Η Ιταλία στα χνάρια της Αργεντινής

γράφει η Ειρήνη Σωτηροπούλου, δημοσιογράφος Euractiv Ελλάδος

Η απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να καταργήσει το όριο δημόσιου ελλείμματος που είχε συμφωνήσει με την ΕΕ δεν αποτελεί έκπληξη.

Η διαμάχη Ρώμης – Βρυξελλών δεν οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Ιταλία κυβερνάται από έναν μεγάλο συνασπισμό εξτρεμιστών. Με μια προσεκτική παρατήρηση διαπιστώνει κανείς ότι οι Ιταλοί πολιτικοί προσπαθούν να αποδώσουν ευθύνες για τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της χώρας στα εξωτερικά κέντρα λήψης αποφάσεων, δηλαδή ως απότοκο των άδικων περιορισμών που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες ή η Γερμανία.

Ο πρώην πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, απαιτούσε «ευελιξία» σε σχέση με τους περιορισμούς του προϋπολογισμού, υπονομεύοντας τη νομιμότητα των δημοσιονομικών κανόνων. Πράγματι, το Δημοκρατικό Κόμμα δεσμεύτηκε για έλλειμμα του προϋπολογισμού στο 2,9% – αρκετά μεγαλύτερο από το 2,4% που ανακοίνωσε ο τρέχων κυβερνητικός σχηματισμός.

Η ρητορική του Ρέντσι πλαισίωνε τη διαπραγμάτευση ως διπλωματική αψιμαχία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Προς το παρόν, Σαλβίνι και Ντι Μάιο υποστηρίζουν μια ακραία μορφή κεϋνσιανισμού: μια τυφλή προτίμηση στις κρατικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τις μακροοικονομικές προοπτικές. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα θα έχει σοβαρές συνέπειες για τη βιωσιμότητα της οικονομίας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας έχει σχεδόν διπλασιαστεί από τότε που η κυβέρνηση κατέλαβε την εξουσία. Πρόκειται για ένα μείζον θέμα, σε μια χώρα που το δημόσιο χρέος υπερβαίνει τα 2,2 τρισ. ευρώ ή το 132% του ΑΕΠ.

Παρόλο που η κοινή γνώμη τείνει να υπερεκτιμά τα άμεσα οφέλη των κρατικών δαπανών και να υποτιμά τα μακροπρόθεσμα κόστη, αυτήν τη φορά το πρόβλημα μπορεί να είναι ακόμη χειρότερο, καθώς η ιταλική ηγεσία προτείνει μια γρήγορη και επιδερμική κάλυψη του ελλείμματος.