέρει η έκθεση, δεδομένου ότι οι τυποποιητικές και εξαγωγικές εταιρείες του κλάδου έχουν στενούς δεσμούς με τους κατόχους αλιευτικών σκαφών.

Στη χώρα κυριαρχούν τα μικρού και μεσαίου μεγέθους αλιευτικά σκάφη, με καπετάνιο συνήθως τον ιδιοκτήτη και πολλές φορές ξένο πλήρωμα. Μεγάλες εταιρείες, που δραστηριοποιούνται στη χώρα, δεν διαθέτουν μεγάλο στόλο, αλλά συνεργάζονται στενά με τους μικρής κλίμακας ψαράδες.

Τα εισοδήματα εκφορτώσεων απέφεραν 126 εκατ. ευρώ στις ελληνικές αλιευτικές εταιρείες το 2015, ενώ τα έσοδα από την παραγωγή του 2016 συνέβαλαν επιπλέον 222 εκατ. ευρώ, διατηρώντας το θετικό εμπορικό ισοζύγιο των αλιευμάτων για τη χώρα, στα 228 εκατ. ευρώ.

Η Ελλάδα εξήγαγε αλιεύματα αξίας 670 εκατ. ευρώ, με το 90% των ποσοτήτων να διακινούνται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Κύριοι προορισμοί για τα ψάρια και τα θαλασσινά της Ελλάδας είναι η Ιταλία (40%), η Ισπανία (13%) και η Ολλανδία (10%). To 57% των εισαγωγών για τη χώρα προήλθαν επίσης από άλλα κράτη της ΕΕ, με βασικότερους εταίρους την Ισπανία (14%), την Ολλανδία (13%) και την Ιταλία (9%).

Η Ελλάδα διαθέτει έναν μεγάλο στόλο αλιευτικών σκαφών, με τις εγγραφές του 2017 να ανέρχονται στα 14.985 σκάφη, τα οποία ανήκαν σε 12.594 εταιρείες. Το 11% των αλιευτικών εταιρειών της χώρας κατείχε περισσότερα από ένα σκάφη, σύμφωνα με στοιχεία του 2015. Ωστόσο, το 93% των εν ενεργεία σκαφών είναι μικρού μεγέθους, γεγονός που χαρακτηρίζει ευρέως τον κλάδο της ελληνικής αλιείας ως μικρής κλίμακας, δεδομένου ότι η μέση αλιευτική ικανότητα αυτών των σκαφών δεν υπερβαίνει τα 5 GT.

Με 23.431 εργαζόμενους, σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης, ο ελληνικός κλάδος της αλιείας απασχολεί περίπου το 0,7% του εργατικού δυναμικού της χώρας, ενώ πολύ μικρότερη είναι η συμμετοχή του τομέα της μεταποίησης, με ένα αντίστοιχο εργατικό δυναμικό μόλις 222 ατόμων. Οι δείκτες αυτοί από μόνοι τους καταδεικνύουν τη χαμηλή προστιθέμενη αξία που εξασφαλίζει ο κλάδος μέσω της μεταποίησης, αλλά και το ότι τα περισσότερα ελληνικά αλιεύματα πωλούνται νωπά.

Το προφίλ της ελληνικής αγοράς αλιευμάτων και ιχθυηρών

Το 83% των αλιευμάτων και των αλιευτικών προϊόντων που εισέρχονται στην ελληνική αγορά πωλούνται νωπά, αφήνοντας μικρότερα μερίδια στις κατηγορίες της κονσέρβας (5%), των κατεψυγμένων (8%) και των αποξηραμένων/καπνιστών/παστών ψαριών (4%). Το 77% των προϊόντων αυτών πωλούνται στο λιανικό εμπόριο, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό διατίθεται στον κλάδο των υπηρεσιών εστίασης. Τόσο στα νωπά, όσο και στα κατεψυγμένα, το 75% των ποσοτήτων διατίθεται στη λιανική, ενώ σε ότι αφορά τα αλιεύματα σε κονσέρβα αλλά και τα αποξηραμένα/καπνιστά/παστά, το 90% διατίθεται σε σημεία λιανικής πώλησης, ενώ σπάνια πωλούνται σε υπηρεσίες εστίασης.

