Κλειδί η πρόσβαση στους μεγάλους retailers για τα ελληνικά τρόφιμα στο Βέλγιο

Ολιγοπωλιακή και, ως εκ τούτου, δύσκολη για μικρομεσαίες επιχειρήσεις η συγκεκριμένη αγορά

Κρίσιμο μέγεθος, μέσω συνεργασιών, και στοχευμένη στρατηγική εκ μέρους των εξαγωγέων είναι δύο παράγοντες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην περαιτέρω ανάπτυξη των εξαγωγών ελληνικών τροφίμων στο Βέλγιο, όπως προκύπτει από τον επιχειρηματικό οδηγό που εξέδωσε πρόσφατα το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στις Βρυξέλλες.

Αθροιστικά, τα νωπά και μεταποιημένα αγροτικά προϊόντα, τα τρόφιμα και τα ποτά αντιστοιχούν περίπου στο 25% των συνολικών εξαγωγών της χώρας μας προς το Βέλγιο, αγγίζοντας τα 100 εκατ. ευρώ. Όπως επισημαίνει το γραφείο ΟΕΥ, η περαιτέρω ανάπτυξή τους εξαρτάται από τη δυνατότητα διείσδυσης στο κανάλι του λιανεμπορίου, στο οποίο όμως δραστηριοποιείται σχετικά περιορισμένος αριθμός μεγάλων αλυσίδων.

Το γεγονός αυτό την καθιστά ολιγοπωλιακή και, κατά συνέπεια, δύσκολα προσβάσιμη από τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι, ως επί το πλείστον, μικρού και μεσαίου μεγέθους.

Σε ράφια αλυσίδων και… φαρμακείων το ελαιόλαδο

Δεδομένης αυτής της συνθήκης, πάντως, είναι αρκετά ενθαρρυντικό ότι, τα τελευταία χρόνια, η παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου, πέρα από τα εστιατόρια και τα εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων, ενισχύεται και στα ράφια των σούπερ μάρκετ της χώρας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το γραφείο ΟΕΥ, το 60% της διανομής ελαιολάδου (το 85% του οποίου, σημειωτέον, αντιστοιχεί σε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο) γίνεται μέσω των τριών μεγάλων αλυσίδων που δραστηριοποιούνται στη χώρα (Carrefour-GB, Delhaize, Colruyt), καθώς και μέσω των hard discounters (Aldi, Lidl). Τα ελληνικά ελαιόλαδα διατίθενται κυρίως στα μεγάλα σούπερ μάρκετ (Carrefour, Delhaize), σε κάποια soft discount καταστήματα (Colruyt) και στους εισαγωγείς ελληνικών τροφίμων.

Ένα μέρος των παραπάνω σούπερ μάρκετ (Delhaize, Colruyt, Makro) εισάγουν μεγάλες ποσότητες ελληνικού ελαιολάδου απευθείας από την Ελλάδα, ενώ σε κάποια άλλα (Cora, Match) το ελαιόλαδο διακινείται μέσω των εισαγωγέων ελληνικών προϊόντων.

Βέβαια, στα συνοικιακά σούπερ μάρκετ (GB express, Delhaize proxy) και στις εκπτωτικές αλυσίδες, το ελαιόλαδο ουσιαστικά είναι… ισπανική και ιταλική υπόθεση, κυρίως λόγω της σαφώς ευρύτερης γκάμας τιμών, του καλύτερου μάρκετινγκ, αλλά και της μεγαλύτερης προβολής που απολαμβάνουν τα ιταλικά προϊόντα.

Αξιοσημείωτο, όσο και εντυπωσιακό όμως, είναι ότι κρητικό ελαιόλαδο συνταγογραφείται και διατίθεται σε φαρμακεία της χώρας από το 2019 ως συμπλήρωμα διατροφής με την επωνυμία Cardiolea, σε μπουκάλι των 200 ml. Πρόκειται για τον καρπό της συνεργασίας της φαρμακευτικής εταιρείας Nutrilogics, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, με τον παραγωγό Ευτύχη Ανδρουλάκη, από το Σέλινο Χανίων, τη δουλειά του οποίου έχει παρουσιάσει σε σχετικό ρεπορτάζ η «ΥΧ».

Κομβικός κλάδος για το Βέλγιο

Αξίζει να σημειωθεί ότι η βιομηχανία τροφίμων είναι από τους σημαντικότερους κλάδους της βελγικής οικονομίας, συνεισφέροντας το 15% της συνολικής βιομηχανικής προστιθέμενης αξίας, ενώ είναι και ο μεγαλύτερος βιομηχανικός εργοδότης, απασχολώντας άμεσα 88.000 εργαζόμενους και έμμεσα άλλους 137.000. Σε ευρωπαϊκό δε επίπεδο, παράγει το 4,2% του κύκλου εργασιών του τομέα και το 3,5% της προστιθέμενης αξίας του.

Βασικό κομμάτι του είναι ο κλάδος επεξεργασίας κρέατος, ο οποίος στηρίζεται κυρίως σε μια παραγωγική ποικιλία βοοειδών (Belgian Blue) και σε εκτεταμένες χοιροτροφικές μονάδες στο βόρειο τμήμα της χώρας. Ιδιαίτερα σημαντικός επίσης είναι και ο τομέας επεξεργασίας λαχανικών και ειδικά στα κατεψυγμένα το Βέλγιο πραγματοποιεί το 40% των ευρωπαϊκών και το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών.

Προοπτικές σε βιολογικά, κρασί και φυτικά καλλυντικά

Πέραν του ελαιολάδου, σοβαρές προοπτικές για τις ελληνικές επιχειρήσεις διαφαίνονται στη βελγική αγορά βιολογικών προϊόντων η οποία, όπως αναφέρεται στην έκθεση, αναπτύσσεται με διψήφια ποσοστά ετησίως.

Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο κλάδος του οίνου, όπου τα ελληνικά κρασιά έχουν κερδίσει σημαντική αναγνώριση τα τελευταία χρόνια και πλέον διεκδικούν ένα υπολογίσιμο κομμάτι από την πίτα του 1 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στις εισαγωγές οίνου που πραγματοποιεί κάθε χρόνο το Βέλγιο.

Το ίδιο ισχύει και για τον κλάδο των φυτικών καλλυντικών όπου, αν και η διείσδυση των ελληνικών προϊόντων είναι σχετικά περιορισμένη, εταιρείες όπως η Κορρές και η Apivita έχουν καταφέρει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στη βελγική αγορά.

Η πρώτη, μάλιστα, όπως αναφέρει σε άλλη έκθεσή του το γραφείο ΟΕΥ, εκτός από τη διανομή των προϊόντων της σε μεγάλο αριθμό φαρμακείων, διαθέτει και κατάστημα σε κεντρικό σημείο των Βρυξελλών.