Γιώργος Πίττας: Από το «Ελληνικό Πρωινό» στις «Γαστρονομικές Κοινότητες»

Το νέο πρότζεκτ του Γιώργου Πίττα, του εμπνευστή του «Eλληνικού Πρωινού», είναι η οργάνωση «Γαστρονομικών Κοινοτήτων» σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, με στόχο την ανάπτυξη και την ενίσχυση γαστρονομικών προορισμών με ταυτότητα. «Δεν μπορεί στην Πάρο να σερβίρεις τα ίδια πράγματα με τα Καλάβρυτα», λέει ο κ. Πίττας. Οι «Γαστρονομικές Κοινότητες» είναι μια δουλειά βάσης, που χτίζεται μέρα με τη μέρα με πολλές δυσκολίες, η οποία έχει τεθεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Τουρισμού. Μέχρι στιγμής, έχουν συγκροτηθεί 12 γαστρονομικές κοινότητες, η κάθε μια εκ των οποίων βρίσκεται σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης: Στην Άρτα, στην Αμοργό, στο Ζαγόρι, στην Καλαμάτα, στην Κερκίνη, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά, στη Νάουσα, στη Νεμέα, στο Πήλιο, στη Ρόδο και στη Σκιάθο.

Μέσα από τη δημιουργία κοινοτήτων, δηλαδή ομάδων, όλοι οι εμπλεκόμενοι από τους παραγωγούς και τους μεταποιητές έως τους ανθρώπους της εστίασης και τους ξενοδόχους μαθαίνουν να συνεργάζονται και να αλληλοϋποστηρίζονται, προκειμένου να αναδείξουν τον τόπο τους επ’ ωφελεία όλων. Γιατί μια καλή ταβέρνα, δεν μπορεί να φέρει την άνοιξη…

«Πολλοί επαγγελματίες λένε κάνω καλά τη δουλειά μου, άρα κάνω καλό στον τόπο μου. Όμως, αν θέλεις να κάνεις καλό στον τόπο, πρέπει να σκεφτείς και την εικόνα του συνολικά. Αν γίνει ένας τόπος γαστρονομικός προορισμός, θα βοηθηθείς και εσύ, ενώ αν δουλεύεις μόνος σου και δεν συγκροτηθεί μια ομάδα κάποιων ανθρώπων, δεν θα ανέβει ο τόπος», λέει ο κ. Πίττας στην «ΥΧ».

Ψηφιακός πλοηγός στην ψυχή της γαστρονομίας

Όλα ξεκίνησαν πριν από τρία χρόνια. «Όσο δούλευα για το «Ελληνικό Πρωινό», είχα επισκεφτεί πολλά μέρη και είχα ανακαλύψει πολλούς παραγωγούς και συνταγές και είδα τη δυναμική της περιφέρειας. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Greek Gastronomy Guide, ένας ψηφιακός πλοηγός γαστρονομίας σε πολλές περιοχές της χώρας. Η “είδηση” σε αυτό το site δεν είναι ένα νέο εστιατόριο που άνοιξε ή το πού θα μαγειρεύει φέτος ένας διάσημος σεφ. Το Greek Gastronomy Guide είναι ένας οδηγός στην ψυχή της ελληνικής γαστρονομίας, στα προϊόντα και στους τόπους, στις ιστορίες, στις συνταγές και, βέβαια, στους ανθρώπους», αναφέρει.

Για να συγκεντρωθεί όλο αυτό το υλικό, ο κ. Πίττας ταξίδεψε και ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα, όπου συναντήθηκε και δούλεψε με τους ανθρώπους κάθε περιοχής. «Κάπως έτσι συνειδητοποίησα ότι αν δεν κινητοποιηθούν οι ίδιοι οι παραγωγοί, αλλά και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι με τη γαστρονομία, είτε μεταποιητές, είτε παραγωγοί, είτε άνθρωποι της εστίασης, είτε ξενοδόχοι, αν δεν πάρουν την ευθύνη του τόπου τους πάνω τους, δεν μπορεί να προχωρήσει κάτι», προσθέτει.

Λίγο αργότερα γεννήθηκε το βιβλίο «Γαστρονομικές κοινότητες, γαστρονομικοί προορισμοί», ένα θεωρητικό σχήμα του πώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί η ιδέα της δημιουργίας «Γαστρονομικών Κοινοτήτων» με τη συνεργασία των επαγγελματιών του ευρύτερου χώρου της γαστρονομίας, δηλαδή του αγροτικού τομέα, της μεταποίησης και της εστίασης-φιλοξενίας. Στόχος της κάθε περιοχής, όπως περιγράφεται στο βιβλίο, είναι η καταγραφή της ποιοτικής γαστρονομικής προσφοράς και, παράλληλα, η συγκροτημένη σύνδεση του τουρισμού με τον γαστρονομικό πολιτισμό της και η ανάδειξή της σε έναν γαστρονομικό και οινικό προορισμό. Το εγχειρίδιο «Γαστρονομικές κοινότητες, γαστρονομικοί προορισμοί» το 2019 έλαβε το χρυσό βραβείο της γιορτής του τουρισμού Tourism Awards στην κατηγορία «Συγγραφικό έργο για τον τουρισμό».

