Κ. Θεοχαρίδης: Ο παραγωγός δεν είναι καλό να είναι τζογαδόρος

Tην ανάγκη ο παραγωγός να απεγκλωβιστεί από τη λογική του βραχυπρόθεσμου κέρδους και, σε συνεργασία με σοβαρές μεταποιητικές βιομηχανίες, να επενδύσει μέσω της συμβολαιακής σε έναν πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, υπογραμμίζει, μιλώντας στην «ΥΧ» ο υπεύθυνος Αγοράς Πρώτων Υλών της Barilla Ελλάς, Κώστας Θεοχαρίδης.

Κ. Θεοχαρίδης: Ο παραγωγός δεν είναι καλό να είναι τζογαδόρος

Ο συνομιλητής μας εκτιμά ότι η φετινή συγκομιδή σκληρού σιταριού θα είναι μειωμένη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, ενώ εξηγεί τους λόγους που η γνωστή εταιρεία ζυμαρικών αποφάσισε φέτος, για πρώτη φορά, να εγγυηθεί κατώτατες τιμές στις συμβάσεις της με τους παραγωγούς.

Βρισκόμαστε περίπου στο μέσο της περιόδου που μεσολαβεί από τη σπορά του σκληρού σιταριού μέχρι την έναρξη του αλωνισμού. Ποια είναι η εικόνα που υπάρχει αυτή την στιγμή για την καλλιέργεια στην Ελλάδα και στην Ευρώπη;

Καταρχήν, να επισημάνουμε ότι πρόκειται για μια όψιμη καλλιεργητικά χρονιά. Υπήρξαν προβλήματα στην αρχή της καλλιεργητικής περιόδου σε αρκετές περιοχές της χώρας, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και τον Έβρο. Στη συνέχεια ήρθαν τα χιόνια και οι χαμηλές θερμοκρασίες των Χριστουγέννων. Γενικά, τα φυτά άργησαν να μεγαλώσουν και οι σπορές πήγαν πίσω. Το σκηνικό αυτό μας δίνει την εικόνα μιας όψιμης σεζόν η οποία, με τη σειρά της, μας λέει ότι πάμε για μια χρονιά με σαφώς χαμηλότερες αποδόσεις σε σχέση με την περσινή. Εδώ να προσθέσουμε και τα λιγότερα -κατά περίπου 15%- στρέμματα που σπάρθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα, κυρίως λόγω των χαμηλών περσινών τιμών. Συνυπολογίζοντας όλα αυτά, και με τη σημείωση ότι κάθε πρόβλεψη αυτή την στιγμή ενέχει ρίσκο, αναμένουμε μεσοσταθμικά η παραγωγή να κινηθεί μεταξύ 850.000 και 900.000 τόνων.

Μείωση εκτάσεων βλέπουμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι σπάρθηκαν 16%-17% λιγότερα στρέμματα, στην Ισπανία η μείωση υπολογίζεται στο 10% ενώ η Γαλλία, ως συνήθως, δεν παρουσιάζει αξιοσημείωτες μεταβολές. Αν πέρυσι η ευρωπαϊκή παραγωγή ήταν στους 10 εκατ. τόνους, υπολογίζουμε φέτος ότι θα διαμορφωθεί στους 9 εκατ. τόνους.

Η περσινή σεζόν σημαδεύτηκε από τις πολύ χαμηλές τιμές παραγωγού. Με τα δεδομένα που υπάρχουν, μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη εκτίμηση για το πώς θα κινηθεί φέτος η αγορά;

Πράγματι, η περσινή ήταν τιμολογιακά μια από τις χειρότερες χρονιές για τον παραγωγό. Αυτό συνέβη γιατί είχαμε υπερπαραγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία οδηγεί σε υψηλά αποθέματα και πίεση των τιμών. Φέτος, φαίνεται ότι η παραγωγή θα είναι χαμηλότερη, ωστόσο «κουβαλάμε» και αρκετά αποθέματα. Εκτιμώ, λοιπόν, ότι η αγορά θα παραμείνει πιεσμένη και δύσκολα θα έχουμε δραστικές μεταβολές σε σχέση με πέρυσι.

