Κάλμα στην αγορά του σκληρού σιταριού εν αναμονή της νέας σοδειάς

Σε υποτονικούς ρυθμούς κινείται η εγχώρια αγορά του σκληρού σιταριού, καθώς αφενός οι προσφερόμενες αυτό το διάστημα τιμές δεν φαίνεται να θέλγουν όσους (λίγους) έχουν ακόμα στα χέρια τους περσινά αποθέματα, αφετέρου και καθώς βαδίζουμε προς τα μέσα Μαΐου το ενδιαφέρον όλων αναπόφευκτα επικεντρώνεται στη νέα σοδειά.

Συνυπολογίζοντας και κάποιες πωλήσεις από παραγωγούς προς εμπόρους που πραγματοποιήθηκαν λίγο πριν ή ακόμα και κατά τη διάρκεια του Πάσχα, εκτιμάται ότι η περσινή εμπορική σεζόν κλείνει με ένα στοκ της τάξης των 80.000 τόνων, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου εντοπίζεται στην περιοχή του Έβρου.

Οι συζητήσεις για εξαγωγή προς Ιταλία γίνονται πλέον στα 265 ευρώ/τόνο FOB, νούμερο που αντιπροσωπεύει μια μείωση 15 ευρώ/τόνο σε σχέση με τα επίπεδα που συζητούνταν μερικές εβδομάδες πριν, κάτι που πάντως δεν είναι ανήκουστο για την εποχή. Ούτως ή άλλως, όπως προαναφέρθηκε, το ενδιαφέρον τόσο για αγορές όσο και για πωλήσεις είναι χλιαρό, ενώ και οι ντόπιοι μύλοι δεν δείχνουν να «καίγονται» για ποσότητες, έχοντας ήδη αρκετά σιτάρια στις αποθήκες τους.

Τα τερτίπια του καιρού

Σε επίπεδο εκτάσεων, είναι κοινός τόπος ότι το σκληρό σιτάρι κέρδισε φέτος, όπως αναμενόταν άλλωστε, σημαντικό έδαφος, με τις εκτιμήσεις να συγκλίνουν σε μια αύξηση που αγγίζει το 25% στα καλλιεργούμενα στρέμματα. Αυτό, βέβαια, δεν μεταφράζεται αυτόματα σε μια αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής.

Οι περίεργες καιρικές συνθήκες της φετινής σεζόν, με τις ουκ ολίγες και απότομες εναλλαγές από το ψύχος στην έντονη καλοκαιρία και, από εκεί, στις βροχές, έχουν αφήσει το στίγμα τους σε κάποια χωράφια (σ.σ. ιδίως οι παγετοί του Φεβρουαρίου βρήκαν αρκετά σιτάρια αρκετά αναπτυγμένα), επιτρέποντας και την εμφάνιση κάποιων ασθενειών.

Πιο πρόσφατα, ανησυχία δημιούργησαν οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες που επικράτησαν στις αρχές Απριλίου στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα, οι οποίες, όμως, ακολουθήθηκαν λίγες μέρες μετά από ευεργετικές –για τις αποδόσεις και τις ποιότητες– βροχοπτώσεις.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, μια εκτίμηση που τοποθετεί τη φετινή ελληνική σοδειά στην περιοχή των 800.000 τόνων (περίπου 10% πάνω σε σχέση με πέρυσι δηλαδή) φαντάζει, με τα σημερινά δεδομένα πάντα, αρκετά ρεαλιστική. Την ίδια στιγμή, στο μέτωπο της κατανάλωσης, η αγορά φέτος εμφανίζεται σαφώς πιο ισορροπημένη, καθώς η κινητικότητα στο λιανεμπόριο έχει πλέον σταθεροποιηθεί, ενώ υπάρχει προσδοκία για αύξηση της ζήτησης από το κανάλι της εστίασης που σταδιακά επαναλειτουργεί, κάτι που ωστόσο δεν έχει μέχρι στιγμής αποτυπωθεί.

Στήριξη από τα υπόλοιπα σιτηρά

Αν και αυτήν τη χρονική στιγμή οποιαδήποτε πρόβλεψη για τα επίπεδα τιμών ενέχει αρκετό ρίσκο, παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι το πιθανότερο σενάριο είναι η αγορά να εμφανιστεί, στο ξεκίνημα τουλάχιστον του αλωνισμού, πιο συγκρατημένη από πέρυσι, κάτι που ενδεχομένως να μεταφραστεί αρχικά σε τιμές μειωμένες κατά 1,5-2 λεπτά σε σύγκριση με πέρυσι.

Το σενάριο αυτό βασίζεται και στην εκτίμηση ότι οι έμποροι, αρκετοί από τους οποίους διαμόρφωσαν πέρυσι και από νωρίς υψηλά κοστολόγια, θα κινηθούν φέτος πιο προσεκτικά, επιδιώκοντας να διασφαλίσουν τα περιθώρια κέρδους τους. Επιπλέον, το γεγονός ότι αυτό το διάστημα προσφέρεται (για παράδοση στο διάστημα Ιουνίου-Δεκεμβρίου) περσινό καναδέζικο σιτάρι σε τιμές της τάξης των 280-285 ευρώ/τόνο (CIF, σε ευρωπαϊκό λιμάνι) σίγουρα δεν βοηθάει.

Από την άλλη, το γεγονός ότι τα αγροτικά εμπορεύματα και δη τα σιτηρά εξακολουθούν να βρίσκονται σε ανοδικό κανάλι δημιουργεί ένα άτυπο δίχτυ προστασίας, προσφέροντας στο σκληρό εν δυνάμει στήριξη σε εντονότερες πιέσεις τιμών που ενδεχομένως να ασκηθούν.