«Όσο δούλευα για το ελληνικό πρωινό, είχα επισκεφτεί πολλά μέρη και είχα ανακαλύψει πολλούς παραγωγούς και συνταγές και είδα τη δυναμική της περιφέρειας»

Από τη θεωρία στην πράξη

«Άρχισα, λοιπόν, να προσεγγίζω τους ανθρώπους σε κάθε περιοχή, ώστε να επιλεγούν ποιοι θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια υπό διαμόρφωση γαστρονομική κοινότητα. Τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που μπορούν να μπουν σε αυτό είναι να παράγουν ποιότητα, ελληνικότητα (δεν με ενδιαφέρει μια πιτσαρία που κάνει πίτσες και ας είναι πολύ καλές) και να μπορούν να συνεργαστούν». Ο εμπνευστής της ιδέας δημιουργίας γαστρονομικών κοινοτήτων κάνει μια μικρή παύση και συμπληρώνει ότι «το τελευταίο είναι το πιο δύσκολο».

Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι συναντήσεις – σεμινάρια μεταξύ «ντόπιων» σε πολλές περιοχές. Στην αρχή, οι περισσότεροι είχαν πολλές δουλειές και δεν προλάβαιναν να δουλέψουν από κοινού. Όμως, σιγά-σιγά άρχισαν να ενδιαφέρονται. «Ο στόχος είναι ό,τι γίνεται να έχει την αποδοχή της κοινότητας. Για παράδειγμα, λέμε ας βρούμε τα δέκα φαγητά που εκπροσωπούν μία περιοχή. Γίνεται, λοιπόν, ένα σεμινάριο 2-3 ωρών για να βρούμε αυτά τα φαγητά». Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, πάντως, σημειώνει ο κ. Πίττας «υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν σε επίπεδο δημιουργικής κουζίνας με τοπικά υλικά και συνταγές».

Στις συναντήσεις αυτές έρχονται «κυρίως ταβερνιάρηδες της περιοχής και εστιάτορες. Από τους παραγωγούς, περισσότερο ενδιαφέρον δείχνουν οι οινοποιοί, οι τυροκόμοι και κάποιοι που παρασκευάζουν αλλαντικά», λέει ο κ. Πίττας. Αυτές οι πρώτες ομάδες έχουν 20-25 μέλη και έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα υπογράφουν το σύμφωνο αυτοδέσμευσης «που λέει στην ουσία “εμείς βρισκόμαστε εδώ, γιατί υπερασπίζουμε αυτές τις συγκεκριμένες αρχές”» συμπληρώνει.

Η προσπάθεια ξεκίνησε δυναμικά, ωστόσο, ο κορωνοϊός έφερε προβλήματα. «Αυτές οι δουλειές γίνονται συνήθως τον χειμώνα που οι επαγγελματίες είναι διαθέσιμοι. Πέρυσι και φέτος είχαμε μεγάλο πρόβλημα, όμως σε δέκα σημεία έχουμε κάνει ήδη ψηφιοποίηση της περιοχής και έχουν βγει ψηφιακά δέκα γαστρονομικοί οδηγοί σε συνεργασία με τους παραγωγούς», λέει ο κ. Πίττας. «Σε αυτούς μπορείς να βρεις τον ψηφιακό γαστρονομικό χάρτη της περιοχής, όπου υπάρχουν οι άνθρωποι, τα μέλη της γαστρονομικής κοινότητας που πληρούν τις προϋποθέσεις».

Αντίστοιχα, για κάθε περιοχή στόχος είναι να δημιουργηθεί και ένα έντυπο που θα μπορεί να διακινηθεί παντού, το οποίο θα προσδιορίζει τη γαστρονομική ταυτότητα κάθε τόπου. Προς το παρόν, μόνο τρεις οδηγοί έχουν τυπωθεί, γιατί χρειάζεται να βρεθεί η ανάλογη χρηματοδότηση. «Τα έντυπα 28 σελίδων περιλαμβάνουν τα εδέσματα, την ιστορία κάθε περιοχής, αλλά δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένες επιχειρήσεις για να μπορούν να χρηματοδοτηθούν από κάποιον φορέα και να μη δημιουργούνται αντιπαλότητες», εξηγεί ο συγγραφέας-ερευνητής. «Για παράδειγμα, στην Αμοργό στο εξώφυλλο έχουμε βάλει ένα κατσίκι, γιατί στο νησί δεν θα φας πολύ ψάρι, ενώ το κατσίκι… αποθεώνεται».

Οι «Γαστρονομικές Κοινότητες» είναι μια δουλειά βάσης που γίνεται βήμα-βήμα, ώστε να οικοδομηθεί πραγματικά μια τοπική κουλτούρα συνεργασίας. «Στην πρώτη φάση, δημιουργούμε το υλικό που προσδιορίζει τη γαστρονομική ταυτότητα κάθε τόπου και η επόμενη φάση είναι, αφού έχουμε αποκτήσει συνοχή και έχουμε 15 μέλη-πρεσβευτές του τόπου, να κάνουμε πλέον ενέργειες προώθησης».