Γ. Κωστηνάκη, πρόεδρος Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδος: «Πιο επίκαιρο από ποτέ ένα στρατηγικό σχέδιο για το ελληνικό ρύζι»

Στην αδυναμία των εκπροσώπων των συνεταιρισμών να δεσμευτούν για το μίνιμουμ των ποσοτήτων που ζητούσε η μεταποίηση, αλλά και στην υπαναχώρηση από την αρχική τους θέση, η οποία, όπως αναφέρει, έκανε λόγο για τιμή προσαυξημένη κατά 20% σε σχέση με αυτήν του Ρονάλντο αποδίδει η πρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδος (ΣΟΕ), Γεωργία Κωστηνάκη, το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων για τη συμβολαιακή στην Καρολίνα, σημειώνοντας ότι, από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις του κλάδου «υπερέβαλαν εαυτόν».

Παρ’ όλα αυτά, στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «ΥΧ», αφήνει ένα παράθυρο επαναπροσέγγισης, τονίζοντας ότι ο ΣΟΕ παραμένει ανοιχτός σε έναν «ουσιαστικό, εποικοδομητικό και ρεαλιστικό διάλογο», προκειμένου να αξιοποιηθεί η άκρως ευνοϊκή, για το ελληνικό προϊόν, φετινή συγκυρία.

Παράλληλα, η κα Κωστηνάκη απευθύνει κάλεσμα στους παραγωγούς για την εκπόνηση, σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο, ενός στρατηγικού σχεδίου «που θα συνδέει το εμπορικό με το καλλιεργητικό ενδιαφέρον και τις δυνατότητες της ελληνικής γης», περιλαμβάνοντας τις ποικιλίες που χρειάζεται η ελληνική αγορά, αλλά και εισαγόμενες, καθώς και αυτές που «χρειάζεται η εξαγωγή, ώστε το ελληνικό ρύζι να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο».

Πού ακριβώς σκόνταψαν οι διαπραγματεύσεις στη Διεπαγγελματική με τους εκπροσώπους των παραγωγών για τη συμβολαιακή στην Καρολίνα; Υπήρξαν και σημεία στα οποία διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων; Βλέπετε να υπάρχουν περιθώρια για μια επαναπροσέγγιση;

Δυστυχώς, οι διαπραγματεύσεις για τη συμβολαιακή γεωργία Καρολίνας δεν απέδωσαν ένα θετικό αποτέλεσμα, διότι οι εκπρόσωποι των συνεταιρισμών πρωτίστως δεν μπορούσαν να δεσμευτούν για τις ζητηθείσες ποσότητες, αλλά ταυτόχρονα αναθεώρησαν την αρχική τους θέση αναφορικά με την τιμή της Καρολίνας, ζητώντας 30% επιπλέον από την τιμή του Ρονάλντο και όχι 20% όπως προγενέστερα είχαν ζητήσει και είχε συμφωνηθεί. Παρ’ όλα αυτά, εμείς βρισκόμαστε εδώ, ανοιχτοί σε έναν ουσιαστικό διάλογο.

Οι παραγωγοί υποστηρίζουν ότι το αίτημα για τιμή προσαυξημένη κατά 30% σε σχέση με το Ρονάλντο δικαιολογείται τόσο από τις μειωμένες αποδόσεις, σε σχέση με την εν λόγω ποικιλία (στρεμματικές αποδόσεις τις οποίες προσδιορίζουν στο 20%) όσο και από τις αυξημένες φροντίδες και απαιτήσεις που έχει ως καλλιέργεια το ρύζι τύπου Καρολίνας, σε μια συγκυρία όπου τα κόστη παραγωγής είναι ήδη αυξημένα. Τι απαντάτε σε αυτό; Επιπλέον, για ποιους λόγους απορρίφθηκε η αρχική τους πρόταση για σύνδεση της τιμής με την ιταλική αγορά Ente Risi;

Τα μέλη του Συνδέσμου μας, έχοντας ως πρωταρχικό σκοπό την προστασία και την προώθηση της εμπορικής κατηγορίας της Καρολίνας, αλλά και την ταύτιση των ποικιλιών που καλλιεργούνται στην Ελλάδα με τις ποικιλίες που έχουν εμπορικό ενδιαφέρον, προέβησαν στην πρόταση για συμβολαιακή Καρολίνας, αποδεχόμενοι ταυτόχρονα την αντιπρόταση των συνεταιριστών για καταβολή πρόσθετου τιμήματος 20% από την τρέχουσα τιμή του Ρονάλντο.

Η αποδοχή αυτή, μη γνωρίζοντας την τιμή που θα έχει τον επόμενο χρόνο το Ρονάλντο, τι τιμές θα έχει η ιταλική αγορά στις παρεμφερείς ποικιλίες, αλλά και γνωρίζοντας ότι η ελληνική αγορά τροφίμων δεν μπορεί να απορροφήσει επιπλέον ανατιμήσεις λόγω του πληθωρισμού και της μείωσης την καταναλωτικής δύναμης των Ελλήνων, είναι μόνο τρεις από τις παραμέτρους που αποδεικνύουν ότι οι ορυζόμυλοι υπερέβαλαν εαυτόν.

Αντιλαμβανόμαστε και στηρίζουμε εμπράκτως την προσπάθεια των παραγωγών να καλύψουν την αύξηση του κόστους παραγωγής τους. Σας υπενθυμίζω μόνο ότι πέρυσι, την ίδια περίοδο, η τιμή της Καρολίνας ήταν στα 380 ευρώ ανά τόνο και φέτος είναι στα 700 ευρώ ανά τόνο και η τιμή του Ρονάλντο ήταν στα 290 ευρώ ανά τόνο πέρυσι και 540 ευρώ σήμερα.

Η Καρολίνα είναι μία εμπορική ελληνική ονομασία, μία κατηγορία ρυζιών. Δεν είναι μία συγκεκριμένη ποικιλία και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συνδεθεί με τις τιμές μιας ξένης αγοράς διαφορετικών ποικιλιών και ποιοτήτων. Η προσπάθεια για μία συμφωνία απαιτεί τη συμμετοχή όλων όσοι εμπλέκονται στην όλη διαδικασία, κοιτάζοντας πρωτίστως μακροπρόθεσμα.

Πώς εξελίσσεται εμπορικά η φετινή σεζόν για το ελληνικό ρύζι; Ποια στοιχεία καθιστούν ιδανική τη συγκυρία για τη «δημιουργία ενός δυναμικού ρεύματος προώθησής του», όπως αναφέρεται στην τελευταία ανακοίνωση του ΣΟΕ;

Φέτος, οι παραγωγοί ρυζιού επέλεξαν να κατευθυνθούν σε άλλες καλλιέργειες (όπως το βαμβάκι), με αποτέλεσμα η εγχώρια παραγωγή ρυζιού να έχει μειωθεί κατά σχεδόν 30%. Εκτός από τη μείωση παραγωγής που έχουμε στη χώρα μας, έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι και με τη γενικότερη έλλειψη ρυζιού στην Ευρώπη λόγω ξηρασίας. Αξίζει μόνο να σας αναφέρω ότι η μείωση της καλλιέργειας της Ιταλίας ισοδυναμεί με τη συνολική ελληνική παραγωγή ρυζιού.

Όλα αυτά δημιούργησαν μία έντονη ζήτηση του ελληνικού ρυζιού για εξαγωγή σε υψηλές τιμές. Η συγκυρία αυτή είναι μία ευκαιρία, με όχημα τους ελληνικούς ορυζόμυλους, οι Έλληνες παραγωγοί να εξάγουν τα προϊόντα τους ανά τον κόσμο και να αναδείξουν την ποιότητά τους. Όμως, η κατάσταση αυτή συνεπάγεται την απρόσκοπτη πώληση αναποφλοίωτου ρυζιού από τους παραγωγούς, ώστε να μη χάνονται συμφωνίες, ειδικά εάν ληφθεί υπόψη η αναμονή τους για μεγαλύτερες τιμές στην πώληση του ρυζιού, η οποία οδηγεί στη μη πώληση των προϊόντων τους.