Φέτος είδαμε για πρώτη φορά την Barilla Ελλάς να υιοθετεί τη λογική της ελάχιστης εγγυημένης τιμής στις συμβάσεις της με τους παραγωγούς. Τι σας οδήγησε στην απόφαση αυτή;

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τώρα δεν ανοίγαμε την αγορά «προϋπαντώντας» κάποιες τιμές. Ακριβώς, όμως, επειδή διαπιστώσαμε την απογοήτευση των παραγωγών και επειδή έχουμε ένα προϊόν που σεβόμαστε και δεν θέλουμε να είναι δυσαρεστημένος ο προμηθευτής μας, αποφασίσαμε να κινηθούμε διαφορετικά. Να εγγυηθούμε δηλαδή τις ελάχιστες τιμές, προκειμένου ο κόσμος να μείνει στα συμβόλαια. Είναι κι ένα μήνυμα στους ανθρώπους που βρίσκονται χρόνια στο πλευρό μας, ότι στα δύσκολα εμείς θα τους στηρίζουμε. Παράλληλα, βέβαια, συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε την ποιοτική δουλειά, που έχει αξία για εμάς σαν βιομηχανία ζυμαρικών. Γι’ αυτό και συνδέσαμε την ελάχιστη τιμή των 20 λεπτών με την πρωτεΐνη 13,5%, ενώ αν το ποσοστό αυτό ανέβει στο 14%, εγγυόμαστε και τα 21 λεπτά στο κιλό.

Συνολικά φέτος αναμένουμε να πάρουμε 17.000-18.000 τόνους από τις συμβολαιακές μας εκτάσεις, στις οποίες εμπλέκονται περίπου 1.000 παραγωγοί από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Βοιωτία.

Πολλοί καλλιεργητές κατηγορούν τις μεταποιητικές βιομηχανίες ότι, μέσω των συμβολαίων, επιχειρούν ουσιαστικά να τους εγκλωβίσουν σε μια χαμηλή τιμή και να χειραγωγήσουν ουσιαστικά την αγορά. Τι απαντάτε;

Κατανοώ την καχυποψία αυτή και δεν σας κρύβω ότι και εγώ ο ίδιος την έχω εισπράξει κατά καιρούς. Κατά τη γνώμη μου, όμως, πηγάζει από μια επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων. Εμείς θεωρούμε ότι ο παραγωγός, σήμερα περισσότερο από ποτέ, έχει ανάγκη από προγραμματισμό και όχι από μια λογική «όπου φυσάει ο άνεμος». Πρέπει, δηλαδή, να ξέρει με ποιον έχει να κάνει, τι και πότε θα εισπράξει, ώστε να περιορίσει την αβεβαιότητα και να δρα μέσα σε ένα -όσο το δυνατόν- προστατευόμενο περιβάλλον. Η προσέγγιση ότι ο παραγωγός εγκλωβίζεται από τα συμβόλαια ενέχει κι ένα στοιχείο τζόγου. Κι επειδή ο παραγωγός δεν είναι καλό να είναι τζογαδόρος, διότι ούτε σκέπη έχει, ούτε κάποιος τον προστατεύει, καλό είναι να «δέσει» με κάποιες σοβαρές εταιρείες, ώστε να αυτοπροστατευθεί από τα σκαμπανεβάσματα μιας αλλοπρόσαλλης αγοράς.

Ποια κατεύθυνση πρέπει να πάρει η καλλιέργεια σκληρού σιταριού στη χώρα μας, ώστε να παράγει τη μέγιστη δυνατή υπεραξία σε όλους τους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα παραγωγής;

Νομίζω ότι απαιτείται μια κουλτούρα παραγωγής η οποία, δυστυχώς, δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Όλα αυτά τα χρόνια, ο παραγωγός λειτουργούσε με μια βραχυπρόθεσμη λογική, «να πάρουμε τα κιλά και να ελπίζουμε σε μια υψηλή τιμή». Αυτό είναι καταστροφικό πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο, γιατί στο τέλος δεν έχει πού να στραφεί. Πρέπει να επενδύσει στην ποιότητα, ώστε να παράγει ένα προϊόν περιωπής, που θα απευθύνεται στη βιομηχανία και δε θα αλλάζει απλά χέρια μεταξύ των εμπόρων. Κάτι τέτοιο έχουν κάνει, για παράδειγμα, οι Γάλλοι, γι’ αυτό και φέτος οι χαμηλότερες τιμές στις οποίες εξήγαγαν σκληρό σιτάρι ήταν οι ψηλότερες δικές μας.