«Καραβάν Σαράι» (1986): Ο ξεριζωμός των αγροτών της Μακεδονίας στα χρόνια του Εμφυλίου

29/11/2024
8' διάβασμα
karavan-sarai-1986-o-xerizomos-ton-agroton-tis-makedonias-sta-chronia-tou-emfyliou-340147

Λίγο πριν από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, τα παραμεθόρια χωριά της Μακεδονίας εκκενώνονται για να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού, ο οποίος πολεμάει τους αντάρτες. Ο Γολγοθάς των εκτοπισμένων δίνει την έμπνευση στον Τάσο Ψαρρά να γυρίσει το 1986 την ταινία «Καραβάν Σαράι» («Caravan Serai»), η οποία μιλά με τη γλώσσα της αλήθειας για εκείνους, για τη νέα τους πραγματικότητα, αλλά και το σταυροδρόμι της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Μαργαρίτης (Θύμιος Καρακατσάνης), ένας σαραντάρης αγρότης που συναντάμε για πρώτη φορά στο χωράφι, εν έτει 1948, να προσπαθεί να σώσει τη σιτοκαλλιέργειά του από την επέλαση μιας έφιππης ομάδας αντικομμουνιστών, οι οποίοι τής βάζουν φωτιά για να κάνουν αποκλεισμό στους αντάρτες. Λίγο αργότερα, ο ίδιος αναγκάζεται να εγκαταλείψει άρον άρον το χωριό του και μαζί με τα δυο παιδιά του να εγκατασταθεί στο γνωστό Καραβάν Σαράι της Θεσσαλονίκης, ξεπουλώντας για ένα κομμάτι ψωμί τα μέσα διαβίωσής του. Το άδειο και μισοτελειωμένο κτήριο, το οποίο έχει επιταχθεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, θα φιλοξενήσει μέσα στον τσιμεντένιο σκελετό του τους έκπτωτους της μακεδονικής υπαίθρου, οι οποίοι βλέπουν τις ζωές τους να επανεκκινούν από το μηδέν. Στοιβαγμένοι εκεί, σε ένα ακατάλληλο και ασφυκτικά ελεγχόμενο περιβάλλον, με μηδαμινές παροχές, υπό συνεχές καθεστώς εκμετάλλευσης, ανασφάλειας, φόβου και απελπισίας.

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Λάζαρου Παυλίδη, το σενάριο της ταινίας αναβιώνει ρεαλιστικά τη ζωή των χιλιάδων προσφύγων, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στην ελληνική επαρχία και να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου

Το έργο απολαμβάνει μιας στιβαρής πρωταγωνιστικής ερμηνείας από τον θρυλικό θεατράνθρωπο Καρακατσάνη, ο οποίος, σε μία από τις σημαντικότερες στιγμές του στο μεγάλο πανί, δίνει σάρκα και οστά στην ψυχοσωματική δοκιμασία του απλού ανθρώπου της υπαίθρου, που πασχίζει να επιβιώσει, εκείνος και η οικογένειά του, εν μέσω μιας τέτοιας δεινής κατάστασης. Δέσμιος της εξαθλίωσης, αποστερημένος από αξιοπρέπεια, μετέωρος ανάμεσα σε κούφιες υποσχέσεις για εξωτερική βοήθεια και, ταυτόχρονα, απειλούμενος από τον βούρδουλα της λευκής τρομοκρατίας, ο οποίος καραδοκεί πάντα και παντού για να λυγίσει το αντιστασιακό φρόνημα. Η κοινωνία των εκτοπισμένων είναι ένα χωνευτήρι, στο οποίο τα όνειρα και οι ιδέες συνθλίβονται αδυσώπητα, τη στιγμή που ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του να πλησιάζει όλο και πιο κοντά στο να γίνει ξανά αγρίμι. Μάταια ο δύσμοιρος χωρικός θα προσπαθήσει να παραμείνει ανεπηρέαστος από τα όσα δραματικά εκτυλίσσονται γύρω του.

Εξωτερική βοήθεια και σχέδιο ανασυγκρότησης

Ως μια αντιφατική νότα στην γκρίζα καθημερινότητα που διάγουν οι «ένοικοι» του Καραβάν Σαράι ηχούν οι διάχυτες αναφορές στο Σχέδιο Μάρσαλ, το αμερικανικό «πακέτο» βοήθειας προς την Ελλάδα που εγκαινιάστηκε το 1948, με στόχο την επιτάχυνση της μεταπολεμικής ανασυγκρότησής της, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες. Κρατώντας το καρότο και το μαστίγιο, το εν Ελλάδι καθεστώς και τα μέσα προπαγάνδας του ευαγγελίζονται την ανάπτυξη και την ευημερία που δρομολογεί η εξωτερική βοήθεια, πλημμυρίζοντας τον ταλαιπωρημένο λαό με φανταχτερές υποσχέσεις που είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με τη σκληρή και διαρκή δοκιμασία που βιώνει στα χέρια ενός αδίστακτου, δωσιλογικού κατασταλτικού μηχανισμού.

