Κλειδί οι συνεργασίες για να περπατήσει το ελληνικό μέλι στη γερμανική αγορά

Δύσκολη η καταξίωση για τις επιχειρήσεις που προσπαθούν μόνες

Θετικές είναι οι προοπτικές που διανοίγονται για την αύξηση του ελληνικού μεριδίου στη γερμανική αγορά μελιού, με προϋπόθεση, όμως, τη χάραξη μίας συστηματοποιημένης και χωρίς περιθώρια αποκλίσεων στρατηγικής.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει σε πρόσφατο ενημερωτικό του σημείωμα το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο, λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετική ποιότητα του προϊόντος, την εξισορρόπηση της τιμής πώλησής του τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με τα εγχώρια και τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα υγιεινής διατροφής, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο έτος που τα ελληνικά τρόφιμα σημείωσαν ρεκόρ εξαγωγών προς τη συγκεκριμένη αγορά.

Παραγωγοί και εξαγωγείς είναι απαραίτητο να διαθέτουν αυτή τη στρατηγική, δεδομένου του ότι εκ φύσεως η ελληνική παραγωγή δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στα μεγέθη της γερμανικής αγοράς, καθώς και ότι τα περιθώρια σε χρόνους και ποσότητες, που επιβάλλουν οι τοπικές αλυσίδες, είναι ασφυκτικά.

Σύμφωνα με γραφείο ΟΕΥ, σημεία πώλησης premium τροφίμων, ντελικατέσσεν, καθώς και καταστήματα βιολογικών, που αυξάνονται γοργά ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, θα μπορούσαν να αποτελούν «χώρο» για το ελληνικό μέλι. Ταυτόχρονα, συστήνεται η είσοδος στις μεγάλες υπεραγορές να γίνεται μέσω χονδρεμπόρων που ήδη τροφοδοτούν αυτές, καθώς και εκπτωτικά καταστήματα. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει συνεργασία των παραγωγών μέσω συνεταιριστικών σχημάτων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στην απαίτηση για μεγάλες ποσότητες.

Στα 2,2 εκατ. ευρώ οι εξαγωγές

Με εξαγωγές 344,8 τόνων μελιού, αξίας 2,2 εκατ. ευρώ (σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας), η χώρα μας το 2020 βρέθηκε στην 20ή θέση των εισαγωγέων από την 25η θέση έναν χρόνο νωρίτερα. Η Γερμανία το 2020 εισήγαγε 87.754,5 τόνους μελιού αξίας 238,2 εκατ. ευρώ, με κυριότερους προμηθευτές την Ουκρανία, το Μεξικό, την Αργεντινή, τη Ρουμανία, τη Βραζιλία και τη Βουλγαρία.

Το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας κυμαίνεται μεταξύ 25% και 30% και από τις εισαγωγές το 71% προέρχεται από τρίτες χώρες, ενώ το υπόλοιπο 29% από την ΕΕ με κυριότερους προμηθευτές την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, την Ισπανία και τη Ρουμανία.

Το 2020, η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση μελιού στη Γερμανία ανήλθε σε 1,1 κιλό, μία από τις υψηλότερες παγκοσμίως, όταν το 2019 ήταν στα 0,96 κιλά, αν και συνολικά η κατανάλωση στη χώρα ήταν μειωμένη κατά 10% στους 79.000 τόνους.

Το γερμανικό μέλι κοστίζει κατά μέσο όρο από 10 έως 12 ευρώ/κιλό και οι τιμές είναι χαμηλότερες στα ανατολικά κρατίδια και στις αγροτικές περιοχές, εν αντιθέσει με τα δυτικά κρατίδια και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Το 22,6% των ποικιλιών που παράγονται και συσκευάζονται στη χώρα είναι μέλι δασών και λουλουδιών και μόλις ένα 5% της παραγωγής αφορά μέλι ροβίνιας και ένα ακόμη μικρότερο, 2,8%, αφορά το πιο ακριβό μέλι καστανιάς.

Το 80% των Γερμανών παραγωγών και τυποποιητών χρησιμοποιεί το σύστημα απευθείας πώλησης στην «πόρτα του καταναλωτή», ενώ μόλις το 18% διαθέτει την παραγωγή του μέσω λιανοπωλητών. Για την τοποθέτηση σε μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ή/και στον κατάλογο εγκεκριμένων προμηθευτών, οι παραγωγοί θα πρέπει να περάσουν μία σειρά «δοκιμασιών», γι’ αυτό και στο σημείωμα τονίζεται ότι η αξιοποίηση του ηλεκτρονικού εμπορίου θα μπορούσε να είναι μια πρόσφορη εναλλακτική λύση, προκειμένου να περιοριστεί το κόστος διαμεσολάβησης.