Καναδικά τεχνάσματα βάζουν τρικλοποδιές στις εισαγωγές τυριών από την ΕΕ

Σε ντόπιες γαλακτοβιομηχανίες καταλήγει το 50% των ποσοστώσεων που προβλέπει η CETA

των Μαρίας Αντωνίου, Γιάννη Τσατσάκη

Εκνευρισμό στους ανώτατους αξιωματούχους των Βρυξελλών, αλλά και στους κύκλους της ευρωπαϊκής γαλακτοβιομηχανίας, της ελληνικής μη εξαιρουμένης, έχουν προκαλέσει οι μεθοδεύσεις στις οποίες καταφεύγει ο Καναδάς, προκειμένου να παρεκκλίνει από τα όσα προβλέπει η CETA για τις εισαγωγές ευρωπαϊκών τυριών.

Η περίφημη εμπορική συμφωνία που τέθηκε σε εφαρμογή από τις 21 Σεπτεμβρίου 2017 είχε αντιμετωπιστεί εξαρχής με έντονη επιφυλακτικότητα από τους Ευρωπαίους τυροκόμους, οι οποίοι αμφέβαλλαν για το κατά πόσο η καναδική πλευρά ήταν όντως διατεθειμένη να τηρήσει τις δεσμεύσεις της.

Οι τελευταίες εξελίξεις φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν τους φόβους τους, καθώς, μέσω της «στοχευμένης» κατανομής των σχετικών ποσοστώσεων, αλλά και του τρόπου διαχείρισής τους, η βορειοαμερικανική χώρα συνεχίζει να δημιουργεί προσκόμματα στις εισαγωγές τυριών από την ΕΕ (μεταξύ αυτών, και της φέτας) προς όφελος της τοπικής βιομηχανίας.

Η συμφωνία προβλέπει ότι οι εισαγωγικές ποσοστώσεις (TRQs) θα εκχωρούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στις επιχειρήσεις εκείνες, οι οποίες έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να τις χρησιμοποιήσουν. Ωστόσο, όπως δηλώνει στην Dairy Global ο δικηγόρος James Μcllroy, «το 50% μοιράστηκε τελικά σε καναδικές γαλακτοβιομηχανίες, οι οποίες είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν επιθυμούν να εισάγουν ευρωπαϊκά τυροκομικά που ανταγωνίζονται τα εγχώρια».

Ο κ. Mcllroy εκπροσωπεί το Διεθνές Συμβούλιο Τυροκομικών του Καναδά (ICCC), το οποίο απηχεί τις εισαγωγικές επιχειρήσεις της χώρας. Κατά τον ίδιο, εύλογα οι Ευρωπαίοι εξαγωγείς «ανησυχούν ότι οι εισαγωγικές ποσοστώσεις εκχωρούνται όχι στους πελάτες τους, αλλά στους ανταγωνιστές τους» και προσθέτει ότι τέτοιου είδους «τεχνάσματα» ενισχύουν τη δυσπιστία και εξηγούν γιατί, δύο χρόνια μετά την υπογραφή της CETA τα μισά κοινοβούλια της ΕΕ δεν την έχουν ακόμα εγκρίνει.

«Οι Ευρωπαίοι ανησυχούν ότι ο Καναδάς παίζει παιχνίδια και δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπει η συμφωνία», λέει χαρακτηριστικά.

Διαχείριση που γεννά υποψίες

Πέρα από τα κριτήρια κατανομής των ποσοστώσεων είναι και ο τρόπος διαχείρισής τους που φαίνεται ότι στην πράξη βάζει τρικλοποδιές στους Ευρωπαίους εξαγωγείς εμποδίζοντάς τους να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η καναδική αγορά. Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της Eucolait, που εκπροσωπεί τις ευρωπαϊκές εμπορικές επιχειρήσεις γαλακτοκομικών, ακόμα και αν οι προβλεπόμενες από τη συμφωνία ποσότητες «πιάνονται», παρατηρείται το φαινόμενο οι ροές να είναι ιδιαίτερα μειωμένες κατά τους πρώτους μήνες του έτους και να αυξάνονται… απότομα τις τελευταίες εβδομάδες, κάτι που αναπόφευκτα δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά.

Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται και φέτος: «Aπό τους 8.000 τόνους ευρωπαϊκών τυριών υψηλής ποιότητας που προβλέπεται να εισαχθεί το 2019 στην καναδική αγορά, μέχρι το τέλος Αυγούστου είχε εισαχθεί μόνο το 25%», σημειώνει ο κ. Mcllroy.

Success story βλέπουν Xόγκαν και Μάλμστρομ

Από τον περασμένο Απρίλιο η ΕΕ έχει ζητήσει αναθεώρηση τόσο των κριτηρίων κατανομής όσο και του τρόπου διαχείρισης των ποσοστώσεων για τις εισαγωγές τυροκομικών που προβλέπει η CETA.

Πάντως, η επίτροπος Εμπορίου, Σεσίλια Μάλμστρομ, έκανε πριν από λίγες μέρες λόγο για «πολύ υποσχόμενες πρώτες ενδείξεις» από την πρώτη περίοδο εφαρμογής της συμφωνίας, σημειώνοντας ότι το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών αυξήθηκε κατά 10,5%, ενώ η ευρωπαϊκή γεωργία ειδικότερα επωφελήθηκε σε ποσοστό 10,5%. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επίτροπος Γεωργίας, Φιλ Χόγκαν, που μίλησε για ένα από τα μεγαλύτερα success stories για την Κομισιόν, αναφερόμενος στα αμοιβαία οφέλη και στον προοδευτικό της χαρακτήρα.

Οι περίπου 10.000 Γάλλοι αγρότες, πάντως, που πρόσφατα βγήκαν στους δρόμους καλώντας, μέσω των οργανώσεών τους, την κυβέρνησή τους να απορρίψει τόσο τη CETA όσο και την εμπορική συμφωνία με τα κράτη της Μercosur, δεν φαίνεται να συμφωνούν…

«Μοιρασιά» κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των μεταποιητών

Το σχεδιάγραμμα της Eucolait, που παραθέτει η «ΥΧ», δείχνει πώς η κατανομή των εισαγωγικών ποσοστώσεων σε ποσοστό 60-40 μεταξύ καναδικών μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων οδηγεί πρακτικά σε ένα 50-50 μεταξύ μεταποιητών και εισαγωγέων/λιανεμπόρων. «Οι εκπρόσωποι της καναδικής γαλακτοβιομηχανίας έχουν δηλώσει ανοιχτά αφενός ότι επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε ένα μεγάλο κομμάτι (αν όχι στο σύνολο) των εισαγωγικών ποσοστώσεων ως ένα είδος αποζημίωσης για τη ζημιά που θα υποστούν από τις ευρωπαϊκές εισαγωγές, αφετέρου ότι δεν σκοπεύουν να εισάγουν προϊόντα που θα είναι ευθέως ανταγωνιστικά με τα δικά τους», σχολιάζει η Eucolait.

«Η εκχώρηση του 50% των ποσοστώσεων στους μεταποιητές δεν γίνεται με γνώμονα την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της CETA ή το συμφέρον του καταναλωτή, αλλά απλά και μόνο για να τους αποζημιώσει για τις εν λόγω ‘‘απώλειες’’», προσθέτει η οργάνωση σημειώνοντας ότι από το υπόλοιπο 50% ένα σημαντικό μερίδιο καταλήγει σε μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είτε δυσκολεύονται να κάνουν χρήση του είτε ζητούν πολύ μικρές ποσότητες, οι οποίες πρακτικά είναι ασύμφορες για τους Ευρωπαίους εξαγωγείς.

Το αποτέλεσμα είναι στο τέλος του χρόνου ένα μεγάλο μέρος αναξιοποίητων ποσοστώσεων να μεταβιβάζεται σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. «Και μόνο το γεγονός ότι έχει δημιουργηθεί μια δευτερογενής αγορά ποσοστώσεων δείχνει ότι το σύστημα δεν δουλεύει», καταλήγει η Eucolait.