Από την άλλη πλευρά, όμως, θα ήθελα να αναφέρω και την κατάσταση της ελληνικής αγοράς. Στη διαμορφούμενη πραγματικότητα, θα πρέπει να λάβετε υπόψη σας την αύξηση του κόστους μεταποίησης του προϊόντος από τις εταιρείες – μέλη του Συνδέσμου μας, οι οποίες, ως μεταποιητικές εταιρείες, βρίσκονται στο μέσο της διαδρομής των προϊόντων, μέχρι αυτά να φτάσουν στον καταναλωτή.

Η αύξηση στην τιμή του ρεύματος, που παραμένει υψηλή παρά την κρατική συμμετοχή, η δραματική αύξηση του κόστους των υλικών συσκευασίας, οι αυξήσεις στα μεταφορικά κόμιστρα, η τεράστια αύξηση της πρώτης ύλης σε συνδυασμό με την έλλειψη της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων καταναλωτών, καθώς και της μείωσης της κατανάλωσης μαζί με την προσθήκη του ρυζιού στο καλάθι της νοικοκυράς, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που απειλεί ακόμα και την οικονομική βιωσιμότητα των μελών μας.

Ποια βήματα πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να γίνουν τόσο σε καλλιεργητικό όσο και σε εμπορικό επίπεδο, προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτή η συγκυρία και το ελληνικό ρύζι να αποκτήσει μακροπρόθεσμη προοπτική;

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια υποστηρίζω ότι υπάρχει πρόβλημα στην επιλογή των ποικιλιών που καλλιεργούνται στην Ελλάδα. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται θα πρέπει να είναι και οι ποικιλίες που έχουν εμπορικό ενδιαφέρον. Η χώρα μας καλλιεργεί περίπου 250.000 τόνους αναποφλοίωτο ρύζι, εκ των οποίων οι 90.000 τόνοι περίπου προορίζονται για την ελληνική αγορά και οι υπόλοιποι για εξαγωγή.

Επομένως, θα πρέπει να καλύπτονται οι ανάγκες για την ελληνική αγορά, κάτι που δεν γίνεται. Και αυτό διότι το 30% της κατανάλωσης είναι Καρολίνα και αυτή δεν καλλιεργείται, ενώ, αναφορικά με τις εξαγωγές, υπάρχει ζήτηση για μακρύσπερμο ρύζι Α κρυσταλλικό τύπου Λούνα, αλλά και αυτό σταμάτησε να καλλιεργείται. Επίσης, ανησυχώ ιδιαίτερα για την τάση της καλλιέργειας με τα μακρύσπερμα ρύζια, που τον επόμενο χρόνο θα είναι ακόμα πιο έντονη, διότι το μακρύσπερμο Β ρύζι προορίζεται κυρίως για την ελληνική αγορά ως Parboiled ή «Νυχάκι» και δεν έχει εξαγωγικό ενδιαφέρον, καθώς οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης εισάγουν ρύζι ίδιου τύπου από τρίτες χώρες. Επομένως, για να μπορέσουμε να το εξάγουμε εμείς, θα πρέπει η τιμή του να είναι ανταγωνιστική αυτών και, άρα, χαμηλή.

Επομένως, θα πρέπει μαζί με τους συνεταιρισμούς –και αυτός είναι ένας στόχος του Συνδέσμου μας που ήδη έχουμε αρχίσει να υλοποιούμε– να σχεδιάσουμε ένα στρατηγικό σχέδιο καλλιέργειας ρυζιού, που θα συνδέει το εμπορικό με το καλλιεργητικό ενδιαφέρον και τις δυνατότητες της ελληνικής γης.

Ένα σχέδιο που θα περιλαμβάνει τις ποικιλίες που χρειάζεται η ελληνική αγορά (Καρολίνα, Parboiled, Νυχάκι, Γλασσέ), προσθέτοντας και ποικιλίες που εισάγουμε από την Ιταλία, όπως ρύζι για ριζότο και σούσι, αλλά και τις ποικιλίες που χρειάζεται η εξαγωγή, ώστε το ελληνικό ρύζι να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.

Για αυτό, όπως σας είπα άλλωστε και στην αρχή της συζήτησής μας, είμαστε ανοιχτοί σε έναν ουσιαστικό, εποικοδομητικό και ρεαλιστικό διάλογο.