Κέρδισε μερίδια και τιμή το ελληνικό ακτινίδιο σε απαιτητικές αγορές

Ιστορικό ρεκόρ για τρίτη συνεχή χρονιά φαίνεται ότι θα καταγράψουν οι ελληνικές εξαγωγές ακτινιδίων, ξεπερνώντας σε αξία τα 185 εκατ. ευρώ και παρά τη μικρή μείωση κατά 2%-3% των συνολικών διακινούμενων όγκων.

Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο Incofruit-Hellas, οι εξαγωγές το διάστημα 1/9/2020-2/7/2021 άγγιξαν τους 165.982 τόνους, έναντι των 169.401 τόνων πέρυσι, με τις ποσότητες προς τρίτες χώρες να αντιπροσωπεύουν το 27,9% έναντι 30,3%. Η μείωση των περίπου 5.000 τόνων που παρατηρείται οφείλεται κυρίως στην έλλειψη μεταφορικών μέσων, καθώς και στη σημαντική αύξηση του κόστους μεταφοράς, που έφερε απώλειες σε ορισμένους προορισμούς προς όφελος ανταγωνιστών, όπως το Ιράν και χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Το ελληνικό ακτινίδιο κατά την περίοδο της πανδημίας είχε διπλό όφελος, αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη προορισμών «υψηλών απαιτήσεων» (όπως είναι κράτη της Δυτικής Ευρώπης, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς), διευρύνοντας τα μερίδιά του, αλλά και αυξάνοντας τη μοναδιαία τιμή πώλησης σε αυτές. Ενδεικτικά, με βάση τα στοιχεία τετραμήνου, έως τις 30 Απριλίου η μέση τιμή μονάδας για το σύνολο των προορισμών ανερχόταν σε 1,21 ευρώ/κιλό, όταν για το σύνολο της σεζόν 2019-2020 ανέρχονταν σε 0,84 ευρώ.

Στη Γερμανία, ειδικότερα, η μέση τιμή στο πρώτο τετράμηνο του 2021 ανήλθε σε 1,39 ευρώ έναντι 1,21 το αντίστοιχο διάστημα του 2020 και 1,06 το 2019. Αντίστοιχα και για το ίδιο διάστημα στις ΗΠΑ η μέση τιμή διαμορφώθηκε φέτος σε 1,40 ευρώ από 1,24 ευρώ το 2020 και 1,07 ευρώ το 2019. «Από το 2019 η μεσοσταθμική τιμή έχει αυξηθεί 30% σε χώρες υψηλής ζήτησης και ποιότητας», αναφέρει στην «ΥΧ» ο Γιώργος Πολυχρονάκης, ειδικός σύμβουλος του Incofruit-Hellas.

Παράδειγμα προς μίμηση η Ν. Ζηλανδία

Διαφορετική είναι, ωστόσο, η εικόνα σε αγορές των Βαλκανίων, όπως η Βουλγαρία, όπου η μέση τιμή του ελληνικού ακτινιδίου ήταν 0,39 ευρώ στο φετινό τετράμηνο έναντι 0,41 το 2020 και 0,31 ευρώ το 2019. Όπως τονίζει ο κ. Πολυχρονάκης, «είναι αναγκαίο η ελληνική πολιτεία να διερευνήσει κατά πόσο σε τέτοιες αγορές τηρούνται οι κανόνες του υγιούς εξαγωγικού εμπορίου», συμπληρώνοντας ότι «πρέπει να διασφαλιστεί ότι άλλες χώρες δεν θα οικειοποιούνται την παραγωγή και την προστιθέμενη αξία του ελληνικού ακτινιδίου».

Μάλιστα, κατά τον ίδιο, η Νέα Ζηλανδία θα μπορούσε να αποτελεί εδώ παράδειγμα προς μίμηση για τον τρόπο παραγωγής, την τήρηση των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών, των ποιοτικών και εμπορικών προδιαγραφών, καθώς και για την πολιτική μάρκετινγκ που ακολουθεί. «Οι εξαγωγές της έχουν φτάσει περίπου τους 600.000 τόνους και, μάλιστα, ενισχύουν την παρουσία τους σε προορισμούς όπου εμείς χάνουμε έδαφος, όπως η Κίνα, η οποία πλέον αποτελεί για αυτούς τη δεύτερη μεγαλύτερη, μετά την Ευρώπη, αγορά».