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Λάζαρου Παυλίδη (έτος έκδοσης: 1959), το σενάριο της ταινίας αναβιώνει ρεαλιστικά τη ζωή των χιλιάδων προσφύγων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στην ελληνική επαρχία και να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Φωτίζει, επίσης, τα πραγματικά αιτία της αναγκαστικής μετακίνησης, που δεν είναι μόνο η προσπάθεια του στρατού να στερήσει στους αντάρτες τις επιλογές ανεφοδιασμού, αλλά και να τους αποκόψει από τη στρατολόγηση νέων προσώπων στον αγώνα τους.

Επιπλέον, σκιαγραφεί τις κυνικές, αντιλαϊκές «αναπτυξιακές» πολιτικές που υλοποιούνται εκείνη την εποχή, με τους ξεριζωμένους της υπαίθρου να χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη για να «πάρουν μπρος» οι πόλεις, εξασφαλίζοντάς τους –μεταξύ άλλων– φθηνά εργατικά χέρια που θα στηρίξουν την αναδυόμενη αστική τάξη μετά το τέλος του πολέμου.

Ακόμη, δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι Αμερικανοί παρουσιάζονται από το τότε καθεστώς ως σωτήρες. Οι ξένες δυνάμεις, με πρωτοστάτριες τις ΗΠΑ, έχουν αναλάβει επεμβατικό ρόλο, προσπαθούν να καθοδηγήσουν τις εξελίξεις και να ασκήσουν τη μέγιστη δυνατή επιρροή στην ελληνική πολιτική σκηνή, με «κερκόπορτα» μια προσκυνημένη κεντρική διοίκηση, η οποία έχει ξεπλύνει τους πρώην συνεργάτες των Γερμανών και τους φασίζοντες βασιλόφρονες και τους έχει συσπειρώσει μπροστά στον κοινό στόχο της πάταξης της «κομμουνιστικής απειλής».

Μέσα από τα γεγονότα της ταινίας, ο λαός και η εθνική του ανεξαρτησία καταλήγουν έρμαια αυτών των ιμπεριαλιστικών πολιτικών και όχι των ανταρτών, οι οποίοι έχουν παρουσιαστεί από την προπαγάνδα των εξουσιαστών σαν αίτια όλων των δεινών και εχθροί του έθνους. Είναι τόσο απροκάλυπτα αήθεις οι τακτικές χειραγώγησης του εξαθλιωμένου λαού, που τελικά δεν έρχεται ως έκπληξη η καταγγελία ότι το εμφυλιακό κράτος της Δεξιάς δεν εκκενώνει τα χωριά για να προστατεύσει τους κατοίκους από τους αντάρτες, αλλά για να εμποδίσει τους πρώτους από το να προσχωρήσουν και εκείνοι στις τάξεις των δεύτερων.

Σημαδεμένη τράπουλα

«Τόσα χρόνια στο χωριό τι κατάφερες;» απευθύνεται όλο νόημα στον Μαργαρίτη ένας από τους συγκατοίκους του στο Καραβάν Σαράι, συμπυκνώνοντας διαφωτιστικά το διαχρονικό παιχνίδι της πατριδοκάπηλης εξουσίας εις βάρος του κόσμου της αγροτικής υπαίθρου και των λαϊκών στρωμάτων γενικότερα: «Κράταγες 10 στρέμματα χωράφι και πάλευες τον άλλον που είχε 1.000. Πούλαγες τη σοδειά 30 δρχ. την οκά και ο έμπορος 300. Σε έτρωγε εσένα το λιοπύρι και ο χιονιάς και πλούτιζαν οι άλλοι. Είναι σωστό αυτό; Είναι δίκαιο;»

Ο Μαργαρίτης, αν και μπορεί να αφουγκρασθεί αυτά τα ρητορικά ερωτήματα, αποφασίζει να κόψει παρτίδες με τον αριστερών φρονημάτων γνωστό του. Ο φόβος που του έχουν ενσταλάξει οι δήμιοι-καταπιεστές του, ο οποίος έχει ριζώσει μέσα του, είναι πολύ χειρότερη «γάγγραινα» από εκείνη την κυριολεκτική που χτυπούσε κάποτε τους Έλληνες φαντάρους στο αλβανικό μέτωπο. Διότι το αποτέλεσμα αυτής της ασθένειας είναι μια ακρωτηριασμένη ψυχή. Ένας υπόδουλος ραγιάς. Και για αυτό είναι καλό ταινίες όπως η συγκεκριμένη, του σκηνοθέτη Ψαρρά, να μνημονεύονται σε κάθε ευκαιρία. Κυρίως για να μαθαίνουν
οι νεότεροι.

Το «Καραβάν Σαράι» κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Β’ Γυναικείου Ρόλου (Μίρκα Καλατζοπούλου), Σκηνογραφίας (Αντώνης Χαλκιάς) και Ενδυματολογίας (Αναστασία Αρσένη) στο 27ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1986.


Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στη χώρα μας από το 1947 μέχρι το 1949 τροφοδότησαν ένα προσφυγικό κύμα χιλιάδων ανθρώπων από τη βορειοελλαδίτικη ύπαιθρο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί από αυτούς φιλοξενήθηκαν υπό ακατάλληλες συνθήκες στο εμβληματικό κτήριο του Καραβάν Σαράι στην οδό Εγνατίας. Η δοκιμασία τους ενέπνευσε το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έργο του Τάσου Ψαρρά, που αυτό το διάστημα προβάλλεται στο ERTFLIX (διαθέσιμο έως τις 12 Δεκεμβρίου).


 

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: