Γιαούρτι… να το πιεις στο ποτήρι η νέα μόδα στα γαλακτοκομικά

Στα πόσιμα προϊόντα στρέφονται οι βιομηχανίες για να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον των καταναλωτών

Γιαούρτι... να το πιεις στο ποτήρι η νέα μόδα στα γαλακτοκομικά

Tα πρώτα σημάδια κόπωσης, ύστερα από μια δεκαετία εντυπωσιακών ρυθμών ανάπτυξης, παρουσιάζει η αγορά του «συμβατικού» γιαουρτιού στις ΗΠΑ, με τους καταναλωτές να στρέφουν πλέον την προσοχή τους στα πόσιμα προϊόντα όπως το «δικό» μας… ξινόγαλα.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Nielsen, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, οι πωλήσεις γιαούρτης στα σούπερ μάρκετ της χώρας πέρασαν το 2016 σε αρνητικό έδαφος, σημειώνοντας πτώση 0,9% στα 7,797 δισ. δολάρια. Μεγαλύτερες ήταν οι απώλειες στους όγκους, οι οποίες έφτασαν, στο διάστημα των 52 εβδομάδων που ολοκληρώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2016, το 5,4%.

Από την πτωτική τάση φαίνεται ότι δεν ξέφυγε ούτε το «ελληνικό» γιαούρτι, στο οποίο πιστώνεται και η αλματώδης διεύρυνση της αγοράς τα προηγούμενα χρόνια. Αν και συγκεντρωτικά στοιχεία δεν είχαν δημοσιοποιηθεί μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές και παράγοντες της αγοράς δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο η περυσινή χρονιά να έκλεισε για την εν λόγω κατηγορία με μια μικρή έστω αύξηση, κοινή είναι η διαπίστωση ότι το ποσοστό αυτό θα είναι χαμηλότερο σε σχέση με εκείνο του 2015 και ότι οι –αστρονομικές, όπως χαρακτηρίστηκαν συχνά– επιδόσεις των προηγούμενων ετών ανήκουν στο παρελθόν.

«Είναι σίγουρο ότι το παραδοσιακό, ελληνικό γιαούρτι, όπως το μάθαμε τα τελευταία χρόνια, χάνει έδαφος», δήλωνε σχετικά πριν από λίγους μήνες στην Washington Post o Jared Koerten, επικεφαλής αναλυτής της Euromonitor, συμπληρώνοντας: «Εδώ στις ΗΠΑ άλλωστε κουραζόμαστε (σ.σ. ως καταναλωτές) σχετικά γρήγορα με τα προϊόντα».

Η κούραση αυτή αποτυπώνεται και στα στοιχεία που συγκεντρώνει η αξιόπιστη πύλη στατιστικών δεδομένων statista.com, σύμφωνα με τα οποία το 2015 οι πωλήσεις γιαουρτιού ελληνικού τύπου στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά μόλις 4,6%, όταν το αντίστοιχο νούμερο για το 2014 ήταν 14%, για το 2013 41% και για το 2010 162%.

Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα προϊόντα της κατηγορίας αυτής εξακολουθούν να κατέχουν μερίδιο που αγγίζει το 50% της αγοράς. Ενδεικτικά, το 2015 οι πωλήσεις γιαουρτιού ελληνικού τύπου έφτασαν τα 3,7 δισ. δολάρια, όταν το σύνολο βρισκόταν λίγο πάνω από τα 7,8 δισ. δολάρια.

Ισχυρή η ζήτηση σε Ευρώπη, Ασία και ΗΠΑ

Η κάμψη στις πωλήσεις του «ελληνικού» γιαουρτιού δεν είναι βεβαίως ανεξήγητη. Αφενός, θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς από ένα προϊόν το οποίο πριν από μια δεκαετία τάραξε τα νερά μιας εν πολλοίς αδρανούς αγοράς να διατηρεί και σήμερα την ίδια δυναμική.

Αφετέρου, το ελληνικού τύπου γιαούρτι, αφού επανασύστησε στους Αμερικανούς καταναλωτές ένα «ξεχασμένο» γαλακτοκομικό προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας, καλλιέργησε το έδαφος για το επόμενο hot trend της αγοράς, που δεν είναι άλλο από το… πόσιμο γιαούρτι. Πρόκειται, σύμφωνα με τους ειδικούς, για τη νέα διατροφική «τρέλα» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά και πέραν αυτής, καθώς το εν λόγω προϊόν παρουσιάζει μια σειρά από πρακτικά πλεονεκτήματα που συμβαδίζουν με τους ταχύτατους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, με πρώτο, φυσικά, την ευκολία στην κατανάλωση.

Σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Mintel, οι πωλήσεις πόσιμου γιαουρτιού –στις οποίες περιλαμβάνονται και προϊόντα όπως το δικόκεφίρ, τα smoothies, τα ποτά γιαουρτιού κ.λπ.– αυξήθηκαν κατά 62% την τελευταία πενταετία, ενώ εκείνες του «συμβατικού» γιαουρτιού κατά 27%.

Την ίδια στιγμή, η Technavio προβλέπει ότι η εν λόγω αγορά, η οποία σε παγκόσμιο επίπεδο αποτιμάται σήμερα στα 27,7 δισ. δολάρια, αναμένεται να «τρέξει» με ρυθμούς 8% στο διάστημα 2016-2020, ξεπερνώντας στο τέλος της δεκαετίας τα 40 δισ. δολάρια.

Εκτός από τις ΗΠΑ, ισχυρή είναι η ζήτηση για τέτοια προϊόντα τόσο στην Ευρώπη, όπου οι πωλήσεις αυξάνονται κάθε χρόνο κατά 5%, όσο και στην Ασία. Μάλιστα, η Technavio εκτιμά ότι από 39% που κατέχουν σήμερα οι χώρες της Ευρασίας στην παγκόσμια αγορά πόσιμου γιαουρτιού, το ποσοστό αυτό θα ανέλθει το 2020 στο 45%. «Οι καταναλωτές στις χώρες αυτές θεωρούν ότι το πόσιμο γιαούρτι είναι πιο υγιεινό αλλά και πιο ευχάριστο σε γεύση από άλλα ποτά. Πολλές γαλακτοβιομηχανίες επενδύουν μεγάλα ποσά για τη δημιουργία κτηνοτροφικών μονάδων ώστε να διασφαλίσουν μια σταθερή ροή πρώτης ύλης για την παραγωγή τέτοιων προϊόντων», σημειώνει ο Vijai Sirathi, αναλυτής της Technavio.