 

Χωρίς επωνυμία το 75% των ελληνικών αλιευμάτων

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο βαθμός τυποποίησης των προϊόντων της ελληνικής αλιείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, κονσέρβες και κατεψυγμένα πωλούνται συνήθως ως επώνυμα την ώρα που χωρίς επωνυμία διατίθενται περισσότερο από τα 3/4 των νωπών αλιευμάτων της χώρας. Το 31% των αποξηραμένων/καπνιστών/παστών αλιευμάτων πωλούνται ως βιοτεχνικά προϊόντα, ένα ακόμη 31% ως επώνυμα, το 29% χωρίς επωνυμία και άλλο ένα 9% με την ιδιωτική ετικέτα των καταστημάτων λιανικής.

Οι σημαντικότεροι παίκτες

Κατέχοντας ένα μερίδιο της τάξεως του 30%, οι ιχθυοκαλλιέργειες ΝΗΡΕΑΣ αποτελούν σημαντικό παίκτη στον τομέα των νωπών, ενώ η ΣΕΛΟΝΤΑ, σημαντική προμηθεύτρια σε τσιπούρα και λαβράκι ιχθυοκαλλιέργειας, κατέχει ένα περίπου 20% της αγοράς νωπών. H Iglo, μέλος της βρετανικής Nomad είναι η ηγέτιδα στον χώρο των κατεψυγμένων με ένα μερίδιο στην ελληνική αγορά της τάξεως του 28%, ενώ και η Καλλιμάνης καλύπτει ένα 23%.

Σε ό,τι αφορά τις κονσέρβες αλιευμάτων, η Κόνβα κατέχει ένα 26% της αγοράς με τις επωνυμίες Trata και Flokos και ένα σχεδόν 20% καλύπτεται από τις ετικέτες της Bolton Hellas, μέλους του ολλανδικού ομίλου Βolton. Η Κόνβα καταλαμβάνει επίσης ένα σημαντικό μερίδιο της ελληνικής αγοράς (25%) και στον τομέα των αποξηραμένων/καπνιστών/παστών προϊόντων αλιείας. Η Ελλάδα διαθέτει μόνο μία οργάνωση παραγωγών, την Όστρια ΑΕ, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των υδατοκαλλιεργειών, ενώ, σε ό,τι αφορά τους αλιείς δεν διαθέτει οργανώσεις αλλά ενώσεις αλιέων, όπως η Ένωση Πλοιοκτητών Παράκτιας αλιείας Ελλάδος.

Χωρισμένοι σε διαφορετικές «φυλές» παραμένουν οι μικρότερης κλίμακας αλιείς της χώρας γεγονός που τους καθιστά πιο ευάλωτους στον ανταγωνισμό, αλλά και τις αλλαγές πολιτικών αναφέρεται στην έκθεση. Μία τέτοια δομή αποτελεί, σύμφωνα με τη μελέτη, η Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Παράκτιων Επαγγελματικών Αλιευτικών Σκαφών. Εκτός των υδατοκαλλιεργειών που κατέχουν ένα σημαντικό κομμάτι στην ελληνική αγορά, αλλά δεν σχετίζονται άμεσα με τον κλάδο της αλιείας, ο κλάδος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, αυτή της μεσαίας κλίμακας (μηχανότρατες και σκάφη γρι-γρι) και της μικρής κλίμακας (σκάφη μικρότερα των 12 μέτρων).

Στη χώρα δεν υπάρχουν μεγάλες εταιρείες που να διαχειρίζονται σημαντικό αριθμό αλιευτικών σκαφών. Παράλληλα, όπως διαπιστώνει η μελέτη, οι εταιρείες επεξεργασίας και εξαγωγών εργάζονται σε συνεργασία με τους ψαράδες, από τους οποίους προμηθεύονται συνήθως απευθείας την πρώτη ύλη. Δύο τέτοιες εταιρείες είναι η Cosmofish και η Αφεντούλης. Η πρώτη παραμένει ενεργή σε όλα τα στάδια εφοδιασμού αλιευμάτων ενώ ανεφοδιάζει τη βιομηχανία και με αλιευτικό εξοπλισμό. Η εταιρεία συνεργάζεται με 50 ψαράδες, οι οποίοι διαθέτουν δικά τους σκάφη. Σε ό,τι αφορά την Αφεντούλης, η εταιρεία προμηθεύεται προϊόντα από τη συνεργασία της με 100 αλιείς, τα οποία μεταποιεί, εμπορεύεται και εξάγει.

H Τρίτον θαλασσινά, μέλος του Ομίλου εταιρειών Αναστασάκη, είναι μία εταιρεία που ειδικεύεται στην αλίευση, στην τυποποίηση, στη συσκευασία και στη διάθεση προϊόντων, ειδών όπως το μπαρμπούνι, το λυθρίνι, το φαγκρί, η σφυρίδα και η γλώσσα, διαθέτοντας τρία ιδιόκτητα σκάφη.